«Αλησμονώ και χαίρομαι…», γράφει η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη

Δημοσιογράφος είπες είσαι του λόγου σου; Μάλιστα. Είχανε έρθει και τότε πολλοί δημοσιογράφοι. Βγάζανε φωτογραφίες και ρωτάγανε τον κόσμο να μάθουνε πώς έγινε το κακό. Μας μοστράρανε και στις εφημερίδες, το είπανε και στις ειδήσεις. Τώρα πάνε σαράντα χρόνια από τότε, πού τα θυμήθηκες αυτά βρε παιδάκι μου; Και θες να γράψεις βιβλίο με τέτοιες ιστορίες; Τι τα θες αυτά μωρέ και τα σκαλίζεις; Σάμπως θα βγει τίποτα καλό; Εξον άμα νομίζεις πως μπορείς να βάλεις μυαλό στον κόσμο. Πάντως, σαν θες τη γνώμη μου, άμα το γράψεις να πεις στο τέλος πως το συμπέρασμα που βγαίνει απ’ όλες αυτές τις ιστορίες είναι μονάχα ένα. Πως η διχόνοια δεν οδηγεί ποτέ σε καλό. Γράψτο με κεφαλαία κιόλας, μπας και το χωνέψει ο κόσμος.

Αν θυμάμαι το περιστατικό; Εμ, ξεχνιούνται τέτοια άσχημα πράγματα πουλάκι μου; Πρώτα-πρώτα ήτανε τέτοια η μέρα που και να ήθελε κανένας να την ξεχάσει δε γίνεται. Μεγάλο Σάββατο! Μαύρο Πάσχα έκανε όλο το χωριό εκείνη τη χρονιά. Κανένας δεν έψησε, κανένας δεν έφαγε. Ούτε στην Ανάσταση δεν είχε όρεξη ο κόσμος να πάει μ’ αυτό το κακό που μας βρήκε. Στο σπίτι της νεκρής είχαμε μαζευτεί όλοι να την ξενυχτήσουμε και να τη μοιρολογήσουμε. Να συμπαρασταθούμε και στην οικογένεια.

Αυτός που λες, ο φονιάς ντε, ήτανε πολύ επιβλητικός! Ψηλός με κορμοστασιά σαν κυπαρίσσι! Καβαλίκευε κι ένα μαύρο άλογο και γύρναγε το χωριό. Τον φοβότανε η ματιά μου άμα ανταμώναμε. Θυμάμαι, σαν έμπαινε μέσα στον κήπο τον δικό μας με το άλογο, μ’ έπιανε σύγκρυο απ’ τη θωριά του. Το άλογο πάντως το φρόντιζε πολύ, το χάιδευε τρυφερά και το περιποιότανε. Μην ξεχνάς πως αυτή την εποχή τα άλογα κι όλα τα ζωντανά ήτανε η περιουσία της κάθε φαμελιάς. Ήτανε και λιγομίλητος, τρόμαζες να του πάρεις μια κουβέντα. Μονάχα με τον άντρα μου, που ’τανε φίλοι από παιδιά, λυνότανε η γλώσσα του. Καλός φαμελίτης όμως, κουβαλητής και δουλευταράς. Έκανε καλό κουμάντο. Ο λόγος του ήτανε νόμος για τη φαμίλια του. Ήσυχη οικογένεια. Πηγαίνανε στα χωραφάκια τους, όπως όλος ο κόσμος, στην αγορά, απ’ την εκκλησία δε λείπανε ποτέ.

Η νύφη του –η γυναίκα του αδερφού του δηλαδή– ήτανε λίγο ζεβζέκα, τσούχτρα, λογού να στο πω αλλιώς για να το καταλάβεις. Άμα της έλεγε ένας μια κουβέντα αυτή θα του γύριζε δέκα. Δεν καθότανε παρακάτω ούτε στους άντρες, φουρκιζότανε εύκολα.

Για την μπασά τρωγόντουσαν συνέχεια. Η μπασά ήτανε η αφορμή. Ξέρεις τι είναι η μπασά; Πώς να στο εξηγήσω βρε μανούλα μου; Έχουνε δηλαδή δυο σπίτια την ίδια αυλή. Δεν έχουνε αβερτωσά, άπλα σα να λέμε. Εκείνα τα χρόνια, όλα τα σπίτια σχεδόν στα χωριά, ήτανε αδερφομοίρια. Μοιράζανε τα πατρικά τα σπίτια οι γονείς σε δυο και τρία αδέρφια. Τα πιο πολλά έτσι είναι ακόμα. Κατάλαβες τώρα; Ένας και δυο αρπαζόντουσαν γι’ αυτό το λόγο;


Ακούστε το τραγούδι “Αλησμονώ και χαίρομαι”


Είχανε τσακωθεί ξανά το χινόπωρο για τα ξύλα. ‘’Πάρτα από δω λερώνεις τον τόπο’’ του έλεγε αυτή, ‘’όχι δεν τα παίρνω’’ της φώναζε αυτός οργισμένος. ‘’Μπες μέσα κι άσε με ήσυχο…’’ τη φοβέριζε, αλλά αυτή καταπάνω, να του ορμάει με τα λόγια. Νοέμβρης μήνας ήτανε τότε. Γυρνάγανε ο κόσμος απ’ το λιομάζωμα. Άλλος με το τρακτέρ, άλλος με τα ζωντανά του. Είχε πάει κι αυτός να κλαδέψει τις ελιές του. Η φαμίλια του μάζευε ελιές κι αυτός κλάδευε. Ε, το σούρουπο αργά που μαζευτήκανε, αυτός ήτανε στην αυλή και στοίβαζε τα ξύλα σε μια μεριά για το τζάκι. Αρχίσανε πάλι τον τσακωμό, μαζεύτηκε όλη η γειτονιά για να τους χωρίσει. Όρμαγε αυτή απάνω του σαν γαλιάντρα να τον σκίσει με τα νύχια. Αρπάζει αυτός μια τσάπα που ’χε παράμερα για το χωράφι, της δίνει μια, την πετυχαίνει ξώφαλτσα στο ποδάρι. Πώς τη σκαπούλαρε απ’ τα χέρια του τότε, μονάχα ο Θεός το ξέρει. Γι’ αυτό σου λέω πως δεν ήτανε η πρώτη φορά που τσακωνόντουσαν. Μετά απ’ αυτόν τον μεγάλο καβγά, είχανε όμως ηρεμήσει κάπως. Απόφευγε μάλλον ο ένας τον άλλον και δεν είχανε ακουστεί ξανά.

Αυτός, με τον συγχωρεμένο τον άντρα μου, ήτανε φίλοι από παιδιά. Μετά αλληλογραφούσανε κιόλας, στη φυλακή. Ο άντρας μου έλεγε πως ο Θεός θα τον δικάσει αυτόν για την πράξη του και πως εμείς πρέπει να του συμπαρασταθούμε και να τον συγχωρέσουμε. Εμείς οι άνθρωποι πρέπει να συγχωρούμε, αυτό είναι το μήνυμα του Χριστού, έλεγε. Πώς όμως μπορείς να συγχωρήσεις και να μη γυρεύεις την τιμωρία του αν ο άνθρωπος που χάθηκε είναι ο άνθρωπός σου; Εύκολο το ’χεις;

Είχα διαβάσει κάνα δυο γράμματα που του είχε στείλει κι αυτός από τη φυλακή. Όταν αναφερότανε στο φονικό έλεγε ‘’η κακιά η ώρα.’’ Θυμάμαι, πως μου είχε κάνει εντύπωση μεγάλη η γραφή του. Έκανε όμορφα, στρωτά γράμματα κι έγραφε κι όμορφα. ‘’Αγαπητέ εν Χριστώ αδερφέ Ιωάννη…’’ Έτσι άρχιζε πάντα. Είχε τελειώσει το σχολαρχείο. Τότε, σ’ εκείνα τα χρόνια, λογιζότανε για μορφωμένος όποιος πήγαινε σχολαρχείο. Στα γράμματα αναφερότανε συνέχεια και στο Θεό, ήτανε πολύ θρήσκος.

Θα μου πεις τώρα, πώς βαδίζουνε μαζί αυτά τα δυο; Το έγκλημα λέω με τη θρησκεία. Εμ να, γι’ αυτό λένε η κακιά η ώρα. Δεν ήτανε φονικό προμελετημένο. Σάματι αυτός το ήθελε; Κλείσανε δυο σπίτια στα καλά καθούμενα, που λέει ο λόγος, βρε παιδάκι μου. Ποιος το περίμενε αυτό το κακό; Και η μια οικογένεια βυθίστηκε στο πένθος κι η άλλη μήπως είδε καλό; Αφού βλέπανε πως δε μονιάζουνε, γιατί  δε σηκώνανε οι χριστιανοί έναν τοίχο ανάμεσα να χωρίσουνε την αυλή, να μη βλέπονται και να μην τσικγλώνονται κάθε τρεις και λίγο;

Αν έχω τα γράμματα; Μπα… Τι λες μωρέ μανούλα μου τώρα, πού να βρεθούνε αυτά τα πράγματα; Όταν πέθανε ο μακαρίτης ο άντρας μου, βρήκανε αφορμή και τα πετάξανε όλα οι νύφες. Βλέπεις σαν ζούσε, δεν κοτάγανε να ακουμπήσουνε τίποτα. Ο λόγος του βάραινε πολύ. Εγώ έλεγα η καψερή, μην τα πετάτε τα παλιά γιατί καμιά φορά θα γυρίσουνε οι καιροί και θα τα νοσταλγείτε. Και να που βγήκα αληθινή. Τούτη εδώ η εγγόνα μου, η Γαρυφαλλίτσα, την περασμένη φορά που ήρθε να με δει, μου ζήταγε το ράδιο το παλιό που θυμότανε πως είχε ο παππούς της, να το βάλει για ομορφιά στο σπίτι της. ‘’Τράβα ζήτα το απ’ τη μάνα σου, της είπα κι εγώ, που τα ξεπάστρεψε όλα…’’ Αλήθεια δε λέω;

Άνοιξη έγινε το κακό. Μοσχοβόλαγε ο τόπος απ’ τις βιολέτες, τα τριαντάφυλλα και τα κρινάκια της Παναγιάς στα ανθισμένα κήπια. Μεγαλοβδομάδα κιόλας. Μεγάλο Σάββατο. Οι άντρες σφάζανε τ’ αρνιά και γυρνάγανε στο σπίτι να τα σουβλίσουνε από βραδύς, να τα έχουνε έτοιμα για τους λάκκους. Οι γυναίκες ασπρίζανε τις μάντρες και τις αυλές για τη μεγαλογιορτή. Μετά ετοιμάζανε τη μαγειρίτσα σαν φέρνανε οι άντρες τα εντόσθια απ’ τα αρνιά.

Σούρουπο ήτανε πάλι θυμάμαι. Έφερε αυτός το αρνί από το στάβλο -εκεί πήγαινε ο κάθε νοικοκύρης κι έσφαζε τότε- και ποιος ξέρει πού τ’ ακούμπησε για να το σουβλίσει… Θα το έβαλε προς τη δικιά της τη μεριά στην αυλή. Βγήκε αυτή τον είδε κι άρχισε να μουρμουράει συγχισμένη, επειδή της είχε λερώσει τον τόπο. Τον τσίγκλωνε, μολόγαγε μια γειτόνισσα μετά που τους άκουγε. Λόγο στο λόγο, αρπαχτήκανε. Ήτανε κι αυτή τσούχτρα κι αθυρόστομη, όπως σου ‘πα πρωτύτερα και τον πρόγκαγε συνέχεια. Πολύ θέλει ο διάολος να χώσει την ουρά του; Όπως κράταγε αυτός τον μπαλτά για τ’ αρνί, ορμάει απάνω της και την αφήνει στον τόπο. Απ’ το στέρνο μέχρι κάτω στην κοιλιά την άνοιξε στα δυο! Σφάδαζε απ’ τον πόνο, σπαρτάραγε σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Την έσφαξε όπως σφάζανε τα αρνιά.

Μετά; Αχ τι το θες το μετά μανούλα μου; Εμείς ήμασταν δυο σπίτια παρακάτω. Ακούσαμε τη φασαρία, έβαλε και μια γυναίκα που πέρναγε από κει τον σκουσμό και τρέξαμε να δούμε τι συμβαίνει. Τι να δούμε και τι να μολογήσουμε! Βγάζαμε απ’ τα ρούχα μας οι γυναίκες πανιά και της βάζαμε στην πληγή για να σταματήσουμε το αίμα. Τι να ‘βλεπες; Αλλού έντερα αλλού σ’κώτια, πεταχτήκανε όλα έξω. Πολεμάγαμε να τα ξαναβάλουμε μέσα στην κοιλιά. Και να μυρίζει το αίμα το ζεστό, να σου ’ρχεται αναγούλα…

Αχ ρε μανούλα μου πώς αντέξαμε αυτό το θέαμα; Πώς κρατάει την ψυχραιμία του ο άνθρωπος σε τέτοια; Πού να ’βλεπες τη μάνα της που μαλλιοτραβιόταν κι έσκουζε και μαδιόταν σαν αλλοπαρμένη! Πώς δεν το ’χασε η καψερή το μυαλό της αυτή τη μαύρη μέρα; Άσε η αυλή… Αίμα να δουν τα μάτια σου! Είχε γίνει κόκκινη, λες κι είχαν σφάξει εκεί το αρνί. Τρομάξαμε οι γυναίκες να την καθαρίσουμε μετά, σαν την σηκώσαν τη γυναίκα να την πάνε με το ταξί στην πόλη, μπας και την προλάβουνε οι γιατροί. Είχε ποτίσει το αίμα το τσιμέντο.

Όλο το χωριό είχε σηκωθεί  στο πόδι!  Να άκουγες τα μοιρολόγια που της έλεγε μετά η δόλια η μάνα της, θα σκιζότανε η καρδούλα σου παιδάκι μου. Εκείνα τα χρόνια ξενυχτάγαμε στο σπίτι του τον πεθαμένο και  καθόμασταν στο πλευρό του μοιρολογώντας. Όλο το χωριό πέρασε ν’ ανάψει ένα κερί για την ψυχούλα της. Και τι δεν είπαμε στην αδικοσκοτωμένη! Έπιανε η  χαροκαμένη η μάνα το σκοπό κι από κοντά τον λέγαμε όλες οι γυναίκες. Το περασμένο βράδυ θρηνούσαμε τον Χριστό και ξενυχτούσαμε στον επιτάφιο και το άλλο μοιρολογούσαμε τη σκοτωμένη.

Μαύρη Λαμπρή ξημέρωσε εκείνη τη χρονιά. Ανήμερα το Πάσχα είχαμε κηδεία. Μούδιασε όλο το χωριό.

Ήτανε η κακιά η ώρα. Δεν έχεις ακούσει που λένε όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος; Για τέτοιες περιστάσεις το βγάλανε αυτό. Ήταν κι αυτός  αράθυμος πολύ. Σα νευρίαζε γινότανε θεριό ανήμερο. Θόλωσε το μυαλό του εκείνη την καταραμένη ώρα, δεν καταλάβαινε τι έκανε, έβραζε το αίμα του απ’ τον θυμό.

Αυτός; Ο φονιάς λες; Είχε λακήσει αυτός. Είχε πάει είπανε κι είχε τσουτιάξει απάνω στα μαντριά. Όχι για να κρυφτεί, γιατί σαν ξαμολήθηκε η αστυνομία να τον ψάξει, βγήκε μονάχος του και παραδόθηκε.

Μετά ο καθένας έκοβε κι έραβε όπως ήθελε την ιστορία. Άλλοι λέγανε πως ήθελε να περάσει ο γιος του με το άλογο απ’ την αυλή κι αυτή του έκλεινε τον δρόμο,  άλλοι πάλι πως πήγε ο φονιάς και κρύφτηκε σε έναν ξάδερφό του για να βγάλει τη νύχτα και παραδόθηκε μονάχος του την άλλη μέρα στην αστυνομία.

Ε ύστερα, τι τα θες τι τα γυρεύεις; Τον καταδικάσανε ισόβια κι έφαγε όλα τα χρόνια κλεισμένος στο κελί. Λέγανε πως μετάνιωσε για την πράξη του. Το ανέφερε και στα γράμματα αυτό, μου έλεγε ο άντρας μου. Ακόμα και στη φυλακή ήτανε υπόδειγμα μετά. Δούλευε λένε όλη μέρα και προσευχότανε.

Αλλά τι το θες; Το κακό έγινε και τίποτα δεν άλλαξε. Έλα όμως που μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, έτσι δε λέει κι η παροιμία; Την πληρώσανε τη νύφη και τα παιδιά τους.Τα παιδιά του κι η γυναίκα του φύγανε από το χωριό κι έμεινε η άλλη οικογένεια η χαροκαμένη. Γι’ αυτό σου λέω, η διχόνοια δεν οδηγεί πουθενά. Πήρανε στο λαιμό τους δυο φαμίλιες. Μετά ήρθε το μίσος κι απ’ τη μια πλευρά κι απ’ την άλλη. Κι εκεί που τα ξαδέρφια ήτανε αγαπημένα, γιατί μεγαλώνανε μαζί τότε, σε μια αυλή, ήρθε η ώρα να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον.

Εγώ θυμάμαι ακόμα τη συγχωρεμένη την πεθερά μου με τη συννυφάδα της, που μαλλιτραβιόντουσαν κάθε τρεις και λίγο, δε βάζανε γλώσσα μέσα. Όλο στα μαχαίρια ήτανε για την αυλή. Τα λόγια τους στάζανε φαρμάκι. Φαρμακομύτες τις λέγαμε τότε στα χωριά. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, την έχεις ακουστά αυτή τη παροιμία;

Δεν υπολογίζανε ούτε τους άντρες τους ούτε τίποτα. Βάζανε διχόνοια και στ’ αδέρφια. Κάνανε χρόνια να μιληθούνε κι αυτοί. Μονάχα όταν αρρώστησε ο πεθερός μου έσκυψε το κεφάλι ο άλλος κι ήρθε να τον δει. Είναι σωστά πράγματα αυτά; Καλά έλεγε ο μακαρίτης ο πεθερός μου ‘’πυρ, γυνή και θάλασσα, είναι τα τρία μεγάλα κακά στον κόσμο’’. Ήτανε ήσυχος άνθρωπος αυτός κι όλο τη διάταζε την πεθερά μου να μην ξεσυνερίζεται τη συννυφάδα της. ‘’Εσύ να δίνεις τόπο στην οργή και να μπαίνεις μέσα όταν τη βλέπεις να γυρεύει αφορμή για τσακωμό. Δεν είναι ωραίο μωρέ να σας ακούνε ο κόσμος να σκυλοβρίζεστε, λες κι έχετε να μοιράσετε το χρυσάφι, πανάθεμά σας…’’ της έλεγε ο κακομοίρης. Αλλά αυτή ήτανε πολύ νευρική, άναβε αμέσως σαν το φιτίλι αν της έλεγες κουβέντα παραπανίσια. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, που λένε.  Έτσι κι ο φονιάς. Κατάλαβες; Δεν έδωσε κι αυτός τόπο στην οργή να περάσει κι έγινε το κακό. Διορθώνετε μετά τίποτα; Δε γυρνάει ο χρόνος πίσω πουλάκι μου, όσο κι αν το θες.

Έχω κι εγώ νύφες κι άμα βλέπω καμιά φορά να γυρίζει λόγο η μια στην άλλη, τρέμεται η ψυχούλα μου. Το φοβάμαι το κακό μανούλα μου, τόσα έχουνε δει τα μάτια μου. Είναι και τα δικά μου τα παιδιά αράθυμα πολύ. Μοιάσανε απ’ τη γιαγιά τους βλέπεις. Το σόι πάει βασίλειο λέγανε παλιά. Πάντως, άμα μπαίνει ξένο αίμα ανάμεσα στ’ αδέρφια και τσουκ ο ένας, τσουκ ο άλλος τσιγκλιούνται συνέχεια, δε θέλει πολύ να γίνει το κακό.

Αχ… τι μου ’κανες βρε μανούλα μου σήμερα! Γδέρνουν το λογισμό αυτές οι θύμησες και ξύνουνε πληγές, να το ξέρεις αυτό. ‘’Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω…’’ Το έχεις ακουστά αυτό το δημοτικό τραγούδι;


Το διήγημα “Αλησμονώ και χαίρομαι” τιμήθηκε με έπαινο στον  1ο Πανελλήνιο διαγωνισμό Πεζογραφίας του περιοδικού Κέφαλος  2019 και παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη