«Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος (ο Αχάσβερος), του ποιητή Σταματίου Βάλβη (+1916)», γράφει ο Πολυχρόνης Στεφ. Νταλάσης

 

Ἀπὸ τὴν (ἄγνωστη;) παράδοση καὶ ποίηση τοῦ Θείου Πάθους

 

[Ἀφιερώνεται στὴν αγαθή μνήμη τοῦ παπποῦ μου Βασιλείου Γ. Νταλάση (1850-1912) ὡς ἐπίσης  καὶ τῶν γονέων μου Στεφάνου Β. Νταλάση (1896-1979), καὶ Ἀγόρως  Νταλάση (τὸ γένος Ἀναστ. Δ.  Λάππα 1897-1972) γιὰ τἠν ἀγάπη τους καὶ τὸ μεράκι τους ποὺ είχαν   γιὰ μένα γιὰ τὴν πρόοδο  καὶ τὰ γράμματα σὲ καιρούς  δύσκολους.]

 

Προλεγόμενα:

-Ἡ  «Ποικίλη Στοά» καὶ ὁ ἐκδότης  της Ἰωάννης Ἀρσένης.

-Ὁ θρυλικὸς Ἀχάσβερος καὶ ὅσοι ἀσχολήθηκαν συγγραφικῶς κ.λπ μὲ αὐτόν.

-Ὁ Σταμάτιος Βάλβης καὶ τὸ ποίημά του «Ὁ περιπλανώμενος Ἰουδαῖος».

 

Προσφιλἐς καὶ διδακτικὸν ἀνάγνωσμα στὴν παιδικὴ μου ἠλικία (ἀκόμα καὶ σήμερα) ἦταν καὶ τὸ ποίημα, ποὺ φέρει τὸν τίτλον «Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΙΟΥΔΑΙΟΣ» τοῦ Σταματίου Βἀλβη,  φιλολόγου καὶ ποιητοῦ ἐκ Μεσολογγίου.

Περιέχεται στὸ Βιβλίο «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ», Ἀθῆναι , τοῦ ἔτους 1887.

Τὸ ὀγκῶδες αὐτὸ ἐγκυκλοπαικὸν ἡμερολόγιον-φιλολογικὸν περιοδικὸν, εἰς σχῆμα 8ον ἐξέδιδεν (ἀπὸ τὸ 1881ἕως τὸ 1914) στὴν Ἀθήνα ὁ  ἐκ Κεφαλληνίας δημοσιογράφος καὶ λόγιος Ἰωάννης Ἀρσένης. Ἡ  «Ποικίλη Στοά» ὑπῆρξε άπὸ τὶς γνωστότερες ἐκδόσεις  τῆς ἐποχῆς, συγκεντρώνουσα συνεργασία ἐκλεκτῶν λογίων. Ἀπετέλεσε σταθμό στὴν ἡμερολογιακὴ κίνηση και ἐκτιμήθηκε καὶ ἐκτιμᾶται.  Ὁ Ἰ. Ἀρσένης ἦτο πνεῦμα ἐγκυκλοπαιδικὸν καὶ ὑπηρέτησε τὰ γράμματα  μὲ πολλὴ ὠφἐλεια. Ἀπέθανε τὸν  1925 πένης καὶ ἐγκατελειμμένος! (Σημ.: Κατ᾿ ἄλλους ὁ θάνατος του έκδότη συνέβη τον Μάϊο τοῦ 1932, ἐξ άφορμῆς δυστυχήματος).

Ἡ «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ 1881 ὡς τὸ 1914, κατ᾿ ἀρχὴν τακτικἀ, καὶ ὰπὸ τὸ 1894 κατ᾿ άραιά διαστήματα. Προχωρώντας στὰ βήματα τοῦ  «Ἐθνικοῦ Ἡμερολογίου» τοῦ Μαρίνου Βρεττοῦ, ἀπέβη  βιβλίο ὠφελιμώτατο, ὄχι μόνο γιὰ τὶς ἐκλεκτὲς συνεργασίες τῶν διαπρεπεστέρων λογίων τῆς ἐποχῆς, συνοδευόμενη πάντοτε μὲ παράρτημα καὶ ὰπὸ μουσικὰ τεμάχια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σειρὰ  τὼν βιογραφιῶν που δημοσιεύονταν κατ᾿ ἔτος, θανόντων πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἀγωνιστῶν λογίων κ.λπ.

«ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» εἶναι γιὰ μένα «Κειμήλιον» πατρογονικὸν (Σώζεται ἀκόμη στὴν Βιβλιοθήκη μου ἀπὸ σελ. 51 μέχρι 270). Τὸ ἐδώρησεν εἰς τὸν παππού μου Βασίλειον Γ. Νταλάσην (1860-1912), τὸ 1888, ὁ στρατηγός Σοῦτσος, στὸν ὁποῖο ἦτο ὑπασπιστής (ἀπελύθη -θητεία ὡς χωροφύλαξ- ἀπὸ τὴν Μοιραρχίαν Λαρίσης τὸ 1888, σὲ ἠλικία 28 ἐτῶν).

Τὸ βιβλίο, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὰ τὴς πτωχῆς μας βιβλιοθηκούλας, στὸ σπιτάκι μας στὴν  «Ποταμιά» Στουρναραίϊκων, συντελοῦσε στὴν ψυχαγωγία μου, μόρφωσὴ μου καὶ διαπαιδαγώγησή μου (με τὴν συμπαράσταση τοῦ πατέρα μου, γιατὶ εἶναι στὴν καθαρεὐουσα), μιὰ καὶ τὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ μας δὲν λειτουργοῦσε (κατάληψη ἐπὶ διετίαν ἀπὸ τὴν Ι Μεραρχία τοῦ ΕΛΑΣ,1943-44). Κάτι σὰν ἕνα  ἄλλο σχολεῖο, οἰκογενειακὸ (χωρὶς νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ… «ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» ).

Καὶ αὐτὸ, ὁπως καὶ ἄλλα παλαίτυπα, ἦταν βιβλίο στὸ ὁποῖο ἡ παιδικὴ μου ψυχὴ  τὴν ἐποχὴ ἐκείνη «μὲς στὴ σκλαβιὰ καὶ μὲς στὴν καταφρόνια» ἀπ᾿ τὰ δεινὰ τὴς Κατοχῆς, άλλά καὶ τοῦ ἀνταρτοπολέμου στή συνέχεια, ἐντρυφοῦσε (εὕρισκε ἀπὸλαυση, τέρψη) καὶ ἀντλοῦσε  πολύτιμες γνώσεις καὶ διδάγματα.

Ἐντύπωση μεγάλη καὶ τὸ ποίημα ποὺ προανέφερα. Καὶ τώρα ἀκόμη ὅταν τὸ διαβάζω ἠχοῦν μέσα μου τὰ πρῶτα σκιρτήματα ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς ἀνάγνωσης τῶν διαφόρων κειμένων τοῦ βιβλίου, καὶ οὶ ἀναμνήσεις ζωντανεύουν στὸ εἶναι μου… Ἑξῆντα-ἐξῆντα πέντε-ἑβδομήντα  καὶ… χρόνια πίσω!.. «Λὲς καὶ ἦταν χθές!..»…

 

«Βαστάζων ξύλινον Σταυρὸν ,ἀπὸ τοῦ Πραιτωρίου,

ἐξέρχεται μετ᾿ ἄλλων ὁ Μεσσίας,

καὶ βαίνει πρὸς τὸν Γολγοθᾶν ,τὴν γῆν τοῦ μαρτυρίου,

ὁ μάρτυς ὁ  ἁγνὸς τῆς ἀληθείας…»…

 

Θεωρῶ ἀπαραίτητο να παραθέσω ἐδῶ όλίγα γιὰ τὀν «περιπλανώμενον Ἰουδαῖον» καὶ γιὰ τὸν ποιητή.

Τἰ εἶναι ὁ Ἀχάσβερος;

Ὁ Ἀχάσβερος εἶναι θρυλικὀ πρόσωπο, καταδικασμένο στἠν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια περιπλάνηση. Ἡ παράδοση φαίνεται νὰ ἔχη τὴν ἀρχὴ  γύρω στὸν Δ΄  αἰῶνα, ὅταν βρέθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς.

