«Historia De Un Amor», ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαεννιά της όταν γνώρισε τον Νικήτα. Είχε περάσει Παιδαγωγική στη Θεσσαλονίκη και μόλις είχε μετακομίσει στο -για πρώτη και ίσως μοναδική φορά- δικό της σπίτι. Μια μικρή γκαρσονιέρα σε ένα στενοσόκακο κάθετα στη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ένα μοναδικό δωμάτιο με ένα γωνιακό πάσο που χώριζε ένα μικρό κουζινάκι, ένα μικρό μπάνιο και μια σταλιά βεραντούλα, που όμως αν έσκυβες και κοίταγες πέρα, έβλεπες στο βάθος τον Θερμαϊκό. Σ’ αυτή τη βεράντα ίσα που χώραγε μια πλαστική άσπρη καρέκλα, ένα βαμμένο άσπρο ξύλινο κασόνι για τραπεζάκι και όλα τα όνειρά της όταν έβγαινε τα βράδια και ανέπνεε αχόρταγα τον αέρα αυτής της πόλης που έμελλε να αγαπήσει πολύ. Τόσο πολύ, που κάθε ανάμνησή της στο μέλλον την πονούσε βαθιά…

Ανήσυχο νιάτο, ασιγούρευτο. Μια μικρή επαναστάτρια κρυβόταν καλά μέσα της και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να σκάσει με φόρα στο κατεστημένο και να αλλάξει τον κόσμο ή να φάει τα μούτρα της. Τίποτε ενδιάμεσο. Ήταν πολλά χρόνια ενδιάμεσα σε μια μάνα που έβαζε γκολ απ’ τα αποδυτήρια κι έναν πατέρα που η πραότητά του κόλαζε και αρνί. Δεν ήθελε άλλα ενδιάμεσα. Ήθελε να είναι. Εκείνη, εκεί, χωρίς δεύτερη σκέψη για το τι πρέπει και τι όχι.

Ντύθηκε με ό,τι δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό από τον κύκλο τους. Ξεκίνησε να καπνίζει στριφτά, έτσι για την αλητεία, για να χαλάει τσάμπα χρόνο επιδεικτικά μπροστά στα μούτρα όσων δεν τους άρεσε. Έκοψε τα μαλλιά της σε ένα α λα γκαρσόν που θα το ζήλευε και νεοσύλλεκτος. Και περπάταγε. Πάρα πολύ περπάταγε. Με ένα ζευγάρι σταράκια και ένα σακίδιο πλάτης από φτηνή δερματίνη είχε αλωνίσει όλη τη Θεσσαλονίκη τόσες φορές που θα μπορούσε άνετα να γίνει ταρίφας. Άμα δεν αρίστευε στη Σχολή, λέμε. Πράγμα δύσκολο, γιατί κουβάλαγε μια περηφάνια σαν ρετσινιά, από τα παιδικά της χρόνια. Και ήταν το μόνο πράγμα που δε γούσταρε να αποτινάξει από πάνω της.

Εκεί γνώρισε τι θα πει κρασί χύμα. Στη Θεσσαλονίκη. Και τι εστί «πάμε για καφέ». Με την παρέα, με το καλαμάκι που έφερνε τόσες γύρες στο ποτήρι που του χάραζε αυλακιές, με το γέλιο, έτσι, το αυθόρμητο, το αναίτιο, το πηγαίο. Όλα, όλα, μέχρι που γνώρισε τον Νικήτα.

Είχε ματάρες η Δώρα. Κι ένα γέλιο που μπορούσε να σε παρασύρει στο φως ακόμα κι αν κολύμπαγες στα πιο πυκνά σκοτάδια. Ήτανε γκόμενα λωτός – σκληρό πετσί, αγίνωτο, άγουρο θα ‘λεγες. Μα εκείνο το μέσα της… Πώς χωρούσε τόση γλύκα μαζεμένη μέσα σε έναν άνθρωπο; Πόση τρυφεράδα μπορούσανε να μεταγγίσουνε εκείνα τα χέρια;

Τη γνώρισε σε μια κοινή τους παρέα. Εκείνος μεγαλύτερος. Δούλευε κάπου, είχε δικό του αυτοκίνητο, έμενε μόνος του. Και ήτανε αγχωτικά όμορφος. Πόσο όμορφος στα μάτια της… Την κόζαρε από ώρα, τόσο που εκείνη ένιωθε λες κι είχανε πάρει φωτιά τα μάγουλά της. Δεν της μίλησε ούτε μία φορά όσο ήταν όλοι μαζί. Όταν ήρθε η ώρα να το σχολάσουνε επιτέλους και να μαζευτούνε σπίτια τους, καθώς περνούσε από δίπλα της την έπιασε απότομα από τον καρπό. Την τρόμαξε τόσο αυτή η ξαφνική του η κίνηση που μα την Παναγία λίγο ακόμα και θα κατουριότανε πάνω της!

«Το βράδυ στις οχτώ; Είναι καλά;» της είπε.

«Ναι, μια χαρά.» του απάντησε ξέπνοα, τάχα μου χαλαρά κι αδιάφορα. «Να σου πω πού…»

«Ξέρω. Να είσαι από κάτω, θα περάσω να σε πάρω με τ’ αμάξι».

Πανικός! Ένιωθε ότι ονειροβατούσε! Έπαιζε συνέχεια στο μυαλό της τη σκηνή, προσπαθούσε να σιγουρευτεί ότι στ’ αλήθεια το ‘ζησε. Το πιο ωραίο παιδί της παρέας ζήτησε σ’ αυτήν να βγούνε. Έτσι, απ’ το πουθενά! Εντάξει. Ψυχραιμία.

Όλες τις υπόλοιπες ώρες τις πέρασε κλασσικά γυναικεία. Το ατίθασο νιάτο, το ασιγούρευτο. Κλάιν… Μπανιαρίστηκε. Πάλεψε με το μαλλί να το φέρει εκεί που ήθελε. Ντύθηκε και γδύθηκε και ξαναντύθηκε καμιά εικοσαριά φορές. Τελικά, στις οχτώ παρά πέντε, φόρεσε ό,τι να ΄ναι, ψεκάστηκε με άρωμα ολούθε, πήρε τα τσιγάρα της και τα ‘χωσε στο σακίδιο, έβαλε τα σταράκια της και κουτρουβάλησε τις σκάλες για να βγει έξω, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει στο λαιμό της τόσο δυνατά που νόμιζε ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει.

Μόλις βγήκε έξω από την πολυκατοικία είδε λίγο πιο κάτω, σταματημένη με alarm, μια μαύρη γυαλιστερή BMW. Πήγε προς τα εκεί. Όταν πλησίασε άκουσε μια μαγική μουσική να βγαίνει από το ανοιχτό παράθυρο. Μια γυναικεία φωνή τραγουδούσε παθιασμένα ένα τραγούδι που θα μπορούσε να ήταν και ερωτικό. Δεν το είχε ξανακούσει. Έφτασε δίπλα στο παράθυρο και έσκυψε διακριτικά να σιγουρευτεί. Ναι, ήταν ο Νικήτας. Εκείνος έσκυψε να της ανοίξει την πόρτα.

Ό,τι είπαν εκείνο το βράδυ δεν το θυμήθηκε ποτέ. Θυμόταν μόνο τις πεταλούδες που χορεύανε σαν τρελές μέσα στο στομάχι της, το ημίφως που διέχεε στην καμπίνα το καντράν, το άρωμά του, το ζεστό του χέρι, τα βαθιά, απαιτητικά φιλιά του. Θυμόταν τη ζάλη της όταν του δόθηκε εκείνο το ίδιο βράδυ, χωρίς καμιά αντίσταση, καμιά αιδώ, καμία λογική…

Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του έρωτά τους. Historia de un amor [1]. Αυτό έγινε και το τραγούδι που πάντα θύμιζε Νικήτα, το ερωτικό τραγούδι που είχε ακούσει την πρώτη τους εκείνη νύχτα.

Περάσανε έναν χρόνο αυτοκόλλητοι. Ζούσαν, τρώγανε, ανέπνεαν ο ένας τον άλλον. Ο ένας για τον άλλον. Μαζί σε όλα. Μαζί και σε κείνο τον μαγικό κόσμο των αισθήσεων που δένει άρρηκτα και απόλυτα τα ερωτευμένα ζευγάρια… Ευτυχία απόλυτη. Κι ένα μεγάλο ζευγάρι παρωπίδες που δεν άφηνε την Δώρα να δει ούτε χιλιοστό έξω απ’ τα μάτια του Νικήτα. Και κάλπαζε η φαντασία της μέχρι που έγινε προσδοκία. Και μεγάλωνε η προσδοκία μέχρι που έγινε αναμονή. Πότε; Κι άρχισε να σφίγγει την αγκαλιά της λίγο παραπάνω κάθε φορά. Και κείνος άρχισε να πνίγεται και να κλωτσάει σαν το πουλάρι που θέλει να τρέξει μακριά και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.

Δεν βοήθησε καθόλου την κατάσταση η μάνα της. Πότε; Να τον γνωρίσουμε.

Και μετά… Πότε; Να κάνουν τα παιδιά έναν αρραβώνα, δυο χρόνια κοντέψανε μαζί.

Ομηρικοί οι καυγάδες ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Κι αυτό το «ανάμεσα» τής Δώρας τής πλάκωνε το στήθος και τη μαύριζε. Κι ενώ έπρεπε να χαίρεται και να πετάει, εκείνης άρχισε να της λιγοστεύει το φως. Ένιωθε πως πέταγαν μακριά τα όνειρά της και πως έπρεπε να τα δέσει γρήγορα, σφιχτά, για πάντα, πριν προλάβουν και χαθούν κάπου ψηλά και δεν τα φτάνει πια. Κι όλο πίεζε με τη σειρά της τον Νικήτα. Γι’ αυτό το «για πάντα». Μέχρι που μια ωραία πρωία…

«Θα φύγω» της είπε.

«Τι εννοείς;»

«Δεν αντέχω άλλο, δεν ήθελα αυτό για μας, όχι έτσι, όχι τόσο απότομα, όχι… Δεν μπορώ, θα φύγω… Και βλέπουμε…»

Εκείνη έκλαψε, παρακάλεσε. Δεν είχε ζωή χωρίς αυτόν, δεν είχε. Μ’ όλους τσακώθηκε, σ’ άνθρωπο δεν μίλαγε. Μόνο τσιγάρα, καφέδες, τσιγάρα, καφέδες… Τον λάτρευε. Μα και κείνος τη λάτρευε, το ήξερε. Το ήξερε! Το ήξερε;…

Πέρασε ένας μήνας μαρτυρικός. Στο τέλος τις έκαμψε τις αντιστάσεις του και βρεθήκανε να μιλήσουνε. Και τότε είδε έναν άλλον Νικήτα. Πουθενά δεν υπήρχε εκείνη η γλύκα, εκείνη η ζεστασιά του.

«Κοίταξε να δεις… Άμα θες να είμαστε μαζί, θα είμαστε. Όμως με άλλους όρους αυτή τη φορά» της είπε και την κοίταζε λες και λογάριαζε κείνη την ώρα αν του άρεσε ακόμα.

«Ό,τι θες, ό,τι πεις, μόνο γύρνα, σ’ αγαπάω!» έλιωνε εκείνη απεγνωσμένα.

«Και μόνος μου θα βγαίνω και θα πηδάω κι άλλες» της είπε κι ένιωσε η Δώρα να βουλιάζει η καρδιά της σ’ έναν πηχτό βούρκο…

«Να πηδάς  όποια θες, δε με νοιάζει, αρκεί να είσαι μαζί μου…» του απάντησε εκείνη μ’ αναφιλητά.

«Και την Όλγα, την ξαδέρφη σου, να ξέρεις την πήδηξα. Τώρα που ήμασταν χώρια.»

Παύση. Την Όλγα… Ήτανε πρώτη της ξαδέρφη. Το ήξερε πως ο Νικήτας ήτανε δικός της. Παύση. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Το ήξερε πόσο τον αγαπούσε, πόσο πόναγε… Παύση. «Πάρε επιτέλους ανάσα!» σκεφτότανε. «Ανάσα! Ανάσα!»

«Δεν με νοιάζει» ανάπνευσε. «Μόνο εσένα θέλω, τίποτε δε με νοιάζει».

Κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και παρακάλαγε με όλο της το είναι να την αγαπήσει ξανά. Όπως πριν και παραπάνω. Και να της πει πως όλα ήταν ένας κακός εφιάλτης. Και να της σφράγιζε το στόμα και τα μάτια με χίλια φιλιά. Και να ζούσαν παντρεμένοι με παιδιά στην πορτούλα του Μηλιά… όπως λένε και στα παραμύθια.

Μα τίποτε από αυτά δεν έγινε. Γιατί δεν ήταν να γίνει. Γιατί δεν έπρεπε να γίνει. Γιατί δεν είναι έτσι η αγάπη. Ούτε η δική της, ούτε η δική του. Κι ας έλεγε η Δώρα στα χρόνια που ήρθαν πως ο Νικήτας ήταν αυτός ο ένας που της κατέστρεψε τη ζωή. Κι ας είχε ξαναγαπήσει. Κι ας είχε κάνει παιδιά. Δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο να δεχτεί πως ποτέ δεν την είχε αγαπήσει. Όχι στ’ αλήθεια. Δεν είχε βρει τον τρόπο να καταλάβει πως κι αν έφταιγε εκείνη που έφυγε, δεν έφταιγε εκείνη που δεν γύρισε ποτέ.

 

«…Είναι η ιστορία μιας αγάπης που δεν έχει όμοιά της

Που με έκανε να καταλάβω όλο το καλό… όλο το κακό…

Που έδωσε φως στη ζωή μου

Και μετά το έσβησε…» [2]

 

Μια πικρή ιστορία αγάπης. Μια ιστορία για τον Νικήτα που δεν γύρισε…

 


[1] Historia de un amor: (μετ.: Η ιστορία μιας αγάπης) τραγούδι σε στίχους και μουσική του Carlos Eleta Almarán.

[2] Στίχοι του τραγουδιού Historia de un amor σε ελεύθερη μετάφραση.

Ίσως σας αρέσει και

4 Σχόλια

  • Ευτέρπη Βεριγάκη
    24 Φεβρουαρίου 2019 at 21:15

    Πολύ ωραίο διήγημα και ο συγκεκριμένος μουσικός τίτλος πολύ ταιριαστός. Ευχαριστώ.

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      5 Μαρτίου 2019 at 19:10

      Εγώ σας ευχαριστώ για την ανάγνωση και τα καλά σας λόγια.

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    25 Φεβρουαρίου 2019 at 07:39

    ” Κι άρχισε να σφίγγει την αγκαλιά της λίγο παραπάνω κάθε φορά. Και κείνος άρχισε να πνίγεται και να κλωτσάει σαν το πουλάρι”

    Γιατί η αγκαλιά πρέπει να αφήνει χώρο για ανασες – και μια μικρή έγνοια στον άλλον για το τι θα γίνει άν τη χάσει… αυτό!
    Πολύ δυνατό, πολύ αυθεντικό, σαν μάθημα πολύτιμο για τα άγουρα νιάτα Κατερίνα μου! 🙂

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      12 Μαρτίου 2019 at 19:46

      Χαίρομαι που σου άρεσε Βάσω μου και που ανίχνευσες σ’ αυτό το διήγημα και κάτι παραπάνω από μια ιστορία αγάπης.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη