“Oh mommy blue…”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Η κούρσα ήταν λευκή και τετράγωνη, όπως επέβαλε η μόδα εκείνα τα χρόνια. Τα καθίσματα δερμάτινα, χρώματος καφέ ανοιχτό. Καθόταν πίσω αριστερά. Όχι πίσω δεξιά, όπως οι επίσημοι. Πίσω αριστερά, για να μπορεί να βλέπει τη μάνα της διαγώνια στο κάθισμα του συνοδηγού. Τον οδηγό δεν τον θυμάται. Η μορφή εκείνης όμως χαράχτηκε βαθιά της ανεξίτηλα. Για πάντα. Ακόμα κι όταν τα κόκαλά τους θα γίνονταν σκόνη, ακόμα κι αν δεν υπήρχε ζωή μετά το θάνατο, αυτή η εικόνα θα γύρναγε στοιχειωμένη στο σύμπαν στους αιώνες των αιώνων…

Ολόξανθη, χείμαρρος τα μαλλάκια της τα μεταξένια στριμώχνονταν ανάμεσα στην πλάτη της και στο κάθισμα. Λευκό το πρόσωπό της, αρυτίδωτο, έτσι έπρεπε στην ηλικία της τη μικρή, την τόσο νέα. Εξαίρεση μια χαρακιά στο μεσόφρυδο, βαθιά όσο κι η έγνοια που την έφτιασε… Φορούσε, θυμόταν, ένα μάλλινο παλτό, μαύρο, μακρύ με μεγάλα πέτα. Μεγάλα, όπως και τα ψεύτικα τσίνορα που σκίαζαν τα γαλάζια της μάτια.

Σήκωσε τα χεράκια της τα λατρεμένα, τα πάλευκα, να διώξει διακριτικά μα γρήγορα δυο δάκρυα δραπέτες, πριν τα δει το παιδί της. Στο αριστερό της χέρι, στον παράμεσο, σαν να ακροβατούσε στέκονταν ένα τεράστιο πένθιμο, μωβ πετράδι, δεμένο με κίτρινο χρυσό, περίτεχνα σκαλισμένο. Ποιος μουρλός χαρίζει τέτοιο χρώμα στην Άνοιξη την ίδια; Ίσως να ήταν επίτηδες, για να της θυμίζει πάντα Τα Πάθη της, το δικό της Γολγοθά… Μα, χα!, την πάτησε γιατί λησμόνησε την Ανάσταση. Πάντα, πάντα, πάντα έρχεται η Ανάσταση…

Αυτό πρόσεξε το παιδί της κι όχι τα δάκρυα. Τα δάκρυα της μάνας της τα ήξευρε κι όταν δεν έκλαιγε. Τα έβλεπε πως λίμναζαν στο τέλος των ματιών της.

Γύρισε και την κοίταξε. Με το βλέμμα εκείνο της μάνας που ανησυχεί για το βλαστάρι της, το ένα και μοναδικό, κατάδικό της παιδί και κανενός άλλου. Κι ύστερα χαμογέλασε γέρνοντας ανεπαίσθητα το κεφάλι της στο ένα άκρο. Μακριά από κείνο το άκρο με τις έγνοιες. Και φώτισε ο τόπος.

Τον οδηγό δεν τον θυμότανε. Άπλωσε το χέρι του κι άνοιξε το παράθυρο. Ο κρύος αέρας της χειμωνιάτικης Αθήνας μπήκε και καθάρισε το βαρύ κλίμα στο αυτοκίνητο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε χιόνι. Γύρισε το θλιμμένο παιδικό της μουτράκι προς το παράθυρο. Έπεφτε τούφες – τούφες. Άσπρο, αφράτο. Ήθελε να το αγγίξει.

-Πάμε να φύγουμε; ρώτησε σιγανά τη μάνα της χωρίς να πάρει τα μάτια της από το χιόνι. Δεν ήθελε να την κοιτάξει. Φοβότανε μην της πει όχι. Μη σφίξει πάλι τα δόντια και βουρκώσει. Μην κοιτάξει τον οδηγό και μετά της πει όχι πάλι…

Εκείνη δεν απάντησε αμέσως. Ο οδηγός άνοιξε το ραδιόφωνο. Ξεχύθηκε μια λυπητερή μελωδία κι ύστερα η φωνή τού τραγουδιστή βραχνή, αισθησιακή, ιδιαίτερη… Έκλεισε τα μάτια της και ρούφηξε λαίμαργα κάθε πολύτιμο δευτερόλεπτο. «Oh mommy blue» τραγούδαγε κι ήξερε απ’ το mommy πως κάτι στενάχωρο έλεγε για κάποια μάνα. Σπάραξε η καρδούλα της μικρής.

-Ποιος τραγουδάει μαμά; ρώτησε.

Παύση. Κόμπιασμα. Μετά:

-Τον λένε Ρούσο αγάπη μου. Ντέμη Ρούσο. Ήτανε γείτονας του μπαμπά.

-Να πάμε να τον δούμε;.

Και πάλι παύση. Και πάλι κόμπιασμα. Μετά:

-Δεν μπορούμε ψυχή μου, έφυγε μακριά.

Συνέχισε να κοιτάει το χιόνι.

-Όπως θέλει να φύγει κι ο Τάκης; ρώτησε η μικρή αρνούμενη πεισματικά να προσφωνήσει «μπαμπά» τον πατέρα της.

Κι έπειτα γύρισε κι είπε αποφασιστικά στη μάνα της:

-Εσύ μη στενοχωριέσαι μανούλα μου, εγώ θα είμαι ο άντρας για σένα. Δε φεύγω εγώ.

Παύση. Το τραγούδι τελείωσε. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε. Σε λίγο περπάταγαν κάτω απ’ το χιόνι πιασμένες χέρι – χέρι. Χαμογελάσανε η μία στην άλλη συνωμοτικά, σαν να είχαν κάνει αταξία. Μακρύνανε το βήμα τους. Εκείνη την άσπρη κούρσα δεν την ξαναείδε από τότε.

Τον οδηγό δεν τον θυμάται. Ποτέ δεν τον θυμήθηκε.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη