Τι σημαίνει «αγαπώ» και ποιος αξιώθηκε αλήθεια την αγάπη του, χωρίς μέσα της να προσπαθεί να χωρέσει ένα αντιφέγγισμα του εαυτού του; Ή ποιος είναι εκείνος που είπε το σ’ αγαπώ κι ύστερα δέχτηκε να χάσει τον εαυτό του στο όνομα και για χάρη όσων έφτιαξε με την αγάπη του;
Να, έτσι όπως κάθομαι εδώ, μπροστά στον μαγικό καθρέφτη της ψυχής μου και μιλώ, γράμματα ανείπωτα σε μια λευκή σελίδα, ίδια με την αρχή και το τέλος, είναι σα να ξυπνώ βαθιά μεσάνυχτα από κάποιο κακό όνειρο και ψέματα πια δεν μπορώ να πω, ούτε στον εαυτό μου, ούτε σε σένα που διαβάζεις. Κι είναι βαριά η αλήθεια, καθώς μαζί της σηκώνεις και μια μικρή υποψία, που πονάει σα δόντι που λιγάκι χάλασε κι όμως τον πόνο τον αντέχεις κι ας σε κρατάει συνεχώς, όπως το παλιό αεράκι, αρχές φθινοπώρου, στην άκρη της θάλασσας, να μην μπορείς ούτε να κολυμπήσεις, αλλά ούτε και να απαλλαχτείς από την ακατάσχετη επιθυμία σου να ριχτείς μέσα της, κι ας πονέσει η καρδιά σου από το κρύο…
Πώς μοιάζουνε όλα! Αρκεί να έχεις τα μάτια να κοιτάς και την ψυχή ν’ αντέχει…
Αν λοιπόν, ξαφνικά, παρέα μ’ ένα ανεξακρίβωτο σου φόβο απ’ τα παλιά, υποψιαστείς πως αυτό που πίστευες καλό, να σε συντροφεύει πάντα, σαν ένας άγγελος, φτιαγμένος μόνο για σένα, δεν ήταν τόσο αγνός όσο τον πίστεψες, αλίμονο, ούτε μόνο για σένα, πώς θα νιώσεις; Σα να κόπηκε το μισό σου κομμάτι ή απλά σα να αυτοαναιρείσαι;
Με τη μοναδικότητά μας παλεύουμε από την ώρα που γεννιόμαστε και δεν το ξέρει κανείς. Κι αν ήταν η ζωή απλή και μέσα στα χέρια μας, όλοι μας θα’ χαμε σωθεί. Τουλάχιστον από τις μικρές ψευδαισθήσεις μας. Ή τις μεγάλες, απατηλές προσμονές μας απ’ τους άλλους.
Για ποιο πράγμα μπορώ εγώ, λοιπόν, ακόμα να σου μιλήσω, αφού άφησα την ψυχή μου να στροβιλίζεται, ανάμεσα σε παιδικές σπαρτές θύμησες και φόβους, με τον καιρό και την ανάγκη ν’ αλλάζει πορεία, κατά τα ζητούμενα κι αναγκαία στιγμών κι ανθρώπων; Αφού δεν πίστεψα ποτέ, στ’ αλήθεια, αυτό που κουβαλούσα με την ψυχή μου, παρά σα σκυλί, αφημένο στους δρόμους, ένιωθα ευγνωμοσύνη για το ξεροκόμματο, το πεταμένο στην άκρη του δρόμου, νομίζοντας πως ήταν εκεί βαλμένο, με περισσή φροντίδα, μόνο για μένα! Για να το βρω, να ζήσω, να συνεχίσω να ζω.
Έτσι, με τον ίδιο τρόπο τώρα σου μιλώ, σα να’ σαι το ξεροκόμματο μου και με ακούς, είτε από λύπηση ή απλά από πλήξη. Δεν τολμώ να σκεφτώ από κάποια καλά κρυμμένη ομοιότητά σου ή απόλυτη κατανόηση, απίθανο, με μένα ή για μένα. Άλλωστε ποιος έχει το χρόνο να ακολουθήσει, τουλάχιστον με τη ματιά του, εκείνον που δόθηκε στον άνεμο να ταξιδεύει; Μακρύ κι οδυνηρό ταξίδι. Κι ελεύθερο. Μόνο αυτοί που βούτηξαν βαθιά μες την ψυχή τους, είναι πραγματικά αληθινοί. Κι ελεύθεροι. Οι τρελοί!
Μα θα μου πεις, η επιλογή σου, το κυνήγι σου, τώρα τι γυρεύεις; Όπως, η δική μου επιλογή, το δικό μου όνειρο, του άλλου το τρέξιμο μέσα στο χρόνο, τη λήθη. Σε τι ελπίζεις;
Πού συναντιούνται, τότε, οι ψυχές μας;
Αφήστε το σχόλιο σας