«Έχει χρώμα ο…  έρωτας;», μία νουβέλα της Γεωργίας Κοκκινάκη

Μέρος 8ο

-Γιάννη! Γιάννη! Πού είσαι;

-Εδώ μωρό μου. Στις διαταγές σου.

-Άσε τις χαζομάρες και έλα που πρέπει να σου πω. Η Μυρτώ πού είναι; Ρώτησε για να σιγουρευτεί.

-Πήγε να κάνει ένα μπάνιο. Τι συμβαίνει; Με τρομάζεις.

-Θα μου κάνεις μία μεγάλη χάρη. Θα πας τώρα αμέσως και θα βρεις το γιατρό του νησιού. Νίκο τον λένε. Μη με διακόπτεις, τον πρόλαβε. Θα τον καλέσεις σήμερα το βράδυ στο τραπέζι μας. Οπωσδήποτε να έρθει πες του! Α! μην ξεχάσεις να του τονίσεις ότι δεν πρέπει να έρθει μόνος του αλλά με τη συνοδό του! Κατάλαβες; Με τη συνοδό του! Θα καταλάβει αυτός και ο θεός ας βάλει το χέρι του. Πήγαινε τώρα!

-Έτσι όπως είμαι;

-Έτσι όπως είσαι! Καιγόμαστε. Να. Πάρε και αυτά τα χρήματα και φέρε… φέρε, φέρε ό,τι βρεις από το δρόμο αρκεί να μην καταλάβει κάτι η Μυρτώ. Έφυγες.

Ο Γιάννης έφυγε σφαίρα. Δεν ήξερε προς τα πού να πάει αλλά κατάλαβε πως έπρεπε να βρει το γιατρό σύντομα. Διακριτικά ρώτησε μία γριούλα και εκείνη του έδειξε το σπίτι του γιατρού αφού τον ρώτησε πρώτα:

-Γιέ μου πονάς και τρέχεις έτσι; Να γιάνεις γρήγορα. Το σπίτι του γιατρού είναι εκεί δα πάνω αλλά αν θες των γονιών του στρίψε αριστερά από ‘δω.

-Ευχαριστώ γιαγιάκα.

-Περαστικά σου!

Ο Γιάννης αποφάσισε να πάει στο σπίτι του γιατρού. Τον είδε να κάθεται και να διαβάζει κάτι κάτω από την ελιά, στην άκρη του πετρόχτιστου φράκτη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανηφόρισε. Μπήκε στην αυλή και προχώρησε προς το Νίκο. Εκείνος τον αναγνώρισε αμέσως και έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του. Ο Γιάννης του έκανε νεύμα και ο Νίκος ξανακάθισε. Ο Γιάννης τράβηξε μία καρέκλα κοντά του και σωριάστηκε από την κούραση. Τι τρέξιμο ήταν και αυτό;

-Γιατρέ, θα σου τα πω. Μισό λεπτό να πιω λίγο νερό… Πήρε μόνος του την κανάτα και γέμισε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε μονορούφι. Ο Νίκος έμεινε έκπληκτος. Δροσερό!

-Λοιπόν… Συνέχισε. Επειδή δεν έχω χρόνο… Σήμερα θα έρθεις σαν καλεσμένος μου και θα καθίσεις στο τραπέζι μας στην πλατεία. Θα είμαστε εγώ, η Άννα και η Μυρτώ. Πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις με τη συνοδό σου. Αυτό η Άννα μου μού είπε να το τονίσω.  Επειδή δε θυμάμαι πιο από τα δύο… τονίζω, πρέπει να έρθεις στο τραπέζι μας, πρώτον και δεύτερον, να έρθεις με τη συνοδό σου. Αυτά! Πρέπει να φύγω τώρα. Χάρηκα που τα είπαμε.

Σηκώθηκε σαν σφαίρα και έφυγε τρέχοντας όπως είχε πάει. Ο Νίκος προσπαθούσε να βάλει σε μία τάξη αυτά που άκουσε. «Να πάω σαν καλεσμένος στο τραπέζι τους, με τη συνοδό μου. Μάλιστα! Θα πάω λοιπόν με τη συνοδό μου!» σκέφτηκε και γέλασε.

Το απόγευμα όλα ήταν στη θέση τους και τα κορίτσια αποφάσισαν να ετοιμαστούν στο δωμάτιο της Μυρτώς για να μη μπαινοβγαίνουν σε αυτό της Άννα και χολοσκά μην λερώσει κάτι  η μητέρα της. Αποφάσισε να φορέσει ένα στενό και κοντό φόρεμα που αγκάλιαζε το σώμα της και τόνιζε τις καμπύλες της τόσο όσο έπρεπε χωρίς να είναι προκλητικό. Η Άννα την βρήκε υπέροχη! Φόρεσε και εκείνη ένα όμορφο κοντό φόρεμα σε άλφα γραμμή σε λευκό χρώμα που τόνιζε το μαύρισμά της. Όταν επιτέλους ετοιμάστηκαν βγήκαν και βρήκαν το Γιάννη να τις περιμένει στο τραπέζι μισοκοιμισμένος. Σε όλο το δρόμο τα κορίτσια τον πείραζαν αλλά εκείνος ένιωθε για μια ακόμη φορά περήφανος που συνόδευε δύο κούκλες.

-Επαναλαμβάνεσαι Γιάννη μου! Του είπε τρυφερά η Άννα.

-Την αλήθεια λέω καρδιά μου, της απάντησε και τη φίλησε στο στόμα. Κατέβηκαν πιασμένοι αγκαλιά ως την πλατεία.

Οι οργανοπαίχτες έπαιζαν κιόλας παραδοσιακά τραγούδια και ο κόσμος είχε γεμίσει την πλατεία. Όσοι είχαν τραπέζι είχαν αρχίσει να τρώνε. Πολύ στεκόταν όρθιοι, ντόπιοι και ξένοι, να ακούσουν τη μουσική. Το δικό τους τραπέζι ευτυχώς ήταν αρκετά μακριά από τους μουσικούς και έτσι είχαν μια σχετική ησυχία. Ο Γιάννης πρόσφερε τις καρέκλες στα κορίτσια και όταν εκείνες κάθισαν τράβηξε και αυτός μία για να βρεθεί δίπλα στην Άννα του.

-Συγνώμη, μπορώ να πάρω τις καρέκλες; Ρώτησε ένας κύριος από το διπλανό τραπέζι.

-Λυπάμαι! Του απάντησε ο Γιάννης. Περιμένω κάποιους. Χαμογέλασε στον άγνωστο κύριο και γύρισε να παραγγείλει.

Το παιδί που έπαιρνε τις παραγγελίες είχε κιόλας έρθει. Είχε ρίξει μια ματιά στη Μυρτώ και είχε δει την απορία στα μάτια της. Έπειτα κοίταξε με νόημα την Άννα και ξερόβηξε. Πήρε ένα πολύ σοβαρός ύφος την ώρα που έδινε παραγγελία. Πολύ σοβαρό και συνάμα… κωμικό, μα ήθελε να αποφύγει με αυτό τον τρόπο να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις από τη μεριά της Μυρτώς. Εκείνη πάλι δεν έδειξε καμία πρόθεση να ρωτήσει ποιος ήταν ο καλεσμένος τους. Το τραπέζι το είχε κλείσει ο Γιάννης και είχε κάθε δικαίωμα να καλέσει όποιον θέλει. Τα πιάτα άρχισαν να έρχονται. Ο σερβιτόρος άφηνε το πιάτο της Μυρτώς όταν ακούστηκε μια γνώριμη, για εκείνη, φωνή.

-Καλησπέρα σας! Ελπίζω να μην αργήσαμε!

-Όχι, καθόλου Νίκο! Περάστε! Από εδώ…

Ο Γιάννης σηκώθηκε για να δείξει τις θέσεις των δύο καλεσμένων του. Η Μυρτώ κόντεψε να πέσει από την καρέκλα της. Ο Νίκος ήταν όμορφος όπως πάντα. Το άσπρο λινό του πουκάμισο άφηνε να διαγράφεται το γυμνασμένο του στέρνο και θα ήταν ακόμα πιο όμορφος αν… αν δεν είχε περασμένο το χέρι της γύρω από το μπράτσο του η όμορφη ξανθιά κοπέλα που είδε στο ιατρείο του. Αυτοί λοιπόν ήταν οι καλεσμένοι που περίμεναν. Ο γιατρός και η συνοδός του… Πώς μπόρεσαν να τους καλέσουν; Γιατί ήθελαν να την πληγώσουν; Προσπάθησε να κρατηθεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και όρθωσε το σώμα της στην καρέκλα. «Φόρεσε» ένα προσποιητό χαμόγελο και τον κοίταξε. Και κείνος την κοίταξε. Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια για να μπορέσει να διαβάσει τις σκέψεις της αλλά μάταιο… Πήρε την απόφαση να πει:

-Να σας συστήσω λοιπόν. Γύρισε και κοίταξε το κορίτσι δίπλα του. Εκείνο χαμογελούσε και τον κοιτούσε ναζιάρικα. Η Ελισάβετ…

-Έλσα! Τον διέκοψε εκείνη και γέλασε.

-Τέλος πάντων, συνέχισε εκείνος. Από δω η Έλσα, η κόρη του νονού και της νονάς μου που την έφερα από την Αμερική και τη φιλοξενώ. Προσπαθώ να της μάθω ελληνικά αλλά μάλλον δεν είμαι καλός δάσκαλος. Θα έπρεπε να της έχω πει τα βασικά για να καταλάβει…  συμπλήρωσε κοιτώντας με νόημα τη Μυρτώ.

Ήθελε να του ζητήσει συγνώμη για τα μούτρα της. Έπρεπε να είχε ρωτήσει και να είχε μάθει πιο είναι το κορίτσι. Άφησε τόσες μέρες και τόσες ώρες από τη ζωή της να τη βασανίζουν οι σκιές. Δεν έψαξε για το φως. Πόσο επιπόλαιη ήταν; Ένιωσε άσχημα και έμεινε να ψιλοκόβει το κρέας στο πιάτο της χωρίς να πει κουβέντα. Ήταν η ώρα της σιωπής. Σιωπούν όσοι δεν μπορούν να εκφραστούν. Τι να έλεγε; Προτίμησε να κρατήσει το στόμα της κλειστό και να δεχτεί ταπεινά την ήττα της. Την ήττα αφού θριαμβευτικά άφησε να την νικήσει η άγνοιά της. Σώπασε και υπόμεινε καρτερικά να  μιλήσουν όσοι είχαν κάτι να πουν. Άλλωστε με την σιωπή της τα έλεγε όλα. Έφταιγε!

Η Έλσα σηκώθηκε με χαρά να χορέψει μαζί με το Γιάννη και την Άννα. Δεν ήξερε να χορεύει αλλά ακόμα και το χοροπηδητό της ήταν χαριτωμένο και κανένας δεν την κακολόγησε. Ο Νίκος βρέθηκε κοντά της παίρνοντας τη θέση της Άννας. Γέμισε το ποτήρι του και το ποτήρι της με κρασί και της το πρόσφερε.

-Στην υγειά μας, της είπε σιγανά πλησιάζοντας το στόμα του κοντά στο αυτί της. Είσαι πολύ όμορφη σήμερα.

-Σε ευχαριστώ, κατάφερε να πει. Σήκωσε το ποτήρι της και κατέβασε μονορούφι το περιεχόμενό του.

-Λίγο-λίγο Μυρτώ.

Γύρισε και τον κοίταξε την ώρα που εκείνος έπαιρνε το ποτήρι από το χέρι της για να το αφήσει στο τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν χαχανητά. Η Έλσα είχε πλησιάσει το Νίκο. Τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε στην αυτοσχέδια πίστα. Χάθηκαν μέσα στον κόσμο. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Πήρε την τσάντα της και σηκώθηκε. Γύρισε την πλάτη της στη βοή του πανηγυριού και προχώρησε στο πλακόστρωτο.

Άνοιξε το βήμα της. Ήξερε πως έφευγε από το αντίθετο μέρος αλλά δεν είχε σκοπό να πάει στο σπίτι της. Να φύγει για λίγο μακριά από τον κόσμο ήθελε. Χρειάζεται μεγαλύτερη δύναμη να σιωπήσεις τέτοιες στιγμές και να μείνεις μόνος, παρά να πεις αυτά που νιώθεις… έτσι πίστευε. Ήθελε να μείνει μόνη απεγνωσμένα. Είχε ξεχάσει πως είναι να ακούς… Τάχυνε το βήμα της και περπάτησε σε έρημα σοκάκια χωρίς να ξέρει προς τα πού πηγαίνει. Μέσα στο σκοτάδι όλα της έμοιαζαν ίδια. Κοντοστάθηκε σε ένα τοίχο και ακούμπησε τον ώμο της. Ο ένας λυγμός έφερε τον άλλο και το ξέσπασμά της ήταν έντονο. Πέρασαν κάμποσε λεπτά για να ηρεμήσει. Είχε καθίσει πάνω σε ένα πεζούλι έχοντας ακουμπήσει το κεφάλι πάνω σε μία πόρτα. Ένιωθε αδύναμη, κουρασμένη. Προσπάθησε να σηκωθεί όταν έχασε την ισορροπία της. Τα γόνατά της λύγισαν και έβγαλε μία κραυγή από το φόβο. Δυο χέρια την κράτησαν όρθια. Την στήριξαν και την κράτησαν από τη μέση. Έπειτα τη γύρισαν απαλά. Βρέθηκε πάνω του. Την κρατούσε και τη στήριζε. Χωρίς να της πει τίποτε πέρασε το χέρι του πίσω από το κεφάλι της και της το έφερε πάνω στο στέρνο του. Την έσπρωξε με το άλλο απαλά πάνω του και την αγκάλιασε.

-Δε θέλω να κλαις, της είπε τρυφερά και σήκωσε το πρόσωπό της με το χέρι του. Πόσο πολύ σε αγαπώ πριγκίπισσά μου. Δεν θα σε αφήσω ποτέ από κοντά μου.

-Και εγώ σε αγαπώ!

Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και μίλησαν. Είπαν τόσα όσα δεν είχαν πει ως τότε. Σιωπούσαν. Σιωπούσαν μα τώρα έγιναν φλύαρα. Άκουσαν. Άκουσαν τις ανάσες να κόβονται. Άκουσαν τους χτύπους της καρδιάς να καλπάζουν σαν ανήμερα άτια από τον πόθο και τον έρωτα. Είδαν. Είδαν δυο ανθρώπους να γίνονται ένα εκεί, δίπλα σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, δίπλα σε μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Είδαν την αγάπη να διώχνει το σκοτάδι, να σβήνει τις σκιές. Χρώματα τολμηρά ξέφυγαν από τα χείλη. Χρώματα σαγηνευτικά άφηναν τα χνάρια από τα χέρια πάνω στη διψασμένη σάρκα. Ο έρωτας έχει χρώμα… Έβαψε τα πάντα γύρω τους και εκείνοι χάθηκαν μέσα του.

ΤΕΛΟΣ

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη