Μερικά πράγματα δεν μπορούν να περιμένουν.
Σαν τα σπασμένα κεραμίδια στις σκεπές ή αυτόν τον νάνο, κάτω από τη ροδιά, που με λερωμένο σκούφο και το δεξί του χέρι να δείχνει την πόρτα στην άκρη της αυλής, περιμένει με δυο μάτια ερωτήσεις, σχεδόν κατεβασμένα, μια φορά βγαίνοντας να του μιλήσεις…
Οι σταθμοί ακολουθούν ο ένας τον άλλον, το ρυθμικό λίκνισμα τής πορείας, λες κι ο δρόμος δεν είναι να κυλά πάνω σε ράγες, παρά πάνω σ’ ένα επιβεβαιωτικό ίσο σιωπής.
Από μακριά, ένα ακορντεόν παίζει ένα βαλς σίγουρης λύπης.
Τα δάχτυλα πατούν μ’ ευαισθησία τις νότες κι εκείνες γίνονται λέξεις, κίνηση, φτερά, γίνονται εικόνα.
Μια γυναίκα, λέει, ντυμένη τα καλά της, σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, λικνίζεται στους ήχους της μοναξιάς της.
Καμία σχέση με την πραγματική εικόνα του οργανοπαίκτη: καβουράκι καρό και φωνή ρεμπέτη. Και νάτο: έτοιμο το μουσείο των ψευδαισθήσεων!
Ο χρόνος, λοιπόν! Μια σιωπηλή παράμετρος, η μόνη, καθοριστική συνιστώσα!
«Ένοχοι» θα γράψω με κόκκινα γράμματα στους τοίχους.
Ένοχοι, για όσα αφήσαμε κενά, μες τη μικρή ζωή μας.
Αφήστε το σχόλιο σας