Άπατρις.
Όλη μου η ζωή
τα δύο μου παιδιά
κι αυτός ο μπόγος από ρούχα.
Να φύγω, να φύγω,
να σώσω, να σωθώ.
Είχα μια γλώσσα.
Να την μιλήσω;
Ή θα μ’ ακούσουν
και θα με πουν προδότη;
Όταν ανοίγουν οι σιδερένιες
πόρτες του φόβου,
γυρισμούς δεν έχει.
Αυτόνομοι φυγάδες στο πουθενά
ενώ δεν γυρέψαμε τίποτ’ άλλο,
παρά ένα τζάκι να σιγοκαίει
και μια γωνιά ουρανό για ελπίδα.
Όλη η ζωή μας ένας σωρός.
Θα ζήσουμε;
Δείξε μου το πλαστικό σου χρήμα.
Σου ’δειξα την ερημιά μου.
Αφήστε το σχόλιο σας