” Λοιπόν, για να μη μαλώνουμε θα πάρει από ένα ο καθένας σας!” έκανε η Γρηγορία τελεσίδικα βάζοντας πάγο στις διαμαρτυρίες των αδερφιών της.
“Η Κίτσα θα πάρει την Ασπρούλα, κι εσύ Αργύρης θα πάρεις το αρσενικό”.
Η διαφωνία έληξε και τα τρία αδέρφια πήραν το καθένα τους από ένα κατσικάκι μιας και η κατσίκα που είχε η μάνα τους στο μικρό αποθηκάκι, είχε γεννήσει από βραδύς, δυο όμορφα λευκά μικράκια.
Η Γρηγορία δεν καιγόταν να έχει το δικό της ζωντανό γιατί ήξερε πως η μικρή της αδερφούλα γρήγορα θα βαριόταν το δικό της οπότε θα μπορούσε κι εκείνη ν ασχοληθέι και να παίζει με την Ασπρούλα όποτε θελήσει.
Με τον Αργύρη όμως ήταν διαφορετικά τα πράγματα ! Εκείνος ήθελε αποκλειστικότητα!” Ήθελε το Μήτσο μόνο δικό του!.
“Μήτσος…; Τι όνομα έδωκες γιέ μ΄ το ζωντανό;” απόρησε ο κυρ Νίκος με την επιλογή του ονόματος που έκανε ο μοναχογιός του.
“Εμένα μου αρέσει το Μήτσος!” έκανε το αγόρι και βιαστικό πήρε το ποδήλατό του να βρεί τον φίλο του στη γειτονιά και να του πει τα νέα πως γέννησε η κατσίκα τους.
Πλησίαζε το Πάσχα και καθώς τα σχολεία ήταν κλειστά τα παιδιά παίζανε ολημερίς στις γειτονιές πότε τρελαίνοντας τις γειτόνισσες με τη μπάλα να μπαίνει στις αυλές και να χτυπάει τα φρεσκοβαμμένα παραθυρόφυλλα και πότε ροβολώντας με τα ποδήλατα .
Ο Αργύρης χτυπούσε και το καινούριο του κουδούνι κάθε φορά που περνούσε
από το σπίτι της κυρά Τασώς . Του άρεσε να κάμει σαματά και να βγαίνει έξω στην αυλή η φαφούτα γριά για να τον μαλώσει για τη φασαρία.
“Α, να χαθείς παλιοσερσερή! Άμα σε πιάσω στα χέρια μου θα δεις τι έχεις να πάθεις! Θα τα πω όλα στη μάνα σου, για να μάθεις!” απείλησε κραδαίνοντας τη μαδημένη σκούπα της.
“Ντριν, ντριν!” Ο Αργύρης έκανε στροφή επί τόπου και το κουδουνάκι ήχησε πιο κοροϊδευτικά αυτή τη φορά.
“Ορίστε… μέρες που είναι και νηστεύω, με κόλασες πάλι ζεβζέκη!” σταυροκοπήθηκε η γριά ψελλίζοντας μετάνοιες.
Το αγόρι έφυγε γελώντας κάνοντας πετάλι, δίνοντας φτερά στο ποδήλατό του, που μπορεί να είχε μπόλικη σκουριά αλλά για εκείνο ήταν το ομορφότερο δώρο που είχε πάρει ποτέ .
Το είχε φέρει ο μπαμπάς του από το μέρος που άδειαζε τα παλιοσίδερα που μάζευε για να θρέψει την οικογένειά του.
“Με δυο τάλιρα δικό σου”, του ΄χε πει ο παλιατζής, σαν είδε τον κυρ Νίκο να το γυροφέρνει .
“Έχει στραβό τιμόνι και τα λάστιχα είναι σκασμένα!” μουρμούρισε ο άντρας στρίβοντας σκεφτικός το μουστάκι του.
Εδώ και καιρό ήξερε πως το παλικαράκι του παρακάλαγε όλα τα γειτονάκια που είχαν δικά τους ποδήλατα και για μια βόλτα .
“Επτά δραχμές για σένα αν μου φέρεις και κανένα παλιό πλυντήριο την άλλη φορά!» έκανε το σκόντο του ο παλιατζής.
¨Κοίτα ΄δω κάτω την αλυσίδα! Βγαλμένη ! Ετούτο είναι για τα σκουπίδια!”
Ο κυρ Νίκος έκανε μεταβολή και προχώρησε στο σαραβαλιασμένο του φορτηγάκι έτοιμος να φύγει.
“Ένα τάλιρο για πάρτη σου… τώρα που έρχεται και Πάσχα άντε να σου κάμω κι ένα δώρο για το αγόρι σου. Προχθές που τον έφερες μαζί σου είδα πως το κοίταγε ο μικρός!”
Σαν το πήγε σπίτι ο Αργύρης, μόνο που δεν έκανε τούμπες από τη χαρά του. Το πήρε και το συμμάζεψε μαστορεύοντας το και νάτος τώρα .Έκανε Ανάσταση κι ας ήταν ακόμη Μεγάλη Πέμπτη.
Η γειτονιά μοσχοβολούσε ψημένο τσουρέκι και η μάνα τους έψησε σε μια λαμαρίνα τα δικά τους και έστειλε τη Γρηγορία να τα πάρει από το φούρνο.
“Να προσέξεις να μη σε γελάσει ο φούρναρης! Τρεις πλεξούδες και μια κουλούρα έχω βάνει μέσα”, προειδοποίησε την κόρη της φοβούμενη μήπως και της φέρει η θυγατέρα της λάθος ταψί ή την κλέψει ο φούρναρης στα τσουρέκια.
“Εγώ θα πάγω ως το χασάπη να πάρω λίγο κατσικάκι για την Ανάσταση!”
“Κι ελπίζω να μου δώσει βερεσέ γιατί μου σώθηκαν τα λεφτά και δεν ξέρω πότε θα ξαναπληρωθεί ο προκομμένος μου”.
Αυτό το τελευταίο το ΄φτυσε στον κόρφο της η κυρά Βαγγελιώ, γιατί δεν ήθελε να βάλει λογισμούς στα μυαλά της Γρηγορίας.
*
Ο Αργύρης τρελαίνονταν να παίζει με το Μήτσο του. Το κατσικάκι μεγάλωνε και μαζί και τα κέρατά του.
Κουτουλούσε απαλά το αφεντικό του που του διάλεγε τα καλύτερα τρυφερά βλαστάρια από τα δέντρα και αγόραζε κάθε Σάββατο από το χαρτζιλίκι του καλαμπόκι από το παζάρι.
“Φτάνει βρε ,θα το σκάσεις στο φαϊ”, έλεγε κάθε φορά που το έβγαζε από το μαντράκι του για να το βοσκήσει στο διπλανό χωράφι που δεν έμενε κανείς και είχε φυτρωμένο μπόλικο χορτάρι. Και σαν ήρθε ο χειμώνας και πιάσαν τα κρύα, η πρώτη δουλειά του Αργύρης ήταν να ρίξει άχυρο και λίγο σπασμένο κριθάρι στο Μήτσο που τον περίμενε να παίξουνε και του ΄κανε χαρές.
Και εκείνη τη χρονιά ήτανε δύσκολος ο χειμώνας και οι δουλειές λίγες.
Η στεναχώρια του κυρ Νίκου μεγάλη καθώς η οικογένεια ήθελε να ζεσταθεί, να φάει και οι κόρες χρειάζονταν καινούρια παπούτσια.
“Άσχημα μπήκε ο χρόνος” γκρίνιαξε της γυναίκας του και η κυρά Βαγγελιώ κούνησε το κεφάλι της.
“Τα συμφώνησα με τον τσομπάνο. Τα θέλει τα δυο τα θηλυκά λέει και δίνει κι εκατό δραχμές στο χέρι”, είπε στον άντρα της.
“Ας πάνε τα παιδιά στο σχολείο και θα τα φορτώσουμε στο φορτηγό να του τα πάμε!” έγνεψε συνωμοτικά.
Έτσι κι έγινε.
Τώρα στο μαντρί ήταν μόνος του ο Μήτσος και τα κορίτσια που τους βρώμαγε εκεί μέσα δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι η Ασπρούλα και η μάνα της είχαν μετακομίσει σε άλλο σπιτικό.
“Μάνα, που είναι τα άλλα μας τα ζωντανά;” έκαμε ο Αργύρης μόλις διαπίστωσε την απουσία τους.
“Τα πήρε ο πατέρας σου για βοσκή!” του έκανε νόημα η κυρά Βαγγελιώ τάχατες να μη μάθουν οι αδερφάδες του πως πήραν και την Ασπρούλα.
Τα κορίτσια ευτυχώς δεν θορυβήθηκαν μιας και η Κίτσα τώρα είχε να ασχοληθεί με τα καινούρια της παπούτσια.
Ο Αργύρης κοίταξε αγριεμένος τη μάνα του.
“ Το Μήτσο δεν θα τον πειράξει κανείς!” έκανε και η κυρά Βαγγελιώ κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας μαζί του.
Τα δέντρα ανθίσανε και οι μέλισσες βουίζανε ολόγυρα τρυγώντας τα άνθη από τις βερυκοκιές και τις αμυγδαλιές.
Το χορτάρι φύτρωνε άφθονο και τώρα το αγόρι και το κατσίκι του, χρονίσιο πια τρέχανε στη βοσκή που πλημμύριζε τον τόπο.
“Έλα να παίξουμε Μήτσο!” Ο Αργύρης κρατούσε τα κέρατά του και έπαιζε παλεύοντας το τραγί, χαϊδεύοντας το γένι του κάτω από το σαγόνι του.
Το ζωντανό βέλαζε κάθε φορά από τη χαρά του και χοροπηδούσε πλάι στο αφεντικό του μασουλώντας το τρυφερό γρασίδι .
“Που χάνεσαι κάθε απόγευμα του λόγου σου;” Ο Χρήστος φρέναρε απότομα μπροστά στο σπίτι του φίλου του και του έκανε νόημα να βγει έξω.
Ο Αργύρης έδεσε το τραγί στο μαντράκι του και πήγε να συναντήσει τον φίλο του.
“Πάμε να πάρουμε αυγά που μου πρόσταξε η μάνα μου για να βάψει μεθαύριο που ΄ναι Κόκκινη Πέμπτη.”
Ξεκίνησαν με τα ποδήλατα για το μπακάλικο ,για τις παραγγελίες των μανάδων τους.
“Φέτος πήραμε και πράσινη και κόκκινη μπογιά! Θα κάνουμε κι άλλα χρώματα ακούστηκε χαρούμενος ο Χρήστος.
“Τα είδες τα καινούρια βαρελότα που έφερε στο μαγαζί ο κυρ- Θάνος; Θα πάρουμε μια ντουζίνα με τον αδερφό μου και θα τα ανάψουμε την Ανάσταση πίσω από το καμπαναριό!”
“Θα γίνει χαμός!” Γέλασε ο Αργύρης καθώς κάθε χρόνο με τους φίλους του σκάγαν
πυροτεχνήματα και κροτίδες προκαλώντας μεγάλο σαματά έξω από την εκκλησία μετά το “Χριστός Ανέστη”.
“Άντε κορίτσια… τελειώνετε, στο τέλος θα φύγει ο Επιτάφιος από την πλατεία μέχρι να φτιάξετε τις κοτσίδες σας!” Το αγόρι είχε αγαναχτήσει με τις αδερφές του.
Με τούτο και με εκείνο όλη την ημέρα δεν είχε προλάβει καθόλου να βγάλει έξω το κατσίκι του και το άκουγε να βελάζει ανήσυχο πίσω στην αυλή.
“Αμάν, φασαρία που κάνει κι ετούτο! Ακόμη δεν το βαρέθηκες γιέ μ΄;” Ο κυρ Νίκος
στοίβιαζε κούτσουρα σε μια γωνιά της αυλής.
“Ετούτο, ούτε θα γεννοβολήσει ούτε γάλα μας δίνει ! Τσάμπα τρώγει τα κριθάρια και τα άχυρα!” είπε ο πατέρας του.
“Αφού τώρα το βοσκάω έξω… δεν είναι μεγάλο έξοδο!” απολογήθηκε ο Αργύρης .
“Ναι ,μα το χειμώνα; Έναν τόνο κριθάρια και καλαμπόκια έφαγε το σκασμένο!”
“Τα ψώνιζα με δικά μου λεφτά, από τα θελήματα που ‘φκιανα στη γειτονιά!” Το αγόρι αναμετρήθηκε στο βλέμμα με τον πατέρα του καθώς ένιωθε να τον πνίγει η αδικία.
“Ωχού καλά…. καλά! Άντε βάλε ένα χεράκι να κουβαλήσουμε τούτα γιατί το χειμώνα στα κρύα θα τα χρειαστούμε και μετά θα κατεβούμε στον Επιτάφιο!”
Ξημέρωσε το Μεγάλο Σάββατο και ο Αργύρης ξύπνησε από νωρίς για να βγει στον κήπο.
Η μάνα του έβραζε χόρτα κι έφτιαχνε πίτες για το γιορτινό τραπέζι.
Στην αυλή ο μπαμπάς του είχε ένα κομμάτι ξύλο και το πελεκούσε λειαίνοντάς το.
Το αγόρι πήγε στο μαντράκι κι έβγαλε έξω το κατσίκι του.
“’Έλα Μήτσο να παίξουμε”, έκανε πιάνοντας του τα κέρατα . Το ζωντανό έτρεξε έξω κι έφερε γύρες από τη χαρά του και μετά τον κουτούλησε στην πλάτη προκαλώντας τον να παίξουν.
“Αργύρη, για φέρε κατα «δω το ζωντανό σου!” Ο κυρ Νίκος έκανε την εμφάνισή του από μια γωνιά στρίβοντας με το ΄να χέρι το μουστάκι του.
“Κοίτα, κάνει κόλπα!” γέλασε το αγόρι παρασέρνοντάς το μαζί του .
“Ναι….” συμφώνησε ο πατέρας του.
Ο κυρ Νίκος το πλησίασε και το έπιασε κι εκείνος από τα κέρατα αναγκάζοντας το να γονατίσει χάμω. Όπως έκανε κι ο Αργύρης όταν έπαιζε μαζί του.
Με το ένα χέρι το έπιασε από το λαιμό.
Και τότε το αγόρι είδε τη λάμα από το μαχαίρι που κρατούσε ο πατέρας του .Τη στιγμή που τη βύθιζε στο λαιμό του Μήτσου.
“Όχι… όχι, τι κάνεις!… Τι έκανες ! Ούρλιαξε ο Αργύρης ,μα ήταν πια αργά.
Το ζωντανό τινάχτηκε μια δυο φορές κι ένα πνιχτό όλο απορία βέλασμα βγήκε από το στόμα του.
Κι ο Αργύρης απέμεινε να κοιτάζει το άψυχο κουφάρι πάνω στο ζωηρό ανοιξιάτικο γρασίδι της αυλής.
Το βράδυ της Ανάστασης τα βαρελότα και τα πυροτεχνήματα ,έκαναν τη νύχτα μέρα καθώς οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνες και το Άγιο Φως μεταφέρονταν στις λαμπάδες μικρών και μεγάλων.
Το επόμενο πρωί όλες οι αυλές είχαν τις στημένες σούβλες τους ,που οι νοικοκυραίοι είχαν στήσει με μεγάλη επιμέλεια για να σουβλίσουν τον οβελία, σύμφωνα με το έθιμο.
Η κυρά Βαγγελιώ είχε ετοιμάσει από νωρίς το τραπέζι μαζί με τα κορίτσια που περίμεναν με ανυπομονησία να φάνε λίγη ξεροψημένη πετσούλα από το μοσχοβολιστό κρέας που έψηναν στη σούβλα.
“Αργύρης, έλα να τσουγκρίσουμε τα αυγά μας”, είπε η Κίτσα κυνηγώντας τον αδερφό της .
Είχε ανακαλύψει ένα γερό αυγό και κατάφερε να σπάσει όλα τα υπόλοιπα.
“Θα το κρατήσω και για του χρόνου!” Έκανε σοβαρή σοβαρή.
Όταν καθήσαν στο τραπέζι το βλέμμα του Αργύρης ήταν καρφωμένο στον πατέρα του.
“Άντε Καλή Ανάσταση!” έκανε εκείνος σηκώνοντας το ποτήρι με τη ρετσίνα του και τσούγκρισε με τη γυναίκα του. “Φάτε κρέας τώρα που το βρήκατε”, έγνεψε στα παιδιά του.
“Καλή Ανάσταση!” μουρμούρισε και το αγόρι… Τσούγκρισε ένα κόκκινο αυγό κι έσκυψε το κεφάλι του καθαρίζοντάς το με προσήλωση, σα να ‘ταν το πιο σημαντικό πράγμα που είχε να κάνει στον κόσμο.
Το διήγημα “Ανάσταση” της συγγραφέως κας Φανής Τερζόγλου παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.
Αφήστε το σχόλιο σας