«Έξι αμοντάριστες μπομπίνες, ο δρόμος των ελεφάντων και ο σταθμός Θησείου», γράφει η Μαρία Πανούτσου

Η σχέση μου  με τον κινηματογράφο δεν περιορίζεται στο  ότι ήμουν κινηματογραφόφιλη από το δημοτικό, ναι βέβαια  και πολύ  πιο πριν ακόμη.

[Μπομπίνες. Φωτο από το αρχείο της Μαρίας Πανούτσου.]

Η αγάπη μου για την μεγάλη οθόνη καταμαρτυρείται  από  την απόφαση μου να σπουδάσω  την τέχνη αυτή  και τις ενέργειες που έγιναν προς αυτήν την κατεύθυνση από μέρους μου.

Χρησιμοποιώ αυτήν την στιγμή που γράφω μια γλώσσα  μικτή. Άλλοτε  μου βγαίνει μια ξύλινη τυπική γλώσσα, σχεδόν  απολογητική, δικογραφική, άλλοτε μια οικεία  έκφραση που θα λέγαμε προφορική γλώσσα,  με στόχο να  βρεθώ σε απόσταση αναπνοής από τη μνήμη που μου έχει αφήσει  μόνο θετικές  αισθήσεις και εικόνες,  με αυτές που  χαμογελά ο  εσώτερος εαυτός μου και που έχουν σχέση  με την τέχνη του CINEMA.

Κοντά κοντά  η μία στην άλλη, τρεις ταινίες  σε μια  περίοδο  δραστήρια,  εποχή σπουδών, αναζητήσεων,  εποχή  όπου όλα γινόντουσαν χωρίς  έμενα και με εμένα, θέλω να πω… χωρίς πολύ σκέψη παρά μόνο επιθυμίες, παρόρμηση  και  άμεση δράση.

Πόσο περίεργα όμορφες και διαφορετικές στιγμές  υπάρχουν  στη ζωή ενός ανθρώπου! Και τι ευχή  να μπορεί κάποια στιγμή να τις αναλογιστεί.

Η μία ταινία γυρίστηκε  το 1978 – η  πτυχιακή  ενός σπουδαστή  της  σχολής κινηματογράφου στο Λονδίνο,  του  Mark Court (αργότερα ποιητή και ζωγράφου) και της περιβόητης  International Film  School of London,  στον αγαπημένο δρόμο 24 Shelton St, Covent Garden με τον τίτλο “YOUR PROBLEM OR MINE”, όπου  είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όλη γυρισμένη  σε ένα δωμάτιο με  μια  συνομιλία δυο ανθρώπων,  με κείμενα επηρεασμένα  από   τους Ρώσους  κλασσικούς.

Εκεί σπούδαζε ήδη η κολλητή μου φιλενάδα -είχα μία και μόνη- η Χρυσούλα Πλάλα, σκηνοθέτιδα  και ποιήτρια,  18 χρόνια φιλίας.

[24 Shelton St, Covent Garden. Φωτο από το αρχείο της Μαρίας Πανούτσου.]

Η άλλη  ταινία, αυτή που γύρισα εγώ στην Αθήνα λίγο μετά  για να την καταθέσω στο  πρώτο έτος της  σχολής,  στην οποία  είχα περάσει τις αρχικές εξετάσεις.  Με οπερατέρ τον Πέτρο  Καραβίδογλου. Ένας  πολύ συμπαθής επαγγελματίας, πολύ γνωστός  στο χώρο της  δουλειάς του και πολυάσχολος,  ήταν ο κάμεραμαν στις πιο πολλές ταινίες  τις εμπορικές της εποχής εκείνης ‘70 με ’90, που στάθηκε και ο πρώτος μου δάσκαλος στον χειρισμό  της κινηματογραφικής μηχανής.

Απλός, αποτελεσματικός, χωρίς πολλές  κουβέντες,  μου έμαθε τον χειρισμό της μηχανής τόσο εύκολα,  που αποφάσισα  να  ταξιδεύψω μέχρι  την Ελβετία   για να  αγοράσω μια  ολοκαίνουργια   δική  μου BOLEX   16άρα, που κυκλοφορεί πια μόνο ως συλλεκτικό κομμάτι.

Στην ταινία  έπαιζε η τότε συμμαθήτριά μου στη σχολή  θεάτρου που μόλις τελείωνα,   η Τόνια Στεφανία, ο χορευτής  Γιώργος Στρατηγάκης,  ο πρώτος χορευτής της  Ρένας Καμπαλάδου, της τότε δασκάλας μου στο χορό, την περίοδο αυτή  που αναφέρομαι  κι εγώ.

Η ταινία  ήταν μια ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου. Τo θέμα banal,  όμως είχε μια ιδιαιτερότητα. Το σενάριο ήταν ο  φόβος ότι θα συνέβαινε  κάτι με το τρίτο πρόσωπο  της ιστορίας. Το σενάριο  στηριζόταν  σε μια υπόθεση. Δεν συνέβη πότε κάτι και η ταινία διαπραγματευότανε ακριβώς  αυτόν τον φόβο.

Η ταινία  δεν ολοκληρώθηκε,  έμεινε ημιτελής  και αμοντάριστη φυσικά,  γιατί   κάτι συνέβη στην ζωή μου  (θα αναφερθώ  άλλη φορά  σε αυτό) και  πλέον  δεν θα είχα τα χρήματα για να πληρώσω  τα τέσσερα χρόνια -μαζί με την πτυχιακή-  σπουδών στο Λονδίνο. Έμεινε στα κουτιά με τις 6 μπομπίνες που μοιάζουν  με ένα μεταλλικό γλυπτό κάπου σε μία γωνία γραφείου μου. Ο τίτλος της ταινίας «Σταθμός  Θησείου».

Η τρίτη  ταινία, ήταν  μια ταινία  ενός δημιουργού που με είχε πολύ επηρεάσει  την δεκαετία  του ‘70 και για  την οποία έγραψα και την πρώτη μου  κριτική. Η κριτική αυτή  ήταν ένα από τα στοιχεία που  η επιτροπή για  τις αρχικές εξετάσεις  στη Σχολή  Κινηματογράφου στο Λονδίνο, επιδοκίμασε και έτσι μαζί με όλο το άλλο υλικό που είχα στείλει, έγινα δεκτή ως σπουδάστρια. Η ταινία αυτή  ήταν  το   «Κανάλ» του  Αντρέ Βάιντα, που την είχα  δει μια μέρα  σε προβολή στην σχολή, όταν πήγα  να καταθέσω την αίτησή μου. Καθώς γράφω μου έρχεται η μυρωδιά του καφέ  από το κυλικείο  της σχολής  και  το βουητό -μελίσσι χαρούμενο- από τις φωνές  των σπουδαστών.

Και  τώρα πάμε  στην πρώτη ταινία που είδα στη ζωή μου, στα πολύ μικράτα μου,  κάτι μεταξύ τριών και τεσσάρων  ετών, και που  χαράχτηκε στο μυαλό μου  τόσο  βαθιά  που  κάποτε νόμιζα ότι ήταν  της φαντασίας μου, μέχρι που βεβαιώθηκα ότι πράγματι με είχαν πάρει  μαζί τους οι γονείς μου στην προβολή κάποιο  καλοκαίρι. Ο πατέρας μου ήταν  fun της Ελιζαμπέτ Ταίηλορ, έτσι  η πρώτη μου ταινία  είχε να κάνει με την κινηματογραφοφιλία  του πατέρα μου.

Η ταινία  ήταν «Ο δρόμος των ελεφάντων», σε σκηνοθεσία του William Dieterle  με την  εντυπωσιακή, φαντασμαγορική, εκφοβιστική, τελική σκηνή με την φωτιά  που  ίσως  να είναι και η αιτία, η σκηνή αυτή,  για  τις αν-ευτυχής καταλήξεις όλων των ιστοριών που γράφω.  Θυμάμαι όταν  πρωτοδιάβασα  το έργο της Σάρτλοτ Μπροντέ  «Τζέην Έυρ»,  στο σημείο που καίγεται το σπίτι του κύριου  Ρότσεστερ, ήρθε  και η σκηνή του έργου «Ο δρόμος των ελεφάντων» αυτόματα στο μυαλό μου, με ένα τρόπο μαγευτικό, σαγηνευτικό, ηδονιστικό, θα το έλεγα Νερωνικό.

[https://www.youtube.com/watch?v=zUZKii_MM4c]

Τι εποχή για μένα… αλήθεια!  Στο  θέατρο τελείωνα  τις σπουδές και  ετοιμαζόμουν για τις σπουδές στον κινηματογράφο,  δούλευα ως χορεύτρια συνεχίζοντας στις σπουδές χορού και  γυρίζοντας η ίδια  την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους.

Κάποια πράγματα οφείλουμε να τα  ολοκληρώνουμε. Και εγώ  έχω βάλει στο πρόγραμμα να μοντάρω το υλικό από  την ταινία  με τίτλο Σταθμός Θησείου. Το οφείλω γιατί το θέλω ή γιατί η μυθοπλασία  είναι μέρος της ανατροφής μου, όπως λέμε, της τροφής μου.

Όσο   για όλα τα στοιχεία και το πως συνδέονται μεταξύ τους  ταινίες, συντελεστές,  χρονολογίες,  ονόματα,   τοποθεσίες, χώρες, νοιώθω να μην έχω  καμιά ευθύνη για όλα αυτά,  καθώς όλα προέκυπταν μόνα τους.   Ο Από Μηχανής Θεός της νεότητας.

[Σταθμός Θησείου- Σκηνή, Γιώργος Στρατηγάκης – Μαρία Πανούτσου. Φωτο από το αρχείο της Μαρίας Πανούτσου.]

Νομίζω ότι το χαρακτηριστικό του  γήρατος είναι οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, γιατί  ο νέος άνθρωπος πετώντας στα σύννεφα  και ζώντας,  δρα συγχρόνως με μια  μόνη  πνοή, κάτι σαν  το λυχνάρι του Αλλαντίν που το  υποτάσσει.

Μετά τα μάγια  του λυχναριού,   ας μην γελιόμαστε, χρειάζεται  για να ολοκληρώσουμε το όνειρο   -εξυπακούεται  και ας δούμε τα παραμύθια  ως ένα έναυσμα  και μόνο-   πολύ δουλειά και πολύ προσπάθεια για την υπέρβαση  στα εμπόδια και  στις δυσκολίες.

  

Ας φύγω  με ένα χοροπηδητό

του Πάνα

 

με ένα κόκκινο πανί

παντιέρα στην εξώπορτα

 

ένα  ποτήρι ι σπασμένο

και το κρασί  χυμένο

 

ας λαλήσουμε

το άμπρα κατάμπρα

 

στο πρώτο μονοπάτι

θα βρεις ένα γέρικο δένδρο

 

στο δεύτερο μονοπάτι θα σε περιμένει

μια  λευκοντυμένη γυναίκα

 

στον τρίτο δρόμο που θα συναντήσεις

ένα πηγάδι

 

και ας θυμηθούμε

ό,τι μας λένε να ξεχάσουμε.

 

τέλος

ας γυμνώσουμε τον λόγο

πριν είναι αργά.

 

1978-2020  Αθήνα

Εξομολογήσεις ενός ημερολογίου

Μαρία Πανούτσου

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη