Η κίτρινη φράντζα σκέπαζε το δακρυσμένο πρόσωπο και άφηνε να βρέχονται τα σκούρα ρούχα της που φορούσε καλοκαιριάτικα. Ήταν καθηγήτρια και βρέθηκε στην ακριτική παραμεθόριο ύστερα από μετάθεση. «Τα παιδιά μου, τα παιδιά μου…» επαναλάμβανε κλαίγοντας με παράπονο. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνουμε προς τι ο κλαυθμός, εμείς κρατήσαμε στάση υπηρεσιακή. Σα να υπέβαλλε κάποιο αίτημα αλλά δεν είχε τόση σημασία αυτό όσο η βαθιά φωνή, τα λυπημένα μάτια και η συστολή του αδύνατου κορμιού.
Την αφήσαμε να φύγει. Άλλωστε έβγαινε η σχολική χρονιά και δεν βρίσκαμε νόημα να της αναθέσουμε καθήκοντα. Σημειώσαμε την αγωνία της και το μονόλογο της για ένα σπίτι που έψαχνε αναφέροντας συνέχεια τα παιδιά της, «τα παιδιά της».
Βέβαια, στα τέλη Ιούνη, όλων το βλέμμα είναι στραμμένο προς την έξοδο και κάθε τι που προκύπτει κλείνεται στη δροσερή κατάψυξη του κυλικείου για να ξεπαγώσει στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η αμηχανία μας μπροστά σ’ εκείνη τη νεαρή γυναίκα που συναντήσαμε για λίγες μόνο στιγμές, καταχωρήθηκε στη μνήμη μας δίπλα σ’ ένα φιλόστοργο ερωτηματικό.
Ξεκινώντας η επόμενη σχολική χρονιά, η μορφή εκείνη εμφανίστηκε πάλι στο σχολείο αλλαγμένη: τα θαλασσιά μεγάλα μάτια της, τα χρυσίζοντα μαλλιά και το φωτεινό πρόσωπο, έφεραν πνοή καινούργια στο χώρο μας. Ακατάπαυστα αρχειοθετούσε, οργάνωνε, σχεδίαζε, ανεβοκατέβαινε τις σκάλες σαν αερικό. Λεπτεπίλεπτο δέμας που το περιέβαλλαν ανάερα φθινοπωρινά φορέματα, φινέτσα που ξεπηδούσε απ’ τις σελίδες περιοδικών μόδας.
Πανταχού παρούσα σε κάθε δουλειά, με σχολαστικότητα και πίστη στο καθήκον. Στον αγιασμό τα ελιξίρια της δύναμής της παρουσιάστηκαν εκ δεξιών κι εξ ευωνύμων της, που έφεραν τα ονόματα Θεόδωρος και Σοφία. Συνοδευόμενη με τα δυο ανήλικα τέκνα ο κόσμος της εργασίας της αποκτούσε άλλη διάσταση. Πλήρης ως μάνα έπαιρνε το πιο γλυκό συναίσθημα και το μετέτρεπε σε φαντασία, έμπνευση, δημιουργία.
Το χειμώνα το πρόβλημά της ήταν το δριμύ κρύο και μόνο. Κούρνιαζε σπουργιτάκι γελαστό προς το παράθυρο και δούλευε κρατώντας μυστικά στη γωνίτσα της την προσμονή να βρεθεί με τον άντρα της, που τον είχε αφήσει πίσω στο σπίτι τους λόγω διορισμού. Κατά κύριο λόγο ήταν ικανοποιημένη με τη ζωή της. Άλλωστε για φέτος είχε κουβαλήσει μαζί της τα ελιξίρια. Κι ας την τραβολογούσαν στα παιδικά πάρτυ, τα γήπεδα, τις γιορτές.
Μπαίνοντας η άνοιξη και με την ανακοίνωση της μετάθεσης στα πάτρια εδάφη, το αστραφτερό χαμόγελο σταθεροποιήθηκε: ναι, θα μπορούσε να διδάσκει το αγαπημένο της αντικείμενο, έχοντας βοήθεια για τα μικρά της παιδιά. Η μάνα τους ήταν ικανή να βάλει την επιστημοσύνη, τις γνώσεις, τα εφόδιά της και να προσφέρει στους μαθητές της, τιμώντας το επάγγελμα που επέλεξε.
Όσο πέρναγε ο καιρός τα χρώματα ξανοίγανε πάνω της. Γαλάζια του Ευαγγελισμού, κίτρινα στην εκδρομή, λευκά στην καθημερινότητα. Λευκά, ναι λευκά και πεντακάθαρα φορούσε, λησμονώντας τα πρώτα αναφιλητά που την έφεραν στο γραφείο, μέσα στα συντηρητικά μουντά ρούχα και την τσάντα σφιγμένη στον ώμο.
Φεύγοντας της δώσαμε αναμνηστικά και ταξιδιωτικό υλικό της περιοχής μαζί με πολλές ευχές. Άφησε την αύρα εκείνη ανάμεσά μας να σιγουράρει το δυναμισμό της, που καλά συγκρατούσαν τα πολύχρωμα κλαρωτά φουστάνια της. Αέρας είναι οι άνθρωποι. Συναισθησίες εικόνων και στιγμών.
Χρώματα, βηματισμοί κι αρώματα.
Αφήστε το σχόλιο σας