«Αγαπημένε μου», μια επιστολή της Μαριάννας Γληνού για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

Αγαπημένε μου,

Πάει καιρός που έχω να σου γράψω. Είναι που δεν το απαιτούσε η ανάγκη; Μπα! Ετούτη τη φορά λείπεις για χρόνια! Ξέρεις, καμιά φορά κι οι λέξεις παίζουνε κρυφτό. Λες κι οι σκέψεις δεν γίνονται με λέξεις!

Πάλι θα πρέπει να διαβάζεις ξανά και ξανά τα όσα σου γράφω για να μπορείς να ξεδιαλύνεις! Κι όσες φορές κι αν τα διαβάζεις, η ίδια ερώτηση θα μένει αναπάντητη, όπως ετούτο δω το γράμμα: «Δικό μου γέννημα να είναι αυτό το πλάσμα;»

Κάθομαι στην άκρη κάποιων τσιμεντένιων, μακριών σκαλιών, παιχνιδάκι θα ήταν το φτιάξιμό τους για σένα, ακούω το νερό από ένα σιντριβάνι και μου θυμίζει αχνά, σαν κλωστούλα που χάσκει από στενή κορδελίτσα, τους καταρράκτες στην Έδεσσα και τη μεγάλη σου αγκαλιά. Στο δεξί σου χέρι κρατούσες το τσιγάρο, νέος πολύ, κι έτσι μας κράτησε ο φακός εκεί. Μακρινοί κι αχνοί κι εμείς. Τόσο παλιά θύμηση που νομίζεις πως αγγίζει την αιωνιότητα.

Βλέπω δυο παππούδες. Κι οι δυο τους καπελάκια με γείσο, ο ένας σκυφτός στη μαγκουρίτσα του, ο άλλος με τα χέρια δεμένα στο πίσω μέρος, περπατάνε βήματα σιγανά, κυκλικά, τη ζωή, δικαιωματικά αναποφάσιστοι για την επόμενη κίνησή τους. Ο χρόνος όταν μικραίνει, οι άνθρωποι γίνονται πιο γενναιόδωροι στις αποφάσεις των στιγμών, ραχάτι, σιέστα, ανημποριά, υπομόνεψη. Όταν ο χρόνος μικραίνει, οι άνθρωποι παύουμε να βιαζόμαστε. Αντίστροφα ποσά ή όχι;

Έχω πολλά να σου πω. Γεγονότα που ακολούθησαν το ένα τ’ άλλο. Τα βλέπω τώρα από ένα μικρό μέλλον και μου φαίνονται σαν όπως διαβάζουμε ιστορία, έγιναν όλα όπως ήταν γραφτό να γίνουν, πιστά σ’ ένα αόρατο σχέδιο μόνο και μόνο για να βρίσκεται ο καθένας μας, ετούτη τη στιγμή που μιλάμε, στη σωστή του θέση.

Ανώφελο το πάλεμα με το παρελθόν. Σα να πηγαίνεις κόντρα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα με ψαροκάικο ημερήσιων εκδρομών. Θα ήμασταν μερικές λέξεις γραμμένες με λυπηρό τρόπο, «Μοιραία κατέληξε η θαλασσινή εκδρομή για μια ολόκληρη οικογένεια και άλλους ταξιδιώτες από το εξωτερικό, καθώς το καΐκι που επέβαιναν βυθίστηκε στα ανοιχτά, ανάμεσα Ίου και Νάξου. Διενεργούνται έρευνες για την εξεύρεση των πτωμάτων». Θυμάσαι;

 Και να μην ήξερες από καράβια και θάλασσες, ήσουν ο μόνος που έστεκες ορθός.

«Δώσε του μια δικαίωση, λοιπόν, και τελείωνε». Νομίζεις τελειώνει κανείς με τις θύμησες; Εσύ με τις δικές σου; Άκρατος, απύθμενος εγωισμός, ετούτος, ο δικός μου λέω. Να σε τυραννάω ακόμα γυρεύω. Να μου καθαρίζεις τα ψάρια για να με πείσεις να τα φάω κι όταν τελειώνεις να παραπονιέμαι πως κρύωσαν. Γιατί; Για να με σιγουρεύει κατιτί. Αόρατο. Άπιαστο. Αδύνατο να βεβαιωθεί κανείς για δαύτο. Γι’ αυτό σου λέω… Δεν έχει άλλο μεγαλύτερο από τον εγωισμό της σιγούρεψης τής αγάπης.

Τώρα, κάπου μ’ έπιασες, ε;

Ανθρώπινη ανάγκη αυτό το πράγμα. Κι ανθρώπινη ψευτιά. Να σιγουρεύεις με τα λόγια κι οι πράξεις σου να λένε άλλα. Ή να αραδιάζεις σε κάθε ευκαιρία, κομμάτια από συζητήσεις χαμένες στο παρελθόν, έτσι  για να αποδείξεις το δίκιο σου, λες, μα στην αλήθεια για να πονέσεις τον άλλον περισσότερο.

Πώς πέφτουν οι μάσκες! Πώς αποκαλύπτονται, μαγικά, προθέσεις, στάσεις ζωής, χαρακτήρες! Μόλις λιγάκι  καθαρίσεις το βιτρινάκι της ψυχής σου, καθαρίζουν και τα μάτια σου για τους έξω… Κι αρχίζεις να βάζεις τον καθένα εκεί ακριβώς που κατάφερε να ανήκει.

Πάλι ακαταλαβίστικα μιλώ. Και με συνετίζει η προτροπή σου: «Μην είσαι προπέτης!» Ξέρεις, δεν ήταν ποτέ αυτή η πρόθεσή μου. Να προλάβω να τα πω όλα μην και νομίσουν πως σφάλλω προσπαθούσα. Κι έφτασα να φταίω και γιατί πετάει η πεταλούδα πάνω από το ραδίκι.

Σαν να γελάς κάτω απ’ τα μουστάκια σου…

Απομεσήμερο θα είναι. Θα έχεις γυρίσει απ’ τη δουλειά. Γυρνώντας απ’ το σχολείο εγώ, απόγευμα ήμουν, θα έχω χαζέψει στο δρόμο μετρώντας τα πατήματα, θα έχω κλωτσήσει πέτρες, θα έχω κοιτάξει τον ουρανό, μα πόσα παιδιά πετάνε αετό! Πώς προλαβαίνουν; Δεν πήγαν σχολείο;  Μια ήσυχη μέρα. Θα μπω από την πόρτα της κουζίνας και θα σε βρω ίσα που τελειώνεις το φαγητό. Το τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Εσύ στην κεφαλή τού τραπεζιού, όπως πάντα. Δίπλα στο πιάτο σου δυο βούκες ψωμιού.

«Παίζουμε μια κολτσίνα;» θα με ρωτήσεις. «Στα ζυγά κερδίζω, στα μονά χάνεις».

Κι έτσι, θα μου έχεις απαντήσει αναρίθμητες, βουβές ερωτήσεις.

Τα γράμματα που μπορώ να σου γράψω δεν θα τελειώσουν, νομίζω, όσο ζω.

 Κι αυτό, είναι ένα μικρό κομμάτι αιωνιότητας.

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Κατερίνα
    25 Απριλίου 2019 at 13:45

    Εξαιρετικό. Νομίζω πως είναι ένα από τα καλύτερα σου. ΜΠΡΑΒΟ!!!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη