«Άγιοι Τόποι», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

«Και τ’ είμαι εγώ βρε Μυρσίνη μου, κανένα πουρό είμαι, να βγάζω την  ημέρα μου στην δροσιά του ΚΑΠΗ; Να κλείνομαι εκεί μέσα με άτομα στο άνθος των γηρατειών τους και να τα ακούω να αναφέρονται σε κεφάλαια της Ιατρικής Επιστήμης άνευ διδασκάλου, που να πλακώνεται η ψυχή μου χειρότερα απ’ όταν ήμουν φοιτήτρια τότε στο αμφιθέατρο της Σχολής που δεν τελείωσα ποτέ; Α, πα, πα, πα…».

«Και εγώ γιατί πηγαίνω βρε Πέρσα μου; Την ίδια ηλικία μη και δεν έχουμε;»

«Στο μέτρημα των χρόνων στο καλαντάρι ίσως ΝΑΙ Μυρσίνη μου αλλά επίτρεψέ μου να σού πω ότι η νοοτροπία και τα ενδιαφέροντά σου άπτονται των όσων διαδραματίζονται σε αυτούς τους χώρους»…

«Αχ Πέρσα, Πέρσα, αιώνια έφηβή μου εσύ, που γέρασες και μυαλό δεν έβαλες ο χρόνος το μυαλό δε σού το έπηξε όπως συνηθίζει να κάνει. Το ΓΙΑΤΙ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑ ΠΟΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ. Είναι δηλαδή καλύτερα να κάθεσαι στον υπολογιστή σου και να γράάάάφεις ασταμάτητα, από το να συναντήσεις άλλους ανθρώπους να ανταλλάξετε δυο κουβέντες και…»

«Για στάσου βρε κορίτσι μου και πες μου. Σού αρέσουν αυτά που γράφω;»

«Και πολύ. Δεν αντιλέγω».

«Ε, τότε χαλάλι. Εγώ για σας φροντίζω, για την διασκέδασή σας και παράλληλα διασκεδάζω και εγώ η ίδια. Έτσι, τα γρανάζια του μυαλού μου είναι σε συνεχή εγρήγορση δεν σκουριάζουν από την παθητικότητα της ακινησίας και χωρίς να παλιμπαιδίζω κρατιέμαι στην εφηβεία όπως είπες και μόνη σου και πολύ σε αγαπάω γι’ αυτό. Ειρήσθω εν παρόδω, καλύτερο κομπλιμέντο από αυτό δεν έχω ματακούσει. Σ’ ευχαριστώ καλή μου».

«Ωραία. Λέγε λοιπόν, θα έρθεις έστω και μία φορά βρε αδερφέ στην  πενθήμερη εκδρομή που θα πάμε στους Αγίους Τόπους; Και αν η όλη φάση σού αρέσει όπως θέλω να ελπίζω, τότε γράφεσαι σαν μέλος της παρέας και ξεχνάς τις πεισματάρικες αντιρρήσεις σου ίδιον της ηλικίας μας!!!»

«Πότε είναι η εκδρομή;»

«Σε δέκα πέντε ημέρες ,αλλά αν είναι να έρθεις, θα πρέπει να το δηλώσεις από  τώρα και να πληρώσεις βέβαια».

«’Ντάξει. Σίγουρα μέχρι τότε θα έχω τελειώσει τη Νουβελέτα που γράφω και όσο να ‘ναι ένα διάλειμμα ξεκούρασης θα το χρειαστώ. Που σημαίνει,  ΟΚ, θα έρθω. Μπορείς να υπολογίζεις στην παρουσία μου. Έτσι θα γλυτώσω και από την γκρίνια σου βρε παιδί μου, όλο το ΚΑΠΗ  και το ΚΑΠΗ σου πια. Συνάδουν αυτά με την Πέρσα σου ήθελα να ‘ξερα; Ας είναι, θα σού το κάνω το χατίρι, μια φίλη σε έχω όλη κι‘ όλη και μάλιστα κολλητή. Ας μη σε κοντράρω κι άλλο και σου χαλάω την καρδούλα. Δεν λέει.

Τι λεφτά θα χρειαστώ; Εισιτήρια, διαμονή, μετακινήσεις, διατροφή, extra έξοδα, κάνε τα μια σούμα και στείλε μου τον λογαριασμό. Ελπίζω να με φτάσει η σύνταξή μου. Γιατί εγώ σαν εσένα, χρήματα καβάτζα δεν έχω. Άντε και τα λέμε…»

Και ήρθε η ημέρα της εκδρομής, που η Πέρσα την βαριόταν του θανατά αλλά απέφευγε να δείξει και το παραμικρό. Υπήρχε που υπήρχε ανία, ας μην υπήρχε και μουρμούρα, έλεος πια. Η Πέρσα από τακτ, να φαν κι οι κότες που λένε.

Στο πούλμαν, από τη στιγμή που ξεκίνησε, έβαλε τα ακουστικά του ραδιοφώνου και δεν το ‘χε σκοπό να τα βγάλει από τ’ αφτιά της γλυτώνοντάς τα από τα παράφωνα τραγούδια ηλικιωμένων ανθρώπων και μάλιστα a capela. Να, αυτά ήταν που δεν τα χώνευε η εκλεκτική κυρία Πέρσα. «Μονόχνοτη» την αποκαλούσε η Μυρσίνη. Ναι, αν ήθελε να είναι ακριβοδίκαιη θα το παραδεχόταν. ΉΤΑΝ μονόχνοτη.

Η διπλανή της θέση ήταν, για καλή της τύχη άδεια και η Πέρσα είχε απλωθεί. Να υπήρχε λέει τρόπος να γυρνούσε λοξά, και να έβαζε τα ποδαράκια της στην κενή θέση. Τα ένιωθε πρησμένα να ασφυκτιούν μέσα στα αθλητικά  της παπούτσια. Αχ και τι δεν θα ‘δινε για μια τέτοια άπλα. Έλα όμως που δεν εισακούστηκε η ευχή της, γιατί κάποια στιγμή το πολυτελέστατο πούλμαν έκανε μία καθώς φαίνεται προγραμματισμένη  στάση και παρέλαβε μία επιβάτιδα που ήρθε και κάθισε στην μέχρι πρότινος αδειανή θέση δίπλα της.

Η νεοφερμένη, ένευσε κάτι σαν χαιρετισμό στην Πέρσα μα που δεν άφηνε κανένα περιθώριο για πολλές κουβέντες και οικειότητες κι η Πέρσα ανταπέδωσε το ίδιο τυπικά και μετά απορροφήθηκε με το τοπίο εκεί έξω που έτρεχε ανάποδα με ιλιγγιώδη ταχύτητα που της έφερνε ζαλάδα.

Ξάφνου, μέσα από τα ακουστικά της απ’ όπου απολάμβανε μια όμορφη  ραδιοφωνική εκπομπή με αγαπημένα παλιά τραγούδια, γίνεται μία παρεμβολή, και ακούει μια στιχομυθία από το πουθενά, που έρεε ως ακολούθως:

«Και τι θέλετε να κάνω; Υπάρχουν και παιδιά, μόλις τώρα μπήκα και τα είδα. ΑΥΤΟ δεν μού το είχατε πει. Θα το σκεφτώ. Δώστε μου ένα μισάωρο. Πάντως δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά τα δικά σας λέω εγώ η ασήμαντη. Δεν έχω συνηθίσει βλέπεις να παίζω με τις ζωές μωρών παιδιών, για όλες τις ιδεολογίες και για όλα τα εκατομμύρια δολάρια του κόσμου τούτου, μη πω κα του άλλου. Οver».

Και η Πέρσα, τρελάθηκε. Ήταν πιο πολύ και από σίγουρη ότι είχε ‘’πιάσει’’ έναν διάλογο μεταξύ τρομοκρατών που είχε παρεισφρήσει στην ραδιοφωνική συχνότητα χωρίς βέβαια να το ξέρουν οι τρομοκράτες. Και εκείνο το ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΑ που ακούστηκε, και τα παιδιά που ανέφερε, πού παρέπεμπαν; Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια, ο σκύλος;

Αν και άνθρωπος παρορμητικός και ευαίσθητος, κατάφερε να τιθασεύσει παρορμήσεις και ευαισθησίες και έβαλε το μυαλό της να λειτουργήσει έτσι, που τα γρανάζια του έτριξαν από την υπερπροσπάθεια. Με τα μάτια της πάντα κλειστά και αφοσιωμένη δήθεν σε αυτό που άκουγε, μα μουσική ήταν αυτή, μα καμιά από τις δημοφιλείς πρωινές εκπομπές, δεν άφησε κανένα από τα αγωνιώδη συναισθήματά της να φανερωθεί στο πρόσωπό της αλλά και στις κινήσεις της.

Ένας μικρούλης επιβάτης από τα μπροστινά καθίσματα, σηκώθηκε  ανάποδα στο κάθισμά του και προτείνοντας μία σφεντόνα απείλησε τους επιβάτες, ότι το πούλμαν βρίσκεται υπό κατάληψη! Από τα παιχνίδια που παίζει η ζωή όταν θέλει να απαλύνει την ανία και την βαρεμάρα της.

«Να μην κουνηθεί κανείς είπα, γιατί τον σκότωσα μπαμ μπαμ…»

Αχ αγόρι μας και να ήξερες πόσο μέσα έπεσε η απειλή σου για κατάληψη…

Το μυαλό της Πέρσας έτρεχε σαν τον Κεντέρη στην προ αναβολικών εποχή του. Και ξαφνικά το βρήκε.

Ζήτησε συγγνώμη από την διπλανή της κυρία τρομοκράτισσα -αυτό το μόνο σίγουρο- και βάδισε στον διάδρομο προς την θέση  του οδηγού.

«Σε παρακαλώ καλέ μου, στο πρώτο δυνατόν σημείο κατέβασέ με. Βρίσκομαι σε κατάσταση άμεσης ανάγκης, πιο άμεσης δεν γίνεται».

«Ωχ καλή μου κυρία, κάνε ολίγη υπομονή σε ένα μισάωρο θα είμαστε στο χάνι του Μανούσου και…»

«Μερικά πράγματα φίλε μου δεν ξέρουν από κατανόηση. Θα γίνω ρεζίλι σου λέω»…

«Αχ Μυρσίνη μου τι μου έκανες». Η Μυρσίνη εντωμεταξύ από τη μια  να ανησυχεί  γι’ αυτό  που συνέβη στην φίλη της, μα και νιώθοντας υπεύθυνη για την όλη φάση, να έχει γίνει κατακόκκινη έτοιμη για attack d’ appoplexi.

«Αχ βρε Πέρσα μου ούτε παιδάκι να ήσουν»!

«Ναι Μυρσίνη μου παιδάκι, έστω και αν δεν είναι από αυτά που σώζουν ζωές» μουρμούρισε, μα τα λόγια της ακούστηκαν ακατάληπτα,  ίσως εξ αιτίας  της κατάστασης που βρισκόταν και ευτυχώς να λες.

Και κατεβαίνει, όχι στο χάνι του Μανούσου με το οποίο προφανώς είχε σύμβαση η πουλμανική εταιρεία, αλλά σε ένα άλλο, που ακριβώς γιατί δεν ήταν συμβεβλημένο ήταν και ιδιαιτέρως εξυπηρετικό. Ζητάει το πλέον επιθυμητό για εκείνη  την στιγμή τμήμα του χώρου για την άμεση ανάγκη της, υπό τους ειρωνικούς γέλωτες των ανδρών  κυρίως συνεπιβατών της, που έτσι και ήξεραν όσα γνώριζε εκείνη, ήθελε να ‘ξερε θα χαμογελούσαν και                               τι ποιότητος θα ήταν το χαμόγελό τους.

Παίρνει από το κινητό της το 100 και ζητά να μιλήσει με τον πλέον υπεύθυνο. Δίνει τα στοιχεία τού αυτοκινήτου και πολύ μεστά και συγκροτημένα αφηγείται για τα όσα είχε γίνει κοινωνός, και τους λόγους που υποπτευόταν την διπλανή της κυρία. Επί τη  ευκαιρία έκανε και χρήση του W.C. γιατί πώς αλλιώς θα δικαιολογούσε τον εαυτό της αν το ξαναχρειαζόταν στ΄ αλήθεια στο χάνι του Μανούσου!

Δεν θα είχε περάσει ούτε ένα πεντάλεπτο με την ολοκλήρωση του σκοπού της Πέρσας, η οποία επί  του παρόντος άλλο τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. Και βέβαια ούτε διανοήθηκε καν να σωθεί εκείνη και να αφήσει τόσες αθώες ψυχές που πήγαιναν να προσκυνήσουν στους Άγιους Τόπους, στα χέρια μιας φανατικής ιδεολόγου.

Γύρισε στη θέση της αφού χιλιοευχαρίστησε τον οδηγό, ο οποίος και παρότρυνε τον όποιο επιβάτη είχε παρόμοια ανάγκη να πάει τώρα, γιατί άλλη στάση πριν περάσει μισή ώρα δεν θα κάνει.

Μα δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τον λόγο του και ακούστηκαν σειρήνες, Να ήταν από νοσοκομειακό, να ήταν από πυροσβεστικό, να ήταν από το 100; Θα το έβλεπαν πάραυτα. Και σε χρόνο ρεκόρ, δέκα ή και πάρα πάνω  περιπολικά, έζωσαν το όχημα και ζήτησαν από τον οδηγό με περίσσια  ευγένεια, να κατέβουν όλοι οι επιβάτες για έναν τυπικό έλεγχο που γίνεται στα πλαίσια μιας άσκησης στην Εθνική οδό. ΉΘΕΛΑΝ ΝΑ ΔΟΥΝ ΑΝ ΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΤΟΣΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΤΗΡΟΥΝ ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ…

Η Πέρσα βέβαια κατάλαβε τον πραγματικό σκοπό των 100(!) και εντέχνως πλησιάζει τον έχοντα  το γενικό πρόσταγμα και του λέει:

«Α, κυρ Αστυνόμε, καλά που ήρθατε Πριν ένα μόλις δεκάλεπτο βρισκόμουν σε κατάσταση πολύ έκτακτης ανάγκης και πολύ φοβάμαι ότι ξανά είμαι. Δεν ξέρω τι έφαγα και με πείραξε, δεν θα αργήσω, η διπλανή μου κυρία θα σας  βεβαιώσει ότι ούτε την άλλη φορά άργησα.

Τούτη η τελευταία της φράση, ήταν και το σύνθημα για το ποιος  τους είχε ειδοποιήσει και ποιος ήταν ο πιθανός τρομοκράτης.

«Ωραία. Ας αρχίσουμε λοιπόν από εσάς τις δύο, θέμα δευτερολέπτων ο έλεγχος και μετά πηγαίνετε όπου θέλετε».

Η «διπλανή κυρία» δεν ήταν καμιά χαζή. Κατάλαβε ότι κάποιον λάκκο είχε η φάβα, και ότι σίγουρα η επαπειλούμενη τρομοκρατική ενέργεια είχε ανακαλυφθεί. Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, απόδειξη ότι  τρελή και φανατική ιδεολόγος μπορεί να ήταν όχι όμως και στυγνή δολοφόνος αθώων υπάρξεων. Και βέβαια, πάνω της βρέθηκαν εκρηκτικά ικανά όχι να ανατινάξουν ένα μεγάλο πούλμαν μόνον, αλλά ένα ολόκληρο κομβόι ομοίων   του…

Ο Αρχηγός  της Τρομοκρατικής με τον  Υπουργό Δημόσιας  Τάξης συνεχάρησαν την Πέρσα και εκείνο το  ίδιο βράδυ παρέθεσαν γεύμα στο Ξενοδοχείο της, δίνοντας υπόσχεση ότι όταν επέστρεφαν από την εκδρομή τους το γεύμα θα ήταν στο Προεδρικό Μέγαρο. Χάρις στην οξυδέρκεια, την ψυχραιμία και την ετοιμότητά της σώθηκαν τόσοι αθώοι άνθρωποι.

Χάρις σε αυτήν και βέβαια χάρις στην Άνωθεν Βοήθεια, μια τραγωδία απεφεύχθη.

Η Ελληνίδα  miss Marple είχε μεγαλουργήσει για ακόμη μία φορά.

«Είδες Πέρσα; Σε καλό σου βγήκε που για μια φορά αποφάσισες να αφήσεις για λίγο μολύβια και χαρτιά και να με ακολουθήσεις. Καμιά αντίρρηση επ’ αυτού;»

«Καμία. Μα ΚΑΜΙΑ όμως…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη