Έπρεπε να πάω να τη δω. Ένιωθα κάποια υποχρέωση να το κάνω. Ήταν μαζί μου τόσο καιρό, εκεί στο Προεδρικό Μέγαρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Και τώρα η Νόνικα Λαβίνγκσκι στη φυλακή! Μόνη… Θα πήγαινα να της κρατήσω λίγη συντροφιά, μη μένει μίζερη με τις αναμνήσεις τού τότε, στο Μέγαρο. Και πήγα.
Τη βρήκα να αναπολεί. Της έβαλα λίγο ουίσκι που μετάφερα κρυφά στην τσάντα μου. Μικρό το ποτηράκι, ώστε να χωρούσε μέσα, και ανυποψίαστο. Έτσι θα τη χαλάρωνα λίγο… Ίσως ν’ άνοιγε και το στοματάκι της να της ξεφύγουν κάποιες λεπτομέρειες που δεν είχε καταθέσει στο δικαστήριο. Για τον Πρόεδρο βέβαια, τον Φιλ Κλίστον. Και ω του θαύματος! Με το δεύτερο ποτηράκι άρχισε να εξομολογείται. Κι ήταν τόσο εύθυμη!
– Φιλενάδα, τον είχα ερωτευτεί, με ξαφνιάζει γελώντας η Νόνικα. Όλες τον ερωτεύτηκαν εκεί στο Μέγαρο… Αλλά κι εσύ φαντάζομαι, που ήσουν στην προσωπική φρουρά του!
– Ναι, πρέπει να πω ότι είναι πολύ γοητευτικός. Αλλά εμένα άσε με. Εγώ έπρεπε να τον προσέχω… αλλά και να προσέχω ακόμα πιο πολύ τον εαυτό μου, μην βγω έξω από τις αυστηρές οδηγίες μας, είπα με αναστεναγμό, θάβοντας όσα δεν ήθελα ν’ αποκαλύψω.
– Ααα, του έδειξα το στρινγκ εσώρουχό μου… για να τον ανάψω… και… και…
– Καλά πώς τον ξεμονάχιασες και δεν σας πήρα είδηση εγώ η φρουρά, μένω έκπληκτη.
– Χαμήλωσα το παντελόνι… σαν κατάλαβα ότι το στρινγκ μου ξεπρόβαλε και φαινόταν, είδα τα μάτια του Φιλ καρφωμένα απάνω μου, γελά η Νόνικα στο τρίτο ουισκάκι της.
Συνέχισε με πολύ κέφι. Είπε και άλλα πικάντικα, που δεν είμαι σίγουρη αν τα είπε στο δικαστήριο. Ίσως να τα ήθελε αποκλειστικά δικά της, να μην τα είχε εξομολογηθεί δημόσια… Αλλά εδώ το ουισκάκι τής χαλάρωσε το χείλη κι έλεγε, έλεγε… ότι εκείνος τότε, με γουρλωμένα τα μάτια, της χαμογέλασε αμίλητος. Μα η Νόνικα κατάλαβε ότι ο γόης τσίμπησε το δόλωμα και αποφάσισε να μη βάλει στη θέση του το στρινγκ αλλά να συνεχίσει δήθεν αθώα να το δείχνει στον Φιλ για να τον ανάψει και να τον θεριέψει.
– Ααα, τι ωραίο το ουίσκι που με κερνάς… Αυτός μου έμαθε να πίνω ουίσκι… ήμουν αμάθητη… θα ήθελε φαίνεται να με ζαλίσει για να του δοθώ πιο εύκολα… αλλά το ποτηράκι που έφερες είναι μικρούλι. Βάλε μου ακόμα ένα, με ικετεύει με μάτια θολά.
Και της βάζω. Ανάβω κι εγώ από περιέργεια… Τι άλλα θα μου πει, το παλιοθήλυκο!
– Όπως θυμάσαι, είχα προσληφθεί ως γραμματέας. Μόνο που η προϊστάμενή μου με έβλεπε με λοξές ματιές. Καχύποπτη! Επέμενε να της δώσω το μπλε φόρεμά μου να εξετάσουν οι ανακριτές του δικαστηρίου, μη τυχόν υπήρχε ερωτικός λεκές του Φιλ.
– Μα κι εσύ είσαι έξυπνη, για να μην πω πονηρή. Κατάλαβες κάτι; ρωτώ για να μάθω.
– Ευτυχώς το κατάλαβα και έκαψα το φόρεμα. Όντως μου άφησε λεκέ, μα είπα στη δίκη ‘Ναι, υπήρχε λεκές μα ήταν ντιπ από σπανάκι’… πάσκιζα, βλέπεις, να κλείσω το θέμα.
Για να με κάνει να την πιστέψω κι εγώ, είπε ότι κανένας από τους συναδέλφους στο πάρτι δεν της είπε ότι είχε λεκέ στο φόρεμα για να πάει στο μπάνιο να τον βγάλει. Θα είχε τεράστιο θράσος να το ήξερε και να το έδειχνε ως δείγμα της κατάκτησής της. Ωχ!
– Και όλα ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ που εσείς όλοι του προσωπικού του Προεδρικού Μεγάρου κάνατε αυτοσχέδιο πάρτι για να ξεσκάσετε. Σωστά; ρωτώ για ν’ ανιχνεύσω.
– Ναι, να ξεσκάσουμε από την πολλή δουλειά που είχε μαζευτεί. Οι συνάδελφοί μου ήθελαν να κάνουν ένα πάρτι έκπληξη σ’ έναν συνεργάτη μας που είχε γενέθλια. Στο πάρτι ήλθε και ο Φιλ. Παρών! Πάντα φρόντιζε να έχει καλές σχέσεις με το προσωπικό.
Συνέχισε η Νόνικα λέγοντας μου πως κάποια στιγμή βρέθηκε με ένα ποτό στο χέρι δίπλα στον Πρόεδρο Κλίστον και μιλούσαν χαρούμενοι. Ήταν τότε που ξεπήδησε το στρινγκ της. Ο ρυθμός της ομιλίας της επιταχύνθηκε με μικρές αναπνοές, βιαζόταν να μου πει τη συνέχεια και την ολοκλήρωση της σχέσης τους, πώς κάποια στιγμή ο Πρόεδρος αποσύρθηκε σ’ ένα δωμάτιο, πώς η Νόνικα λίγο αργότερα πέρασε τάχα τυχαία έξω από το δωμάτιο εκείνο, πώς ο Πρόεδρος με ένα μυστηριώδες χαμόγελο που έκρυβε πολλά, της είπε να περάσει μέσα και να κλείσει την πόρτα, πώς, πώς…
– Και τότε άρχισες να τον φιλάς με πάθος, στα σκοτεινά; της υποβάλλω με λίγη ζήλεια.
– Βάλε μου ένα ακόμα ποτηράκι ουίσκι… Σ’ ευχαριστώ… στην υγειά σου, φιλενάδα… Τι να σου πω τώρα… Δεν μιλάω για αυτό συχνά… δεν νιώθω άνετα να το συζητώ.
Όμως ομολόγησε ότι εκείνη την στιγμή καταλάβαινε πως ήταν ο Πρόεδρος. Αλλά…
– Όταν βρεθήκαμε μόνοι για πρώτη φορά σ’ εκείνο το γραφείο, για μένα είχε σημασία ότι ήταν ο άνδρας που τον ποθούσαν άπειρες γυναίκες, μα ότι αυτός ποθούσε εμένα!
Αυτό δεν το χώνεψα. Δηλαδή όλες εμείς οι άλλες γυναίκες στο Προεδρικό είμαστε για τα σκουπίδια; Και τις καμπύλες μας τις έχουμε, και τα όλα μας! Αυτή ποια είναι, παρά μια λάγνα στα εικοσιδύο χρόνια της, με θράσος πολύ, για να μην πω ότι μπορεί να ήταν και κατάσκοπος καμιάς άλλης υπερδύναμης για να εκθέσουν τον Πρόεδρό μας.
Όχι, όχι, αυτό που είπε τώρα δα δεν το συγχωρώ. Εμείς οι δειλές είμαστε σκουπίδια;
– Ξέρω, έσφαλλα, αλλά τότε ήμουν 22 χρονών και έτσι ένιωθα, μου δικαιολογήθηκε. Κάθε πρωί για οκτώ μήνες φοβόμουν ότι θα βρεθώ στη φυλακή. Και να που μπήκα…
Φλυαρούσε η Νόνικα για τις περιπτύξεις της και τα άλλα της. Μου ανάφερε ότι ο Φιλ της έκανε δώρο μια καρφίτσα για το μπερέ της αλλά και μια μετάφραση του ποιήματος του Ελύτη ‘Το Ρω του Έρωτα’. Ουούφ, δεν έδωσα σημασία. Εγώ άλλα σκεφτόμουν… ένιωθα ότι πήρα τη θέση της Νόνικα… ότι με δυσκολία κατάφερα να ξεφύγω από την αγκαλιά του Φιλ – αχ του Φιλ μου, του δικού μου Φιλ – και ότι αναψοκοκκινισμένη του είπα εγώ – αι όχι η Νόνικα- ότι πρέπει να επιστρέψω στο πάρτι. Ίσιωσα μεμιάς τα ρούχα μου κι έφυγα να γυρίσω στο πάρτι, στα ανυποψίαστα παιδιά του Προσωπικού.
– Λίγο μετά ο Πρόεδρος με κάλεσε πάλι στο γραφείο του, διακόπτει τις σκέψεις μου.
Εμ βέβαια, ο Φιλ -ο δικός μου ο Φιλ- μπήκε στο λούκι της, να της αρχίσει ‘δεύτερο γύρο’. Αχ, αν ήμουν εγώ, δεν μπορούσα ποτέ ν’ αγνοήσω τις προσταγές ολόκληρου Προέδρου. Ναι, θα ένιωθα όπως ένιωσε κι αυτή, και τη δικαιολογώ πλήρως γι’ αυτό.
Αλήθεια, όσο η Νόνικα πίνει ουισκάκια και μου μιλάει, εγώ μπαίνω στη θέση της πια και ταξιδεύω με τον δικό μου τρόπο. Τον φαντάζομαι να μου λέει με πονηρό χαμόγελο πως φαίνομαι τόσο χαριτωμένη με τα καπέλα μου… εγώ και τα μπερέ μου… μετά να τον ακούω να μου απαγγέλλει ‘Τα Ρω του Έρωτα’ και απαγγέλλοντας να με παρασύρει στην τουαλέτα… εκεί στο μπάνιο, όπου όλοι νιώθουν πιο οικεία. Μετά να τρώει με το βλέμμα το σώμα μου… να διστάζει για λίγο κι εγώ να τον ενθαρρύνω να ολοκληρώσει… να ανασηκώνεται και να λέει όκεϋ… και στο τέλος ν’ αγκαλιαζόμαστε πολύ σφιχτά. Αααα, θα ασπαζόμουν το σώμα του ολόκληρο, και θα ένιωθα πως ασπάζομαι τον πλανήτη θεόγυμνο. Α, ο πλανητάρχης, η εικόνα του πλανήτη… όλη στα χείλη μου!!!
– Δεν με απογοητεύει το ότι ο Φιλ έκρινε πως δεν έπρεπε να μου ζητήσει συγγνώμη. Ούτε ζήτησα συγγνώμη απ’ την οικογένεια του Φιλ, αφού δεν αποδείχθηκε κάτι, είπε.
Κι εγώ έτσι θα σκεφτόμουν κι έτσι θα ενεργούσα. Καμία απόδειξη που να ενοχοποιεί τον Φιλ. Αν ζητούσα συγγνώμη απ’ τη γυναίκα του θα ήταν παραδοχή της ενοχής του.
Νομίζω μετά από εκείνη τη βραδιά η σχέση τους κράτησε για δύο χρόνια περίπου. Θα τον έβλεπε τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα, και μ’ ένα πάθος παλαβό. Αχ, δηλαδή τον κάλεσε μέσα της εκατό περίπου φορές… ας ήταν μαζί μου έστω και τις μισές φορές.
Και το φόρεμα θα το πουλούσα σε κανένα απ’ αυτά τα τρελά Μουσεία που γέμισαν την Ευρώπη. Θα τους ζητούσα και θα μου έδιναν κανένα εκατομμύριο ευρώ που θα το έστελνα στον Φιλ μου, κρυφό δώρο για τις πενήντα έστω φορές που με πήρε. Αν το αρνιόταν θα βοηθούσα τις νεαρές που παγιδεύονται από ηγέτες και ύπουλα ΜΜΕ.
– Κάποτε λέω να κάψω τον μπερέ που μου έβαλε την καρφίτσα και να θάψω το μπλε φόρεμα. Μετανιώνω για όσα συνέβησαν, λέει και με συνεφέρει απ’ τις σκέψεις μου.
Όχι, εγώ ποτέ δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα, να εξαφανίσω τις δυο χειρονομίες του για μένα, με τα τόσο όμορφα δάχτυλά του. Αν θα μ’ έζωναν οι σκέψεις για το τί συνέβηκε, θα έλεγα στον εαυτό μου ‘χαλάλι το τραύμα μου, εμένα του μικρόκοσμου για χάρη του Φιλ μου, του προικισμένου αυτού ηγέτη ενός μεγαλύτερου κόσμου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης μας’. Θα πουλούσα το μπλε φόρεμά μου κι αν αρνιόταν να πάρει το ποσό, το λέω πάλι, θα βοηθούσα τις νεαρές που παγιδεύονται από ηγέτες.
– Προτού φύγεις θα σου ζητήσω μια χάρη, στο όνομα της καλής μας συνεργασίας.
– Πες μου, και αν μπορώ σίγουρα θα το κάνω, της απαντώ φορτισμένη με απορία.
– Τώρα που θα γυρίσεις στο Προεδρικό Μέγαρο, πέρνα απ’ το Γραφείο του κι άφησε αυτό το γράμμα. Γράφει ‘Κον Φιλ’. Είμαι σίγουρη θα το κρατήσεις δικό μας μυστικό.
Έφυγα βιαστική για το Μέγαρο να προλάβω έγκαιρα τη βάρδια μου. Αλλά γιατί να μην ανοίξω το γράμμα; Ναι, είμαι άνθρωπος της προσωπικής φρουράς του Προέδρου μας, άρα και υπεύθυνη για τη ζωή του. Και ποιος μου λέει ότι αυτή η ξεδιάντροπη δεν του έβαλε λευκή σκόνη άνθρακα μέσα στο γράμμα για να το εισπνεύσει και να πεθάνει;
Γιατί να επιδώσω γράμμα της στον Φιλ, τον δικό μου άνθρωπο εμένα της δειλής;
Φοράω την ειδική μάσκα αναπνοής, ανοίγω το γράμμα και διαβάζω έκπληκτη:
‘‘Λατρεμένε μου Φιλ
Να ξέρεις ότι είμαι στη φυλακή γιατί μπόρεσα για χάρη σου να μην αποκαλύψω όλα εκείνα που θα σε ενοχοποιούσαν· αλλιώς τώρα δεν θα ήσουν Πρόεδρος. Ορκίστηκα να σε προστατέψω, γιατί σε αγάπησα. Το πάλεψα και τα κατάφερα. Έτσι έκαψα το μπλε φόρεμα μου με τον λεκέ σου, ξέπλυνα το στόμα μου δεκάδες φορές, και έβαλα στόκο στους κοριούς που μου φόρεσε η Μυστική Αστυνομία για να μην σε ακούει σαν μου έλεγες τα βρώμικα ερωτόλογά σου για να μη σε παγιδέψουν τηλεφωνικά και να σ’ ενοχοποιήσουν. Κόντευα να τρελαθώ… σκεφτόμουν και την αυτοκτονία ακόμη, γιατί ένιωθα ότι σε πρόδιδα. Αχ, ένιωθα άθλια γι’ αυτό που με έβαλαν να κάνω. Όμως, δεν τους άφησα ποτέ να σε βλάψουν κι ας είμαι τώρα στη φυλακή. Αγαπημένε μου Φιλ, εξακολουθώ να σε λατρεύω. Σου ζητώ μόνο μια μικρή χάρη. Έχεις το δικαίωμα να δίνεις χάρη σε φυλακισμένους, γι’ αυτό σου ζητώ, στο όνομα του έρωτα – που τόσες φορές διασκέδασες απάνω στο κορμί μου, και σε τουαλέτες και στην κουζίνα και στο μπάνιο του οβάλ γραφείου – δώσε μου χάρη να βγω έξω απ’ αυτό το μπουντρούμι. Όχι, δεν θα σε ξαναενοχλήσω… μόνο από μακριά θα σε βλέπω και έτσι θα μεθώ.
Δική σου, ολόδική σου
Νόνικα Λαβίνγκσκι.
Αυτή ξεπέρασε και την Ασπασία που έριξε στα δίκτυά της κοτζάμ Ηγέτη Περικλή! Ναι, το αναγνωρίζω ότι είμαι δειλή και ότι πρέπει κάποτε να φανώ λίγο τολμηρή, όπως και η εικοσιδυάχρονη Νόνικα. Στο κάτω κάτω και ο Καβάφης ήτανε δειλός, όπως διάβασα στα πεζά του. Το ομολογεί. Αλλά σαν διάβασε τα επιγράμματα του λάγνου Καλλίμαχου και τα κείμενα του πούστη του Προυστ, ξεθάρρεψε κι άφησε τη φύση του να μιλήσει. Εγώ τελοσπάντων, θ’ αποτολμήσω με τον Φιλ μου ένα έρωτα ατόφια φυσιολογικό.
Γι’ αυτό δεν θα του επιδώσω το γράμμα της…Δεν θα της κάνω τη χάρη, να της δώσει ο Φιλ μου χάρη…Αν βγει έξω, δεν θα τον έχω αποκλειστικά δικό μου, για την όρασή μου, και ίσως κάποτε, σαν ξεθαρρέψω πια, να τον έχω για την ακοή μου, και για την όσφρησή μου, την αφή και ακόμα για τη γεύση μου. Και τ’ όνομά μου είναι Ασπασία!
[Σημείωση συγγραφέα: Αν κάποια ονόματα μοιάζουν με ονόματα ζώντων προσώπων πρόκειται για σύμπτωση.]
Αφήστε το σχόλιο σας