Μπροστά περπάταγαν οι οργανοπαίχτες, παίζοντας θεσσαλιώτικα παραδοσιακά τραγούδια του γάμου. Από κοντά ο αρρεβωνιάρης, ο Σωτηράκης, πέρναγε σοβαρός βαστώντας αγκαζέ τους δυο γονιούς του. Η μάνα του, η κυρά-Ματούλα, χαμογέλαγε συγκρατημένα. Ο πατέρας του όπου έβρισκε παιδιά, έχωνε το χέρι βαθιά στην τσέπη και μοίραζε τάλαρα σε όλα. Οι βλάμηδες που ακολουθούσαν ήταν όλοι τους οι πιο κοντινοί φίλοι του γαμπρού καθώς και τα πρώτα του ξαδέρφια. Παραπίσω έρχονταν οι υπόλοιποι συγγενείς και κάποιος
Κατηγορία: Χάιδω & Σωτηράκης
-Τι έχ’ς Χαϊδούλα μ’ κι είσι έτσ’ α μουτρωμέν’; ρώτησε η μάνα της τη Χάιδω όταν την είδε που μπήκε στην κουζίνα και είχε τα μούτρα κατεβασμένα ως το πάτωμα. -Τι να ‘χου μωρ’ μάνα… Τίποτις. Τι καλό φτιάν’ς σήμερις: Η κυρά-Λένη σταμάτησε το μαγείρεμα αμέσως. Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της, πιο πολύ για να κερδίσει χρόνο να μελετήσει καλά τη στάση της Χάιδως παρά πως το είχαν ανάγκη. -Ιμένα διν μι γιλάς… Τι σε στενοχώρεψε; τη ρώτησε στο τέλος και την τράβηξε απ’ το χέρι να πάει κοντά της
-Τι τσ’ ήνταν αυ’νες οι κουβέντις! Απ’ θα ειπεί στου πιδί το θ’κό μ’ ουότ’ θα δουθεί στουν Φώτ’! Η αχαϊρευτ’! Κι αυτήνε ισύ θες να την κάν’τς γυναίκα σ’ τώρα, το ‘χ’ς απουλέσ’ ντιπ; Πες κι ισύ τίποτις Γιώργου! -Βρε μάνα, του κορίτσ’ ιέχ’ δίκιου. Τα μέρ’ είν’ μικρά, ου κόσμους κουτσομπουλεύ’! Σα πόσο σ’ λέει θα καρτιράει; -Ιιι! ‘Ακ’στον Παναϊα μ’, ακούστι χριστιανοί τι λέει! Τι χαλεύ’ ου κόσμους στ’ς δ’λειές τις θ’κες μας; Γιατί, είπαμ’ θα την πάρουμι κι την απαρατίσαμ’ την κυρία κι φουνάζ’;
Ακούστηκε η αυλόπορτα να τρίζει. Κάποιος είχε έρθει. Ο Γκέκας, το κοκονάκι που είχανε, φύλακας σωστός, κίνησε να γαυγίζει ώσπου είδε ότι ήτανε ο κυρ-Μπάμπης ο ταχυδρόμος και λούφαξε πάλι πίσω στη γωνιά του. -Καλημέρα Ματούλα, αυτού ίσι; Αυτού παν ίσι λιέου;, φώναξε φτάνοντας στη ρίζα απ’ σκάλα, μπα και γλίτωνε τ’ ανέβασμα. Ο κυρ-Μπάμπης κι η κυρά-Ματούλα, συμμαθητές απ’ το Δημοτικό, χρόνια γνωρίζονταν. Τα παιδιά τους συμμαθητές κι αυτά. Η μοναχοκόρη του κυρ-Μπάμπη, η Αγορίτσα κι ο Σωτηράκης
- Σειόνται τα δέντρα, σειόνται Ζαχαρούλα μ’, σειόνται και τα κλαδιά… ξεκίνησε να της τραγουδάει η μάνα της αφού φύγανε τα συμπεθέρια κι ο γαμπρός, μετά που δώσανε τον λόγο. Μα έσπασε η φωνή της κι έβγαλε μέσα απ’ το μανίκι της ένα άσπρο μαντήλι και κάλυψε το στόμα της.- Αχ, σειόνται τα δέντρα, σειόνται Ζαχαρούλα μ', σειόνται και τα κλαριά, αχ, σειέται κι η Ζαχαρούλα, η Ζαχαρούλα, σαν πάει στην εκκλησιά. Ζαχαρούλα τ' όνομα σου, και γλυκό το φίλημά σου, έπιασε και το συνέχισε ο πατέρας της
- Εγώ τ’ς έταξα πως θα την ζητήξου. Και τουν λόγου μ’ δεν τον επαίρνω πίσου μάνα, πάει κι τέλειουσι! - Τι ειν’ αυτά απ’ λιες παιδάκι μ’; Ακόμα δεν την ίειδαμι την βάφτιτσες και νύφη μ’; Μπα κι το ‘χ’ς απουλέσ’ ντιπ; Μίλα κι συ βρι Γιώργου, διν τουν ακ’σες τι είπε τώρα γιας; - Ιμένα Ματούλα μ’ μι μ’ ανακωτών’ς ντιπ! Ουλόκληρους άντρας τον είναι, ιμείς θα τον πούμ’ ποιάν θα πάρ’; - Α, γειά σ’ βρι πατέρα λιβέντη μ’, ισύ μι νιώθ’ς! - Α, έτσ’ ‘ια το ‘χ’τε κι οι δυό σας, α; Να μι σκάσ’τι για
Η ιστορία μας τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας. Για την ακρίβεια η Χάιδω είναι από ένα ορεινό χωριό της Αργιθέας. Πιο ορεινό δεν γίνεται. Κι ο Σωτηράκης είναι από ένα καμπίσιο. Κάμπος καραγαρμπίλα, που λέμε. Τα δυό άκρα αντίθετα, γκαραγκούνης ο ένας, σαπανίτσ’α η άλλη, μακριά το ‘να απ’ τ ‘ άλλο, ήρθαν και τα γκίμισιαν ένα πρωί, στη μεγάλη ζωοπανήγυρη που γίνονταν κάθε Σάββατο στο μεγαλύτερο κεφαλοχώρι της περιοχής. Ένα αλισβερίσι για την προμήθεια μιας πρατίνας στάθηκε
Πρόσφατα σχόλια