Όσο κι αν προσπαθώ να βρω άλλον φταίχτη για όλα τα δεινά σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν τα καταφέρνω. Πάντα καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα. Τα έψαξα όλα, ένα προς ένα, με μικροσκοπική, σχεδόν, εξέταση. Οι γυναίκες, λοιπόν, έχουν στα χέρια τους ολάκερη τη δημιουργία.
Από τον παράδεισο, κρατώντας το μήλο, μας παρέσυραν σ’ έναν ανούσιο αγώνα. Αυτόν της μάθησης. Τι πρόλαβε κανείς να μάθει ποτέ του μέσα σε τόσο χρόνο ζωής; Ώσπου να προλάβεις να καταλάβεις πως έχεις δικαίωμα να ρωτάς, πέρασε ο χρόνος κι έμεινες με το τετράδιο των σημειώσεων στο χέρι. Ή με τόσες πολλές ανείπωτες σκέψεις, που θα έπαιρνε τρεις ζωές τουλάχιστον. Τι απύθμενη αναζήτηση κι αυτή των συγγραφέων, να προσπαθούν να μπουν μέσα στο μυαλό σου! Ποιος κατάφερε ν’ αγγίξει τη σκέψη στην απόλυτη της αλήθεια; Αυτήν την κρατάει ο καθένας μας δικιά του για πάντα, σαν συντροφιά στη μοναξιά του, σαν κομμάτι από το σώμα του, προέκτασή του και μοναδικό του κτήμα. Με τούτο το προνόμιο, αντέξαμε τόσα χρόνια να τις αγαπάμε και ν’ αναρωτιόμαστε.
Ύστερα μας παραμυθιάσανε πως έπρεπε, λέει, να κάνουμε παιδιά, ανάγκη για να υπάρχουνε, η δημιουργία. Θαρρείς και πρέπει να πονάς, ν’ αγωνιείς σε όλη σου τη ζωή, για ν’ αποδείξεις πως έζησες, ή πως αγάπησες πολύ κι έπρεπε με κάποιο τρόπο να συνεχιστεί κι ο αγώνας κι η αγωνία κι η αγάπη. Ότι είναι αυταπόδεικτο, οι γυναίκες πρέπει να το πιάσουν και να το εξετάσουν τόσο, που στο τέλος δεν θυμίζει καθόλου την πρώτη του μορφή.
Και πόσες φορές δεν ευχηθήκαμε να μας άφηναν λίγο παράμερα, χωρίς την πολυπόθητη αγκαλιά τους. Γιατί εμείς τις αγαπήσαμε έχοντας στο μυαλό μας την εξιδανικευμένη τους μορφή. Της Γυναίκας που αγαπά μ’ όλη της την καρδιά, που ξέρει να σωπαίνει, ν’ αγκαλιάζει με τη ματιά της, χωρίς να ζητά. Της δύναμης, της γης που είναι αγιασμένη να φέρνει το σπόρο μέσα της αζήτητα, μόνο με τη δύναμη του ανέμου, της μάνας που ξέρει να πικραίνεται και να συγχωρεί. Της γυναίκας-Θεάς, της ατέλειωτης πηγής, της αιώνιας αγάπης και πίστης. Σαν την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Έτσι τις αγαπήσαμε εμείς τις γυναίκες. Από τη θεωρία στην πράξη, όμως, στέκεται όλος ο κόσμος. Ανήμπορος, και σπαταλιούνται, από την αρχή του κόσμου, χιλιάδες ζωές. Για μια σταλιά αλήθειας.
Με το μυαλό μου ψάχνω να βρω ένα δρόμο. Ξέρω πως όλα είναι λογικά κι ακολουθούν την πορεία τους. Αν είναι εξαρχής κάπου καταγεγραμμένη, δεν νομίζω να προσθέτει κάτι πιο όμορφο. Το αντίθετο, μάλλον. Η ψευδαίσθηση πως οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά, μας βύθισε σε περισσότερη μαυρίλα. Αν είναι Θεός, δεν θα έπρεπε να ξέρουμε κάτι περισσότερο, τουλάχιστον; Ή μας επιτρέπεται να ξέρουμε μόνο εκείνα που αντέχουμε;
Όπως και να είναι, εγώ δεν ξέρω τι θα υπάρχει ύστερά μου.
Τα λόγια μου, συνθέσεις γραμμάτων, φορτισμένες. Με το βάρος των φτερών στον άνεμο. Καμιά φορά, ίσως να παιχνιδίζουνε στη θύμηση των παιδιών μου. Όπως ταξιδεύουνε παιχνιδιάρικα τα σύννεφα στον καταγάλανο καλοκαιρινό ουρανό.
Οι αγάπες μου θα δοθούνε σε άλλες αγκαλιές.
Τα έχια μου λιγοστά.
Μόνο με το βάρος της ψυχής μου στέκομαι εμπρός Σου. Πού θα με ταξιδέψεις;
Αφήστε το σχόλιο σας