“Αλκοολικό εγκώμιο της Μ. Παρασκευής”, ένα κείμενο του Γιώργου Χ. Θεοχάρη για τη δράση ‘Γράφουμε για το Πάσχα’

Ήταν κι οι τρεις τους μπεκροκανάτες. Δουλευτές ακαταπόνητοι όσο ήταν ξεμέθυστοι, αλλά σαν τέλειωναν οι δουλιές της κάθε μέρας κι άλλαζαν τα σκουτιά του χωραφιού  με τα ντρίλινα και τα δίμητα φρεσκοπλυμένα τους, τού ‘διναν και καταλάβαινε στις ταβέρνες της αγοράς. Γείτονες, στη δυτική άκρη του χωριού, έφευγαν το σούρουπο ευθύγραμμα και γύριζαν μετά τα μεσάνυχτα τεθλασμένα.

Ο Πετχαβάς, ο Δεκαούας κι ο Τρικούγιας. Άνδρες έντιμοι, ντόμπροι, έξω καρδιά, έκαναν πράξη το εν οίνω αλήθεια, του Αλκαίου. Ο δεινότερος ωστόσο ήταν ο Τρικούγιας. Είχε μια κούπα αλουμινένια μονίμως αφημένη στα βαρέλια, στο κατώι. Έπιανε, όσο ήταν στο σπίτι, κρασί από την κάνουλα, έπινε κι αναποδογύριζε την κούπα πάνω στις δούγες. Έχριζε έτσι το υπόλειμμα στεγνώνοντας επάνω στο ξύλο κι ήταν σαν να είχαν κόψει βεντούζες στο κορμί των βαρελιών τα διάσπαρτα στρόγγυλα αποτυπώματα από τα χείλη της κούπας. Η πίεσή του ήταν, εκ νεότητος, υψηλή, μα όταν κάποτε χτύπησε ένα 28άρι και κάλεσαν τον γιατρό, εκείνος, όντας ντόπιος και γνωρίζοντας, του έγραψε μια συνταγή για φάρμακα αλλά του είπε να μην κόψει το κρασί γιατί θα πεθάνει… Και όντως ετελεύτησε ογδοηκοντούτης από πνευμονία.

Ένα μεγαλοβδόμαδο η οινοφλυγική τριάδα δεν έλεγε να διακόψει την κρασοκατάνυξη υπέρ της θρησκευτικής τοιαύτης. Έδινε αδιαλείπτως το παρόν κάθε βράδυ στην ταβέρνα του Μητσάκου, ένα μικρό ταβερνείο με 5 τραπέζια όλα κι όλα, στη δυτική πλευρά της αγοράς. Το ίδιο συνέβη και το βράδυ της Μ. Παρασκευής. Εκεί που οι χωρικοί κατευθύνονταν προς τις τρεις εκκλησίες του χωριού να προσκυνήσουν τον επιτάφιο και να ακολουθήσουν την περιφορά, ο Πετχαβάς, ο Δεκαούας κι ο Τρικούγιας δρασκελούσαν το κατώφλι της ταβέρνας του Μητσάκου, που απορημένος τους είπε «Καλά βρέ! Κι απόψε θα πιείτε μωρέ αντίχριστοι;», «φέρε κρασί και ψήσε λίγο παλιοπροβατίνα», διέταξε ο Πετχαβάς. «Δε βαίνω κρέας στ’ φωτιά σήμερα, τέτοια μέρα βρε!», αποκρίθηκε ο Μητσάκος. «Ε, τότε φέρ’ το σκέτο», είπε ο Δεκαούας. Έτσι κι έγινε. Ο ταβερνιάρης πειθάρχησε με μισή καρδιά.
Στο μεταξύ, κι ενώ η τριάδα έπινε, ακούστηκαν οι ψαλμωδίες των πιστών που ακολουθούσαν την περιφορά των επιταφίων από τις τρεις εκκλησίες, συγκλίνοντας στην αγορά, όπου, θα αναπέμπονταν οι δεήσεις. Ο Μητσάκος, τρομοκρατημένος στη σκέψη πως θα έπαιρνε κι εκείνον η κατακραυγή αν έβλεπαν την ταβέρνα ανοιχτή Μεγαλοπαρασκευάτικα και τους μπεκρήδες να πίνουν, έκλεισε άρον άρον παραθυρόφυλλα και πόρτα ζητώντας τους ή να φύγουν ή να παραμείνουν ήσυχοι ώσπου να τελειώσουν οι δεήσεις. Εκείνοι συνήνεσαν και συνέχισαν το πιόμα.

Πράγματι η πλατεία της αγοράς πλημμύρισε κόσμο, με αναμμένες λαμπάδες και κατάνυξη, κι άρχισε το τελετουργικό της κοινής δέησης. Στην ταβέρνα οι τρεις είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι πια. Τελειώνοντας η δέηση, άρχισε η επιστροφή προς τις εκκλησίες. Οι δύο πομπές πήραν  την ανηφοριά, προς βορράν και προς δυσμάς. Ο τρίτος, της μητροπόλεως, είχε κατηφορική πορεία.

Με το που ξεκίνησαν οι πομπές, ο Δεκαούας κούφωσε λίγο ένα παραθυρόφυλλο και παρατηρούσε, ώσπου κάποτε είπε στου άλλους δύο «Άϊντε, πάμ’ κι ιμείς να ψάλωμ’ τον πεθαμένο, βρε!». Οι άλλοι δύο σηκώθηκαν, πλήρωσαν, και βγήκαν. Πήραν το τέλος της πομπής τρεκλίζοντας, εδώ να πέσουν εκεί να πέσουν.

Από μπροστά ερχόταν καθαρός ο μελωδικός γ’ ήχος των εγκωμίων. Και σαν ακούστηκε το Αι γενεαί νυν πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου, ανεφώνησε ο Τρικούγιας, με φωνή στεντόρεια: «Ε, ρε πουτσαρά Χριστέ, πού σε πάν’ απόψε;!!!». Ταράχτηκε ο κόσμος και κάποιος τον επέπληξε: «Ντροπή βρε, ντροπή παλιομπεκρούλιακα!» και τότε ο Πετχαβάς αντέτεινε: «Γιατί ντροπή; Άμα δεν ήταν πουτσαράς θα τ’ άντεχ’ όσα περνάει κάθε χρόνο απ’ τσ’ κερατάδες;».

Λίγο πιο κάτω, στο σταυροδρόμι κάποιοι τους πήραν αλα μπρατσέτα και περεξέκλιναν κατευθυνόμενοι προς τη γειτονιά που ήταν τα σπίτια τους.


Το κείμενο που μας παραχώρησε ο ποιητής και συγγραφέας κος Γιώργος Χ. Θεοχάρης για τη δράση μας «Γράφουμε για το Πάσχα», δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων «Τα πάθη στη Λογοτεχνία» [Εκδόσεις Καστανιώτης, 2016].

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη