Λυπάμαι τ’ ερημωμένα σπίτια που κάποτε γέμιζαν φωνές και ζεστασιά τα κρεμασμένα παντζούρια, τις σιδερένιες σκουριασμένες πόρτες, ακίνητες πια`
Λυπάμαι τις τόσες ανούσιες ανησυχίες για μικρές υποθέσεις, που δεν άγγιζαν τη ζωή ούτε στο ελάχιστο, μόνο τυραννούσαν το μυαλό στην εποχή τής νεότητας, ασήμαντες πια…
Λυπάμαι τη μοναξιά τής σιωπής, την ερημιά τής αποξένωσης, τα γκρεμνά τής κουρασμένης αγάπης, τις στιγμές που κύλησαν σαν άμμος ζεστή από τα χέρια, ανώφελες λύπες.
Βαρύ, να είναι άνοιξη και να νιώθεις χειμώνας.
Αφήστε το σχόλιο σας