Γιὰ τὴν παράδοση αὐτὴ ὑπάρχουν τρεῖς παραλλαγὲς:

α) τοῦ 13ου αἰῶνα. Τὴν μνημονεύει M. Paris, Μοναχὸς  στὸ SaintAlbans, ὁ ὁποῖος τὸν ὸνομάζει  Ἰωσήφ Καράφλιον  καὶ θέλει τὸν Ἀχάσβερον θυρωρὸν τοῦ Ποντίου Πιλάτου.

β)Τὴν αὐτὴ ἐποχὴ στὴν ἰταλική παράδοση, ποὺ «ὁ περιπλανώμενος Ἰουδαῖος» ὀνομάζεται  Μπουτάντεο.

γ)Κατὰ μεσαιωνικὴ  παράδοση, ὀνομάζεται Μὰλκ ἤ Μάλχος.

Κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα (1602) ὁ γερμανὸς συγγραφέας,  ἰσως ὁ Dudulueus, ἔγραψε βιβλίο  ὑπὸ τὸν τίτλο «Ποιητὴς», ὅπου ὁ ἥρωας ὀνομάζεται Ἀχασβῆρος καὶ εἶναι ὑποδηματοποιὸς στὰ Ἰεροσόλυμα.

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς, βαδίζοντας πρὸς τὸν Γολγοθὰ, βαστἀζοντας τὸν Σταυρὸν τοῦ Μαρτυρίου, πέρασε μπροστὰ ὰπὸ τὸ κατάστημα τοῦ Ἀχασβήρου, οἱ στρατιῶτες ποὺ ὁδηγοῦσαν τὸν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, παρεκάλεσαν τὸν Ἰουδαῖον νὰ  ἐπιτρέψη νὰ ἀναπαυθῆ γιὰ λίγο ὁ Χριστὸς.

Ὁ Ἀχασβῆρος ἀρνήθηκε λέγοντας: «Βάδιζε! Βάδιζε!».

Καὶ    ὀ Ἰησοῦς τοῦ ὰπάντησε: «Βάδιζε,καὶ σὺ. Θὰ διατρέξης ὅλη τὴ γῆ χωρὶς νὰ μπορέσης νὰ ὰναπαυθῆς πουθενά, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».

Απὸ τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ  Ἀχασβῆρος  ώθούμενος ἀπὸ ὑπερφυσικὴ δύναμη, ἄρχισε τὸ ἀτελείωτο ταξείδι του…

Τὸ ἔργο μεταφρἀστηκε  στὴ γαλλικὴ γλῶσσα τὸ 1609 μὲ τίτλο «Ὁ περιπλανώμενος Ἰουδαῖος».

Ἀπὸ τὸτε ἡ παράδοση  διαδόθηκε ἀστραπιαίως καὶ χρησίμευσε ὡς ὑπόθεση λογοτεχνικῶν ἔργων.

Ὁ μεγαλύτερος τῶν ποιητῶν καὶ πεζογράφων τῆς Γερμανίας Γκαῖτε (1749-1832) κατά τὴν νεότητά του τὸ 1774 εἶχε τὴν ἰδέα νὰ  χρησιμοποιήση τὴν ἱστορία αὐτὴ, ὡς ὑπόθεση ἐποποιΐας. Στὸ σχετικὸ σχέδιο  τοῦ ποιήματος  γράφει στὰ  «ἀπομνημονεύματά» του: «Ἤθελον», λέγει, «νὰ μεταχειρισθῶ τὸν θρῦλον τοῦτον, ὡς καθοδηγητικὸν μῖτον, διὰ ν᾿ ἀναπαραστήσω τὴν ἱστορίαν τῆς θρησκείας καὶ  τῶν ἐπαναστάσεων τῆς Ἐκκλησίας».

Ἄλλος ἔνδοξος Γερμανὸς μουσικὸς, ὀργανίστας, συνθέτης καὶ ποιητὴς ὁ Σοῦμπερτ (1739-1801) -ἔγραψε στίχους πολλῶν τραγουδιῶν του ὁ Σοῦμπερτ -ἄφησε λυρικὸ ἀπόσπασμα γιὰ τὸν περιπλανώμενο Ἰουδαῖο, ὅπου περιγράφει τὶς συνεχεῖς ἀπόπειρες νὰ φύγη ἀπὸ τὴν ζωή. Παντοῦ ἀναζητεῖ τὸν θάνατο καὶ δὲν τὸν βρίσκει πουθενά.

Στὴ Γαλλία ὁ  φιλόσοφος, ποιητὴς, πολιτικὸς καὶ ἄριστος ἰστορικός Κινέ (1803-1875), ἔγραψε ἔργο, ποὺ ὰποτελεῖ τὴν προσωποποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ο Γάλλος ποιητὴς Βεραντζέρος (1780-1857), ἔγραψε μακροσκελέστατο ποίημα.

Ὁ Γερμανὸς (Αὐστριακὸς)  ποιητὴς καὶ μυθιστοριογράφος Χάμερλιγκ (1830-1889) ἔγραψε μεγάλη ἐποποιΐα  σὲ εξη τμήματα μὲ τίτλο «Ὁ Ἀχασβῆρος ἐν Ρώμη», ἡ ὁποία εἶναι ἀπὸ τὰ αριστουργήματα τῆς Γερμανικῆς φολολογίας.

Ὁ Γάλλος ἰατρὸς, συγγραφέας περιπετειωδῶν μυθιστορημάτων Εὐγένιος Σύης (1801-1857, ἔλαβε μέρος καὶ στὴν ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου), ἔγραψε μέγα μυθιστόρημα, μὲ τἰτλον «Ὁ περιπλανώμενος Ίουδαῖος» με σκοπόν  πολεμικῆς κατὰ τῶν Ἰησουϊτῶν, γνωστότατο στἠν Ἑλλάδα ἀπὸ μετάφραση.

Προφανῶς, ὁ περιπλανώμενος Ἰουδαῖος  εἶναι ἡ εἰκόνα τῶν πεπρωμένων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ἑπάνω στὸν μῦθον  τοῦ  «Ἀχασβήρου», στηρίχτηκε  καὶ ὁ  διαπρεπὴς φιλόλογος καὶ ποιητὴς Σταμάτιος Βάλβης, καὶ συνέθεσε τὸ ποίημά του (1886), μὲ τὀν τἰτλο «Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΙΟΥΔΑΙΟΣ».

Ὁ Σταμἀτιος Βἀλβης κατάγονταν ὰπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἀπὸ τὴν ὀνομαστὴ οἰκογένεια τῶν Βάλβηδων.

Ὑπῆρξεν ἀπὸ τοὺς τελευταίους ἀδιαλλάκτους ὑπερμάχους τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς καθαρεύουσας στὴ λογοτεχνία. Ἦταν ἡ ἐποχὴ. Μὴν ξεχνᾶμε λ.χ. τὸν Ροΐδην, τὸν Μωραϊτίδη, τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Θεόδωρο Ὀρφανίδη, τὸν Ἀλέξανδρον Ραγκαβήν, τὸν Ἀχιλλέαν  καὶ Γεώργιον Παρἀσχο καὶ ἄλλους.

Μετέφρασεν στὴν καθαρεύουσα έμμέτρως τοὺς  «Ἐπινικίους» τοῦ Πινδάρου, δημοσίευσε δὲ καὶ συλλογὴν ποιημάτων ὑπὸ  τὸν τίτλο «Λυρικὰ εἰδύλλια». Ἀπεβίωσε τὸ 1916.

Πρὸς διευκόλυνση τῶν ἀναγνωστῶν, ποὺ ἴσως δὲν ἔχουν λεξικά, παραθέτω στὸ τέλος τοῦ ποιήματος  σχετικὸ  «Γλωσσάρι».

Καὶ τώρα τὸ ποίημα:

 

Ο  ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΙΟΥΔΑΙΟΣ

Βαστάζων ξύλινον σταυρὸν ἀπὸ τοῦ Πραιτωρίου

ἐξέρχεται μετ᾿ ἄλλων ὁ Μεσσίας,

καὶ βαίνει πρὸς τὸν Γολγοθὰν, τὴν γῆν τοῦ μαρτυρίου,

ὁ μάρτυς ὁ ἁγνός τῆς ἀληθείας.

 

Κλίνατε γόνυ, ἄνθρωποι , πρὸ τοῦ δικαίου τούτου:

Ἀφ᾿ ἦς  ἐγκαθιδρύθη κοινωνία

Οὐδέποτε ἀνέτειλε μετἀ τοιούτου πλούτου

ἄλλος τις νοῦς καὶ ἄλλη τις καρδία!

 

Οὐδέποτε ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ὁ κόσμος έγεννήθη,

ἡ τολμηρὰ, ἡ ἄφρων ἀδικία

οὐδέποτε προσέβαλε τοιαῦτ᾿ άθῶα στήθη,-

ἀλλ᾿ εἶναι μόνη αὕτη ἡ θυσία!…

 

Καὶ ἐξ  αὐτῆς ἠντλήσαμεν τὸ τῆς ἐλπίδος θάρρος,

Καὶ ἀνεπλάσθημεν κατὰ τὸ πνεῦμα,-

Καὶ ὁ σταυρὸς ἐγένετο τῶν καρδιῶν ὁ φάρος

Καὶ τῆς ζωῆς ἡμῶν τὸ νέον ρεῦμα!

 

Κλίνωμεν γόνυ πρὸ αὐτοῦ: Ὁ ἀκρογωνιαῖος

τῆς ἀνθρωπότητος κατέστη λίθος,

καὶ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐρείδεται πᾶν ὅ,τι ζῆ ἑδραίως

Καὶ ἀνυψοῖ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος!…

 

Ἐπ᾿ ὤμων φέρων τὸν σταυρὸν ὁ Ἰησοῦς προβαίνει.

ἀλλ᾿ ὅμως ἡ μακρὰ ὁδοιπορία

ἐξήντλησε τὸν ἄνθρωπον, ὁ Ἰησοῦς ἀσθμαίνει.

καὶ ἀναπαύσεως παρέστη χρεία.

 

Ὀλίγα βηματα μακράν, ἐν τῆ στροφῆ τοῦ δρόμου,

ὑπηρχεν ἀνοικτὴ μικρὰ οἰκία,

καὶ ἐν αὐτῆ κατἀστημα ὑπῆρχε σκυτοτόμου

καὶ δύο ἔξωθεν αὐτοῦ θρανία. 

 

Ἀχάσβερος ἐλέγετο ὁ γέρων σκυτοτόμος:

Ἦτο ἀνὴρ ἠθῶν αὐστηροτάτων.

ἐλάτρευε τὸν Σαββαὼθ, διῆγε φιλονόμως,

καὶ μόνον- ἐστερεῖτο αἰσθημάτων!

 

Τὸ γράμμα  μόνον τὸ ξηρὸν, τὸ κέλυφος τοῦ νόμου,

ἐτήρει κατ᾿ ἀκρίβειαν τελείαν,

ἀλλὰ τὸ πνεῦμα οὐδαμῶς: Ὁ νοῦς τοῦ σκυτοτόμου

ἠγνόη τοῦ πυρῆνος τὴν οὐσίαν!

 

Οὐδείς , οὐδεὶς ήδύνατο ἐκεῖνον ν᾿ ἀγαπήση.

ἐθεωρεῖτο ἄκανθα εὐθεῖα:

Ούδείς ποτε τὸν ἔψεξε, πλὴν πᾶς τις τὸν ἐμίσει

Καὶ οἰκογένεια καὶ κοινωνία!

 

Ὁ Ἰησοῦς προέτεινε, ὅτ᾿ ἔφθασε πλησίον

αὐτὸς καὶ οἱ φρουροὶ εἰς τὴν οίκίαν,

νὰ παραμείνη ἐφ’ ἑνὀς ἐκεῖ ἐκ τῶν θρανίων,

μικρόν τι ἀνακόπτων τὴν πορείαν.

 

Συνήνεσαν οἱ φύλακες, καὶ οὖτος ἐκ τῶν ὤμων

Κατέθηκε τὸ ξύλινον φορτίον,

ὁπότε βλέπει πρὸ αὐτοῦ δεινὸν τὸν σκυτοτόμον

μετὰ συνεσπασμένων τῶν ὀφρύων!

 

-«Βάδιζε, πλάνε, βάδιζε. Κακοῦργος εἰς τὸν οἶκον

τοῦ Ἀχασβέρου μάτην προσεγγίζει!»

Καὶ ὁ Χριστός, εἰς τὴν φωνήν τὴν ἄσπλαχνον ὑπείκων,

Λαμβάνει τὸν σταυρόν καὶ βαδίζει.

 

Άλλὰ πρὶν ἔτι κινηθῆ, ἕν δάκρυ ἀνατέλλει,

ἐπὶ τῆς ὄψεως αὐτοῦ τῆς θείας,

καὶ πρὸς τὸν γέροντα εὐθὺς  τοιαύτην ἀποστέλλει

ἀρὰν ἀπὸ βάθους τῆς καρδίας:

 

«Ἐγὼ βαδίζω, πλὴν καὶ σὺ ὡς πλάνης νὰ βαδίσης

μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων,

καὶ δὲν ἐκάθισα ἐγὼ, καὶ σὺ νὰ μή καθίσης

καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῶν χρόνων!».

 

Εἶπε, παρηλθεν ὁ Χριστός!-Ὁ γέρων σκυτοτόμος

ἀπαύστως ἔκτοτε πλανᾶ τὸ βῆμα,

μετὰ στροβίλων ἔρχεται καὶ φεύγει ἀποτόμως,-

καὶ ὰναμένει ἄπελπις  τὸ μνήμα!

 

[1886]   ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ  ΒΑΛΒΗΣ


ΓΛΩΣΣΑΡΙ  (Ὑπὸ Πολυχρόνη Νταλάση)

Ἀκρογωνιαῖος λίθος=ἀγκωνάρι, ὁ θεμέλιος λίθος τῶν οἰκοδομῶν.

ἀνακόπτω=σταματῶ, ἀναστέλλω, ἀναχαιτίζω // ἀντικρούω

ἀνυψοῖ=ἐξυψώνει

ἄπελπις=χωρἰς ἐλπίδα

άρὰ=κατάρα

ἀσθμαίνει=λαχανιάζει

ἄφρων=ἀνόητος

βαδίζων=πορευόμενος, πηγαίνοντας

βαίνει=βαδίζει

δεινός=φοβερός

ἑδραῖος=σταθερός

ἐξέρχεται=βγαίνει ἔξω

ἐρείδεται=στηρίζεται, ἀκουμπάει

κατέθηκε=κατέβασε

κέλυφος =τὸ τσόφλιο, τὸ ἀπ᾿ ἔξω μέρος αὐγοῦ κ.λπ

κλίνατε γόνυ= γονατίστε

οὐδαμῶς=καθόλου

ὀφρύων=τῶν φρυδιῶν

πλάνης=περιπλανώμενος,  ἀλήτης

πραιτώριον=διοικητήριον, δικαστήριον τῶν ἀρχαίων Ρωμαίων

προβαίνει=προβάλλει, ἐμφανίζεται

σκῦτος=δέρμα κατεργασμένον

σκυτοτόμος=ὑποδηματοποιός

στρόβιλος=κίνηση άνέμου σὰν σβούρα (άνεμοστρόβιλος)

συνεσπασμένων τῶν ὀφρύων=μὲ σουφρωμένα τὰ φρύδια

συνήνεσαν=συμφώνησαν, συγκατατέθηκαν

ὑπείκων=ὑπακούοντας

χρεία=ἀνάγκη


ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:

  • Λεξικόν «ΗΛΙΟΣ».
  • Λεξικόν τῆς «ΠΡΩΪΑΣ».
  • Μ.Ε.Ε. «ΠΥΡΣΟΥ»-ΔΡΑΝΔΑΚΗ.
  • Ἐπίτομον Λεξικὸν «ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ»
  • Ὀρθογραφικὀν Λεξικὸν Δ. Κυριακοπούλου.
  • «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» ἐτους 1887, τοῦ Ἰ. Ἀρσένη.
  • ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ τῆς Ὀλυμπίας Τολίκα, ἔκδ. Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης, Ἀθήνα 1995.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη