«Αντί κριτικής, ας μείνουμε στα Βράχια», ένα κριτικό σημείωμα του Χρήστου Νιάρου για την ποιητική συλλογή «Βράχια» του Γεωργίου Βέη

Πριν αρχίσω να ξεφυλλίσω τα «Βράχια» της καινούργιας ποιητικής συλλογής του πολυγραφότατου Γεωργίου Βέη, ας κάνω ορισμένες αναγκαίες εισαγωγικές παρατηρήσεις. Κάτι σαν πρόβα στον αέρα και σκέψεις στο χαρτί. Γνώριμος  σε εμάς εδώ, στην Μελβούρνη, αφού άραξε το καράβι της πορείας του στο λιμάνι μας, με την ιδιότητα του γενικού προξένου.

Μια θητεία πετυχημένη, τόσο ως πρόξενος όλων των Ελλήνων, όσο και σαν άνθρωπος των γραμμάτων και των διαλέξεων. Περάσανε αρκετά χρόνια από τότε. Σχεδόν είκοσι και βάλε. Με τους αριθμούς δεν θα τα πάμε και τόσο καλά, στο κείμενο τούτο. Μιλάω για τις ακριβείς χρονολογίες. Θέλω να πιστεύω πως με τις λέξεις και τις προεκτάσεις τους, ότι μάλλον θα ‘ναι καλύτερα. Και τα έργα και τα λόγια του Γεωργίου Βέη, στην παρουσία του εδώ στην Μελβούρνη, πρόσθεσαν και έδωσαν έναν άλλο χαρακτήρα και χρώμα, στην ομογένεια και στον καθένα.

Όπως και με την παρουσία του στους οργανισμούς της παροικίας, στις εκδηλώσεις τους αλλά και με ραδιοφωνικές συμπράξεις, στο πρώτο 24ωρο ελληνικό ραδιόφωνο της Μελβούρνης, από την συχνότητα του 3χy ράδιο Ελλάς. Κάναμε κάπου δεκαπέντε εκπομπές, με τον γενικό τίτλο «Μουσικήν ποίει και εργάζου», φράση παρμένη από τους διαλόγους του Πλάτωνα και πιο συγκεκριμένα από τον Φαίδων. Στο συγκεκριμένο διάλογο, το κυρίως θέμα είναι η αθανασία της ψυχής.

Άλλωστε τόσο ο Πλάτωνας, όσο και ο Αριστοτέλης, όπως και οι άλλοι μακρινοί μας συγγενείς, χρησιμοποίησαν τους μύθους, σαν πολύτιμα εργαλεία και ενότητες στα έργα και στις συνομιλίες τους. Η δε μουσική, σαν λέξη, εννοείται  με την ευρύτερή της έννοια, της γενικότερης δηλαδή λειτουργίας της, ως σημαντικός αρωγός  παιδείας σε όλες τις στιγμές στη ζωή μας.

ΕΙΚΟΝΑ

Νύχτες, λοιπόν, συνήθως Παρασκευές, αλλά και κάποια Σάββατα, γινότανε αυτές οι παρουσιάσεις και οι προσεγγίσεις, μέσα από τα ραδιοκύματα. Εκπομπές λόγου και  πολιτισμού. Συνήθως δίωρες, αλλά τις περισσότερες φορές ο χρόνος δεν ήταν αρκετός.  Εκπομπές που αγαπηθήκανε από όλη την ομογένεια, τόσο της Μελβούρνης όσο και των άλλων πολιτειών. Τότε δεν υπήρχανε κινητά για τους περισσότερους, ούτε και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι αισθήσεις και οι ανάγκες, περνούσανε από διαφορετικά κανάλια.  Άλλες εποχές και διαφορετικοί οι τρόποι επικοινωνίας.

Και η τέχνη,  σε όλες της τις εκφράσεις, ειδικά για τον απόδημο, ήταν και είναι, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή του. Ταυτότητας και συνέχειας. Είναι σκληρή η ξενιτιά, η αποδημία και εφόσον αγαπάς δύο πατρίδες, πρέπει και να ‘σαι βράχος και κύμα και στεριά. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην έκφραση και στη λειτουργία της ποιητικής συνείδησης.

Συνυπάρχεις, συμπορεύεσαι, συμπλέεις και με το ορατό και το μη ορατό. Έτσι οι αποστάσεις, οι ωκεανοί, το κάθε δευτερόλεπτο, αποκτούν μια διαφορετική θέση στο χάρτη της καθημερινότητας και των αναστοχασμών του καθενός. Όπως και οι λέξεις, όταν έρχονται από μακρινές εποχές. Αποσπασματικά καταθέτω κάποιες σκέψεις και κουβέντες που είχα με τον ποιητή και δημιουργό Γεώργιο Βέη, τότε, που πέρασε από την Μελβούρνη. Σημαντικότατα, δε, ήτανε και τα άρθρα του στον παροικιακό τύπο, από τα ταξίδια του στην Ασία αλλά και η κριτική ματιά για τους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές και πεζογράφους.  Τότε που το διαδίκτυο ξεκινούσε, πολύ αργά και υπήρχανε ακόμη φαξ, κασέτες και μολύβια.

«Από πολύ παλιά, από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο και ένα μέρος του εαυτού μου, διαπίστωσα, ότι ο Παρμενίδης έχει μάλλον δίκιο. Δηλαδή, ένα είναι το παν και η κίνηση είναι φαινομενική. Ο κόσμος είναι μέσα μας. Νομίζουμε ότι τα πάντα αλλάζουν. Ο κόσμος δεν είναι μόνο απλός (Γ.Σεφέρης), αλλά και ο αυτός, ίδιος και απαράλλαχτος. Άλλωστε ο ποιητής είναι ένας αληθινός αρχιτέκτονας. Ξαναφτιάχνει τον κόσμο και συνεργάζεται με την φύση ως μέγας οραματικός οικολόγος. Και ξέρει να διαβάζει το μέλλον, που γι’ αυτόν είναι παρελθόν (παραθέτω επιγραμματικά Έλιοτ, Ζήνων ο Ελεάτης, Νίκος Καρούζος κ.λπ. κ.λπ….). Η νέα γλώσσα των οραμάτων του ποιητή, γενικά, είναι η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει ο λαός του, όταν θα θελήσει να εκφράσει το Υψηλό, την Ομορφιά, τον Θάνατο, την Αθανασία».

Ας μην μακρηγορούμε και ας μπούμε σε γραμμές του τωρινού βιβλίου του, αν και το χτες συνεχίζει και στο σήμερα να μας προσδιορίζει.

Με βάση τον τίτλο, «Βράχια», της καινούργιας του δημιουργίας, ο ταξιδευτής, αναχωρητής και επιστρεφόμενος,  από τόπους και χρόνους,  λογοτέχνης Γεώργιος Βέης, συνεχίζει την πάγια τακτική του και τολμώ να πω την ειμαρμένη του  και σε αυτό το βιβλίο. Γιατί απλά, τα ποιήματα, οι γραφές του, είναι ακλόνητα και μετακινούμενα μετερίζια, από όποια πλευρά και να τα δεις.  Σταθερές αξίες  και ρίζες γερές, που τον ακολουθούν  σε όλα τα λιμάνια και από τις γειτονιές που προαυλίστηκε και έζησε. Τον ορίζουν, τον προεκτείνουν, στα όρια δε των φωνηέντων και της μεταφοράς των προτάσεων, τον ολοκληρώνουν. Λογαριασμοί που μένουν όμως ανοιχτοί, με ευγένεια και ενσυναίσθηση, με την γλώσσα, τη δομή της, τα δρώμενα του ορατού, τις εκπλήξεις του πάθους, την ηρεμία και τον πόνο του στιγμιαίου και  μπροστά μας ξαναβρίσκονται για δεύτερη και τρίτη ανάγνωση. Να φτιάξουμε, δηλαδή, ένα μύθο, μέσα από το μύθο του δημιουργού. Δομή και ξανακτίσιμο, της κάθε στιγμής, με υλικά που υπάρχουν γύρω μας. Στην γειτονιά των ματιών και των ονείρων του καθενός. Ας ξεκινήσουμε, το ταξίδι της ανάγνωσης.

Στο Προαύλισμα

Έτσι ξεκινάει ο πρώτος βράχος, το πρώτο ποίημα της συλλογής. Ποίημα, για  χειμώνα και καλοκαίρι.  Η γραφή άλλωστε δεν έχει εποχή. Οι εποχές είναι η πρόφαση για το ταξίδι, τη γραφή, την πίκρα, τον έρωτα, τη διάρκεια. Η ακριβής δικαιολογία και το εφαλτήριο. Σε όλη του τη συλλογή ακούει, ως παρατηρητής και παρατηρούμενος, τον χρόνο. Τον πανδαμάτωρ.  Το απόλυτο της καταβύθισης και της άνωσής του, για να μιλήσουμε με όρους φυσικής, πρέπει να βρει το χώρο του για να ανασάνει, σε άλλο πλαίσιο. Στο κάδρο του χρόνου, όλα σχετικά. Δεν μένει όμως εκεί μόνιμα.   Ο Γεώργιος Βέης  «ανοίγει το παράθυρο κι είναι χτες», όπως  σημειώνει σε μια στροφή. Θα έλεγα σε μια χαρακιά του βράχου του.  Στο δέρμα του χρόνου γίνονται πολλά.  Και ταυτοχρόνως απαντάει σε άλλη γραμμή «το μειλίχιο φως αγγίζεται, το ακούς, να κυματίζει σαν στοργή, να σε φέρει πιο κοντά στο παν».

Και ταξιδεύει, στις γραμμές των ποιημάτων, με τον κορυδαλλό, με τα κρασοπούλια, με το κλαδί της μηλιάς, τον κάστορα, στο απομεσήμερο Κυριακής, στα κλαδιά Σημύδας, στον ευκάλυπτο της πλατείας, στο σφρίγος της μέλισσας, στην συκομουριά. Δεν έχει σταματημό. «Πλοίο διαρκείας είναι η χώρα μας» λέει ο καπετάν Οδ. Ελύτης. Και ‘δω, ο Γεώργιος Βέης, στην ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου, ορισμό της ποίησης κατά τον Α. Εμπειρίκο, τον προεκτείνει και τον γεμίζει. Γίνεται ποδήλατο, δρόμος, αφορμή, πληγή, ματιές.  Αρμενία, Βέροια, Ταΰγετος. Και όχι μόνο. Το καθετί, τοπίο και λόγος, τον εχει σημαδέψει. Γιατί το προαύλιο, στο εντός τού τείχους τού σώματος, είναι το μπαλκόνι, το σκαλοπάτι και το αγνάντεμα για το πέρασμα στο απέναντι. Στο κάθε τι απέναντι, ο ποιητής Γεώργιος Βέης, αυτοαναλύεται, μονολογεί, καταγράφει. Γίνεται ο ίδιος αναγνώστης, σημαίνον και σημαινόμενο. Τον πάει και  τον ταξιδεύει, μέχρι και  τους άδειους περιστερώνες. Τι λέει, εκεί, ο Γεώργιος Βέης;

Ας τον ακούσουμε: «έτσι είναι τα μάτια μας πολλές φορές / λες και οι εικόνες, ολόκληρα τοπία / ιδίως τα θεάματα των ημερών / υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο / για τα όνειρα των παιδιών». Όλοι οι χρόνοι, παρόντες και μη  και εξαιρούμενων συντακτικών ακριβείας, μακρινών και κοντινών, καταλήγουν στα βράχια.  Η ηχώ και ο αχός τους. Στο θέαμά τους. Στο θέλω των ονείρων της αθωότητας, αλλά και στη νύχτα που επέρχεται. Το τοπίο εκεί,  γίνεται αλλιώς. Οι συλλαβές του ποιητή περιδιαβαίνουν, βουνά, ρυάκια, πόλεις  τού εδώ, πόλεις τού εκεί. Συσσωρεύμενες μνήμες, που δείχνουν να ‘χουν αντοχές. Από μια άλλη τους γωνία  καημοί και όνειρα τις χαρακτηρίζουν. Όπως ακριβώς το μέτρημα του καημού, στο τραγούδι, του Θεοδωράκη «Βράχο  βράχο τον καημό μου».

Μετράει ακριβοδίκαια τις λέξεις του ο ποιητής. Γιατί είναι πληγές, εργαλεία και οικόπεδο. Πατάει στις λέξεις στέρεα  και τις πετάει στον ουρανό και στις σελίδες με μαεστρία.  Γράφει «ένα ακόμη οικόπεδο Χιροσίμα η γλώσσα μας». Και άλλου απαντάει «της κάθε μέρας ο ρυθμός / να μην είναι σπασμένο αγγείο, αλλά δύναμη».  Το παρελθόν, αξιολογικά και λόγω φλέβας, είναι ένας βράχος, σαν σύνορο αλλά  και πέρασμα αυτογνωσίας.

Στο φαίνεσθαι και στο είναι, συνεχίζει να σκαλίζει των βράχων την σιγουριά και την σιωπή τους  για να ‘ρθουν τα καλύτερα, που έχουμε ξεχάσει. Γράφει εκεί «μαθαίνουμε πάλι από την αρχή / ισότητα, γαλήνη και μουσική». Δεν μπορώ να διακρίνω, να ξεχωρίσω κάποια ποιήματα από τα άλλα της συλλογής. Άλλωστε όλες οι γραφές είναι καλές. Ειδικά όταν το αυθόρμητο με σαφήνεια  κατατίθεται και εκπέμπεται, τότε γυρνάς ξανά και ξανά στις σελίδες και το κοιτάς στα μάτια και στις όποιες ρυτίδες έχει αφήσει ο χρόνος.  Ο Γεώργιος Βέης κουβαλάει την αθανασία των βράχων μέσα του και βγάζει όλη την αλμύρα και την ξηρασία τους από το πρώτο ποίημα της συλλογής «Προαύλισμα» μέχρι το τελευταίο «Τα επινίκια».

Σελίδα Σελίδα

Στο ενδιάμεσο, υπάρχουν εξέχοντα δημιουργήματα, που θα αντέξουν πιστεύω  στο αύριο της γραφής και του πολιτισμού γενικότερα.  Θα κλείσω με δυο γραμμούλες από την πατρική του γειτονιά, τη Σάμο και που φέρουν τους  τίτλους «Καρλόβασι Σάμου» και «Κουμέικα  Σάμου». Εκεί βρίσκεται (το «εκεί» ταξιδεύει στην αλφαβήτα της ζωής μας, να μην τα ξαναλέμε) «το στοργικό παρόν της ανάμνησης»  του Γεώργιου Βέη και που καταφέρνει «να με αγγίζει στο φτερό η πατρίδα». Ο τόπος είναι η αφορμή και ο καθείς έχει τις αναμνήσεις του ως ασφαλιστική δικλείδα μεν αλλά και σαν  όνειρο.  Για τις δοκιμασίες της καθημερινότητας.

Δηλαδή, τον δικό του αναγνωρίσιμο  βράχο, τον θυμάται και τον τιμά. Και  όσα χρόνια και όσους  τόπους και  αν πέρασε, θα ‘ναι εκεί. Το αίμα και η όποια ιστορία του θα ‘ναι εκεί. Ωμά και ξάστερα.
Ποτέ ένα ποίημα δεν τελειώνει εύκολα. Το ξέρουν και τα βράχια. Το ξέρει και ο Γεώργιος Βέης. Από όποια πλευρά και να τους αγναντεύει και να τους περπατάει, από όποιο κάτοπτρο και αναστοχασμό να τους ορά, διπλωματικά και λυρικά, εκπέμπει το μήνυμά του. Πώς;  Σε μια ακόμη του γραφή, πάλι στη Σάμο. Στο  Ηραίο.

Ο καθένας εχει μια εικόνα κοντά στα κύματα. Νοερά, έστω, ας την φτιάξουμε και ας προσθέσουμε (έστω και ας αφαιρέσουμε, γιατί όχι) μερικά στοιχεία, που μας έρχονται αυτή την στιγμή. Με φύκια, με μπαλκόνια, με κύματα, με αέρηδες, με ωκεανούς, με ιδρώτες, με φεγγάρια, με θάλασσες, με βουτιές, με μεσημέρια. Ας χρησιμοποιήσουμε μόνο αυτά.  Και τι λέει ο Γεώργιος Βέης κοντά στα κύματα «αυτός ο σκουροπράσινος πίνακας / με το χρυσάφι του εδώ κι εκεί / είναι πλέον το βιβλίο σου / η ανανέωση των συνειρμών».

Το ξεφύλλισμα της ζωής εχει αρκετούς βράχους και από πολλές πλευρές μπορεί κανείς να τους διαβάσει. Που σημαίνει, ο καθένας έχει τη δύναμη να κάνει τη βουτιά μέσα του και να βγει στο φως και στις αποχρώσεις του, όπου και όπως και να ‘ναι. Αρκεί να ‘ναι ο εαυτός του, στο ταξίδι της στιγμής και της ομορφιάς.

Οι σελίδες διαβατηρίου γραφής του Γεωργίου Βέη, έχουν σφραγιστεί από τους τόπους, τους χρόνους και τις λαλιές που πέρασε. Τα σύνορά τους, τα όρια τους, φαίνονται πεντακάθαρα μπροστά μας σε αυτό το βιβλίο. Οι δικές μας σκέψεις, σαν κινούμενοι βράχοι, σαν  σελιδοδείκτες, το συμπληρώνουν. Η σφραγίδα της γραφής, το σώμα των αισθήσεων, των λέξεων αλλά και η ισορροπία των γεύσεων του, νοσταλγικά και ακριβοδίκαια μας  ταξιδεύουν από σελίδα σε σελίδα.  Θέλω να πιστεύω, το ίδιο θα γίνει και στο επόμενό του δημιούργημα γραφής.

ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ 2021


[Ο Χρήστος Νιάρος ασχολείται με τον ταξιδιωτικό χώρο και τα Μ.Μ.Ε.. Κείμενά του βρίσκονται  σε περιοδικά και  ιστολόγια. Και συνεχίζει.]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη