«Έχει χρώμα ο…  έρωτας;», μία νουβέλα της Γεωργίας Κοκκινάκη

Μέρος 7ο

 

Οι κινήσεις του ήταν απαλές. Κάθε τόσο την κοίταζε να δει αν πονάει και όταν βεβαιωνόταν πως όλα πήγαιναν καλά συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό να το περιποιείται. Διέκρινε μια ψυχρότητα στο ύφος της μα δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο. Ίσως γιατί είχε φύγει έτσι απότομα από το ξενοδοχείο.  Ίσως ξανασκέφτηκε όλα όσα είπαν και τελικά θύμωσε για τις επεμβάσεις του στην προσωπική της ζωή. Ίσως να ήταν και αυτό.  Κάθισε κοντά της  και χωρίς να τη κοιτά τη ρώτησε:

-Συμβαίνει κάτι Μυρτώ; Θέλεις να μιλήσουμε;

-Όχι! Δεν συμβαίνει κάτι. Όλα καλά! Τελείωσες με το χέρι; Ο τόνος της φωνής της δεν άφηνε περιθώρια για συζήτηση.

-Είσαι έτοιμη. Περίμενε να σου γράψω και μία αντιβίωση για να μην μολυνθεί.

Κάθισε στο γραφείο του και η Μυρτώ τον περίμενε αμίλητη να τελειώσει. Όταν εκείνος τέντωσε το χέρι του για να της δώσει το χαρτί, εκείνη το πήρε απότομα, του πέταξε ένα ξερό ευχαριστώ και έφυγε από το γραφείο. Ο Νίκος έτρεξε από πίσω της. Πρόλαβε και κράτησε την πόρτα πριν κλείσει μα η Μυρτώ είχε κιόλας φτάσει στα μισά του διαδρόμου προς την έξοδο. Η Άννα μόλις είχε μπει. Κοίταξε μία τη Μυρτώ που την προσπέρασε σαν κυνηγημένη και μία τον Νίκο που έμοιαζε να απορεί και να είναι λυπημένος. Μόνο όταν η Άννα τον χαιρέτησε πήρε το βλέμμα του από τη Μυρτώ. Της ανταπέδωσε το χαιρετισμό και γύρισε στο ιατρείο του.

Η Άννα έτρεξε να την προλάβει.

-Τι στο καλό έγινε; Εσύ τρέχεις σαν τη τρελή και βγάζεις καπνούς από τα αυτιά και αυτός μένει να σε κοιτά απορημένος.

-Απορημένος; Γιατί; Επειδή δεν του έδωσα συγχαρητήρια για τις επιλογές του; Έπρεπε να του πω πόσο όμορφη ήταν η ξανθιά ύπαρξη που βγήκε από το γραφείο του χασκογελώντας; Τον φίλησε κιόλας!

-Τον φίλησε; Στο στόμα;

-Στο μάγουλο! Ωραίος γιατρός. Εν ώρα υπηρεσίας…

Η Άννα την άφησε να ξεθυμάνει. Στο μάγουλο τη φίλησε. Ε και; Σιγά το πράγμα. Δεν είπε τίποτα. Μόλις έφθασαν στο πλακόστρωτο την χαιρέτησε και της είπε να ξεκουραστεί. Η ίδια πήρε τη συνταγή να πάει να αγοράσει την αντιβίωσή της και να τρέξει στο αεροδρόμιο να πάρει το Γιάννη της που ερχόταν για το πανηγύρι του νησιού. Αυτό ξέχασε να της το πει. Ο Γιάννης της ερχόταν. Της είχε τηλεφωνήσει τη στιγμή που βγήκε από το νοσοκομείο. Ούτε για το πανηγύρι της είχε πει. Με τα νεύρα που είχε… δεν θα είχε καμία όρεξη για το πανηγύρι.

Όταν βρέθηκαν οι τρεις τους το απόγευμα στην αυλή του σπιτιού της, η Άννα κόντεψε να πνιγεί όταν η Μυρτώ έδειξε ενθουσιασμό για τις εκδηλώσεις του πανηγυριού.

-Φυσικά και θα πάμε! Πάντα μου άρεσε το πανηγύρι. Κατάνυξη, γλέντι, χορός… και κόσμος! Πολύ κόσμος!

-Και εγώ πάλι θα συνοδεύω δύο κούκλες! Ποιος στη χάρη μου! Είπε ο Γιάννης  και η Μυρτώ γέλασε μαζί του.

Η Άννα δεν την άφηνε μόνη της. Μετά την αντίδρασή της για το πανηγύρι… ένιωθε κάτι παράξενο στην ατμόσφαιρα. Η Μυρτώ ζήλευε. Ήταν σίγουρη για αυτό. Ζήλευε γιατί είχε ερωτευτεί. Είχε ερωτευτεί και δεν ήξερε αν η φίλη της μπορούσε να το διαχειριστεί. Αν η όμορφη ξανθιά ήταν το φλερτ του Νίκου τα πράγματα θα εξελισσόταν άσχημα… Δεν ήθελε να πληγωθεί η φίλη της. Αρκετά χτυπήματα είχε δεχθεί ως τώρα. Σαν από μηχανής θεός ο Γιάννης το επόμενο πρωί…

-Κορίτσια, έχω να προτείνω κάτι. Θέλουμε μία βδομάδα ως το πανηγύρι. Άννα κάνω λάθος;

-Κανένα! Όπως τα λες!

-Θα σας πάρω λοιπόν μαζί μου στην Αθήνα. Θα γυρίσουμε όλα τα εμπορικά. Θα πάμε στα καλύτερα μαγαζιά. Ψώνια, φαγητό, διασκέδαση. Τι λέτε;

-Ωραία ιδέα Γιάννη μου! Απάντησε με προσποιητό ενθουσιασμό η Άννα κοιτώντας τη Μυρτώ. Περίμενε να δει την αντίδρασή της.

-Και δεν πάμε; Τι άλλο έχουμε να κάνουμε εδώ! Απάντησε εκείνη και από την Άννα βγήκε ένας αναστεναγμός ανακούφισης.

Στην Αθήνα οι μέρες κυλούσαν όμορφα και ξέγνοιαστα κατά κάποιο περίεργο τρόπο για τη Μυρτώ και το Γιάννη. Η Άννα ήταν συνέχεια σφιγμένη και σε εγρήγορση. Παρακολουθούσε τη συμπεριφορά της Μυρτώς. Δεν θα άφηνε κανέναν και τίποτα να της ρίξει την καλή της διάθεση. Θα την προστάτευε από κάθε τι «κακό». Όσο εκείνη την πρόσεχε άλλο τόσο η Μυρτώ έδειχνε ευδιάθετη. Ψώνισε όμορφα ρούχα και αγόρασε ασορτί σανδάλια και τσάντες. Ήταν πάντα γελαστή και η παρέα της ήταν ευχάριστη. Διασκέδασαν σε παραλιακά μαγαζιά και σε μουσικές σκηνές παρακολουθώντας γνωστούς τραγουδιστές. Αγόρασε πινέλα και μπογιές και κανόνισε τη μεταφορά καμβάδων στο νησί για να μπορεί να «δουλέψει» με την ησυχία της στο χώρο που ήθελε.

Οι μέρες πέρασαν ευχάριστα. Τόσο ευχάριστα που στο τέλος η Άννα χαλάρωσε και απόλαυσε επιτέλους τη διαμονή τους στην Αθήνα. Έφτασε η ώρα για την επιστροφή τους στο νησί. Στο σπίτι η Μυρτώ έβγαλε προσεχτικά τα ρούχα από τη βαλίτσα και τα κρέμασε με προσοχή στη ντουλάπα της. Τακτοποίησε τα παπούτσια στην παπουτσοθήκη στο μικρό χολ και κρέμασε τις τσάντες στον καλόγερο πίσω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Κοίταξε το κρεβάτι της και έτρεξε πάνω του. Αγκάλιασε το μαξιλάρι της και άρχισε να κλαίει γοερά. Ξέσπασε. Με τα μάτια υγρά την πήρε ο ύπνος. Της χάρισε έναν ύπνο βαρύ και λυτρωτικό χωρίς όνειρα.

Από το πρωί της επόμενης η κυρά Καλλιόπη άρχισε τη λάτρα του σπιτιού. Πριν το πανηγύρι όλες οι καλονοικοκυρές έκαναν άνω κάτω το σπίτι! Έβγαζαν να αερίσουν τα στρώματα και να τα τινάξουν. Να αλλάξουν στρωσίδια. Να πλύνουν και να κολλαρίσουν τα κεντίδια που θα στρωθούν ανήμερα της γιορτής. Να φτιάξουν πίτες, γλυκά… και τέλος να βάψουν και να ασπρίσουν τους τοίχους, τους κορμούς των δέντρων, τις γλάστρες και να σχηματίσουν με υπομονή τα «λέπια» στο πλακόστρωτο σοκάκι από όπου θα περάσει η εικόνα της Μεγαλόχαρης.

Σε αυτούς τους ρυθμούς μπήκαν η Μυρτώ και η Άννα! Δύο σπίτια βλέπεις. Δεν θα την άφηνε η Άννα μόνη της. Στο χορό έβαλαν… και το Γιάννη. Τους έκανε όλα τα θελήματα χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις και το βράδυ αποκαμωμένος έπεφτε νωρίς για ύπνο ενώ τα κορίτσια έμεναν ως αργά, με μια γλυκιά υπερένταση από την κούραση. Μιλούσαν για τα πάντα. Για τα πάντα εκτός… Δεν άνοιξαν καμιά συζήτηση για το Νίκο. Σαν να μην υπήρχε! Η Άννα θα έπαιρνε όρκο πως τον είδε. Τον πήρε το μάτι της  κάνα δύο φορές να κοντοστέκεται στη γωνία πάνω από το σπίτι του  Παντελή του κρεοπώλη και να την κοιτά, μα δεν είπε τίποτα.

-Άννα!

-Ναι μητέρα.

-Θέλω μερικά υλικά ακόμα για το γλυκό. Τρέξε χαρά μου να μου τα φέρεις.

-Θα πάω εγώ, προσφέρθηκε ο Γιάννης.

-Εσύ θα τρομάξεις τον κόσμο έτσι πως βάφτηκες από πάνω μέχρι κάτω. Έρχομαι σε λίγο.

Η Άννα πήρε το χαρτάκι και έτρεξε στο παντοπωλείο της κυρίας Ευαγγελίας. Ήταν ένα μικρό παραδοσιακό παντοπωλείο που η κυρία Ευαγγελία το διατηρούσε όπως το είχε ο συχωρεμένος ο άντρας της.  Ήταν ένα αρκετά σκοτεινό μικρό μαγαζάκι γεμάτο ράφια. Είχε και έναν πάγκο με μια ζυγαριά και ένα ταμείο -αναγκαστικά-. Σε μεγάλα κοφίνια είχε τοποθετήσει φρέσκα λαχανικά από το μπαξέ της και τσουβάλια με χύμα όσπρια όπως κουκιά, φασόλια…

Η Άννα την καλημέρισε και εκείνη ανταπέδωσε! Την ήξερε από μωρό. Όλους τους ήξερε! Όλοι περνούσαν από το μαγαζί της μπροστά και σταματούσαν να τη χαιρετήσουν.

-Τι είναι Αννιώ μου; Τι ξέχασε η Καλλιόπη;

-Μη σε νοιάζει θεία Βαγγελιώ. Θα τα βρω μόνη μου! Θέλει ακόμα μαγειρική σόδα, κανέλλα, γαρύφαλλο τριμμένο, γαρύφαλλο ολόκληρο… μη νοιάζεσαι. Ξέρω που τα έχεις!

Η θεία Βαγγελιώ ήταν θεία για όλους. Χαμογέλασε στην Άννα και γύρισε να τοποθετήσει τα αυτά πάνω στον πάγκο. Η Άννα γύρισε το σώμα της προς τα ράφια και άρχισε να ψάχνει. Είχε κιόλας βρει δυο τρία μυρωδικά όταν…

-Καλημέρα.

-Καλημέρα κορίτσι μου. Τι να σου δώσω σήμερα;

Γύρισε το σώμα της να κοιτάξει πίσω της. Είδε στην είσοδο του παντοπωλείου μια όμορφη, λεπτή , ξανθιά, όμορφη κοπέλα με μια περίεργη προφορά. Είχε απλωμένο το χέρι της προς τη θεία Καλλιόπη. Κρατούσε ένα χαρτί. Ήταν μία λίστα για ψώνια. Όσο η θεία  Βαγγελιώ  τα ετοίμαζε, το κορίτσι  γύρισε και είδε την Άννα να την κοιτάζει, μάλλον επίμονα. Της χαμογέλασε και η Άννα ανταπέδωσε. Είχε πολύ χάρη αυτό το κορίτσι. Όταν η θεία Βαγγελιώ ετοίμασε τα ψώνια της έγραψε σε ένα χαρτί το σύνολο.

-Τόσο κοστίζουν κοπέλα μου!

Εκείνη άνοιξε με τα κομψά της δάχτυλα ένα μικρό ροζ πορτοφολάκι και έβγαλε ένα χαρτονόμισμα. Το έδωσε και περίμενε τα ρέστα. Τα τοποθέτησε, όταν τα πήρε πίσω, στο πορτοφολάκι και το έκλεισε. Τις χαιρέτησε χαμογελώντας. Πήρε χαριτωμένα τη τσάντα και βγήκε σχεδόν χορεύοντας από το παντοπωλείο.

-Πολύ χαριτωμένο κορίτσι, μουρμούρισε η θεία Βαγγελιώ και συνέχισε τη δουλειά της.

Η Άννα άδραξε την ευκαιρία…

-Πραγματικά! Χαριτωμένη και όμορφη. Ποια είναι; Δεν την έχω ξαναδεί.

-Α! Μένει στο σπίτι του ψαρά. Είναι καλεσμένη του γιατρού μας. Βοηθά στις δουλειές και της αρέσει να έρχεται να ψωνίζει.

-Συγγενείς τους είναι;

-Μπα! Όχι Αννιώ μου. Το κορίτσι είναι…

 Η Άννα πήρε ό,τι βρήκε μπροστά της και άφησε με τη σειρά της τα χρήματα που είχε μαζί της. Βιαζόταν να φύγει.

-Αννιώ μου περίμενε! Τα ρέστα σου! Ξέχασες και τα πράματα κορίτσι μου!

«Ποια ρέστα και ποια πράγματα… Εδώ καιγόμαστε!» σκέφτηκε η Άννα και έτρεξε να φύγει. Έπρεπε να βρει το Γιάννη μόνο του. «Το κορίτσι ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών…». Η Μυρτώ δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα. Θα έβρισκε τρόπο να τον ξεμοναχιάσει. Έπρεπε…

 

[Η νουβέλα «Έχει χρώμα ο… έρωτας;» δημοσιεύεται σε οκτώ συνέχειες.

Το 8ο και τελευταίο μέρος τη Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου, στις 9μ.μ..]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη