Τι ώρα να ήταν
όταν άρχισα να τεντώνω τα χέρια
τόσο πολύ μακριά,
πού πήγαιναν τα χέρια μου;
Έφευγαν από την αλήθεια προς στις δύο πλευρές του δωματίου
χρειαζόντουσαν μια σπρωξιά από την πλάνη
να κάνουν το πέρασμα
στον τοίχο, στον ουρανό, στη νύχτα
νάτα τώρα φεύγουν πέρα
παίζουν με την τύχη της σιωπής
ρίχνουν τα ζάρια και παίρνουν το παιχνίδι από το άγαλμα στην πλατεία
στροβιλίζονται στο χορό του καπνού που έρχεται από ένα παράθυρο
κάποιος με φαγωμένα νύχια θα καίει το τελευταίο του τσιγάρο
ξεχνιούνται
κι όμως τα χέρια μου έχουν μυαλό
ώρα να γυρίσουμε
με σκέφτονται τα χέρια μου
χωρίς άκρα δε ζεις
επιστρέφουν πάντα την ίδια ώρα
μετρώ τα δάχτυλά μου ένα-ένα
είναι όλα εκεί
όλα που άγγιξα δεν έχουν χαθεί
το λένε οι γραμμές, οι ρόζοι κι οι φουσκωμένες φλέβες
ζωντανά χέρια, που ακόμη μπορούν και χαϊδεύουν το ένα το άλλο
δεν έκαναν ακόμη τις σκιές να γελάσουν
μα είναι η αφή που μένει ζωντανή
κι ας πηγαίνει τοίχο-τοίχο.

22 Απρ 2020
Αφήστε το σχόλιο σας