“9η ιστορία – Αργύρης”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλλου-Κίσσα

Αφορμή για να γνωριστούνε οι δύο άντρες, στάθηκε μια ταμπακέρα. Μια απλή, μπακιρένια ταμπακέρα, που χώραγε μέσα ίσα-ίσα είκοσι στριφτά σέρτικα. Απ’ την μια μεριά της ταμπακέρας χαμογέλαγε πλατιά ο Νάσος. Κι απ’ την άλλη μεριά στέκονταν με σταματημένη την καρδιά ο Αργύρης. Σοβαρός και λιγόλογος, όπως πάντα.

Ο Νάσος είχε έρθει στο χωριό μαζί με τη μάνα του, μια κοκκινομάλλα Αγγλίδα μετρίου αναστήματος, μ’ ένα έξυπνο μουτράκι γιομάτο φακίδες και κάτι ρούχα τόσο φανταχτερά και πολύχρωμα, που ταράζανε αλλόκοτα την μουντή ησυχία του μαύρου και του καφέ, που κυριαρχούσαν σε ό,τι φόραγαν οι γυναίκες του τόπου μας.

Την Έλεν, έτσι την έλεγαν τη μάνα του Νάσου, την αγάπησε πολύ ο πατέρας του, ο καπετάν-Θεριός, όπως τον φώναζαν όλοι στο χωριό. Γιάννη τον έλεγαν τον άνθρωπο, όμως η σχέση του με τη θάλασσα ήταν σαν κι αυτήν του Θεριού και του Γιάννη της παροιμίας, που φοβότανε ο ένας τον άλλον κι έτσι του κολλήσαν το Θεριός. Και μιας και η φτώχια τον είχε ρίξει στα κύματα τον καπετάν-Γιάννη, μόλις έμασε δυο φράγκα κι αφού γκάστρωσε την Έλεν σ’ ένα απ’ τα ανταμώματά τους σε κάποιο φθηνό ξενοδοχείο στο λιμάνι του Λίβερπουλ, πήρε την απόφαση κι έπιασε ξέρα μόνιμα, αγόρασε κι ένα ταξί «Αγοραίον», παντρεύτηκε και την ξένη, βάφτισαν από κοντά και τον γιο Αθανάσιο, στο όνομα του μακαρίτη του πατέρα του, κατά το έθιμο. Ήταν σχεδόν ενάμιση έτους ο μικρός όταν τον ήφερε η μάνα του μαζί με δυο μαύρες, δερμάτινες βαλίτσες κι ένα παιδικό καροτσάκι της Chicco, που όμοιό του δεν είχε ματαδεί κανένας στο χωριό μας, πέρα απ’ τις αφίσες τις διαφημιστικές, που κολλάγανε κατά καιρούς τα εμπορικά καταστήματα στις βιτρίνες τους. Αυτά τα δύο πράγματα είχανε μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη των χωριανών, τόση εντύπωση που τους κάνανε. Το καροτσάκι του πιτσιρικά και πως η νύφη φόραγε κόκκινες καρό γόβες στο γάμο της, παρέα με μια μάλλινη κάπα κοντή ίσα με τη μέση της και το ίδιο καπέλο. Αίσχος ήτανε στα μάτια τους αυτός ο συνδυασμός κι από τότε την φωνάζανε τρελλοαγγλίδα.

Πέρασαν τα χρόνια, η Έλεν έμαθε να μιλάει ελληνικά, ο Νάσος έφτασε στα δεκαεπτά κι ο καπετάν-Θεριός τους άφησε χρόνους από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, πριν προλάβει να καμαρώσει τον γιό του να γίνεται άντρας. Πολλοί λέγανε τότε πως τον πρόδωσε η καρδιά του όταν κατάλαβε πως, όσα χρόνια κι αν περνάγανε, άντρας ο Νάσος δεν θα γίνονταν… Το ‘ταν αλάνταβο αυτό το παιδί. Στα δεκαεπτά η φωνή του σάματις να ‘ταν κάπως λεπτή και το μουστάκι του δεν είχε φανεί ούτε σε χνούδι ακόμα… Άσε που ντύνονταν το ευλογημένο χειρότερα απ’ την τρελλοαγγλίδα την μάνα του. Όσα χρώματα είχε το ουράνιο τόξο, απάνω του μπορούσες να τα βρεις. Ταυτόχρονα. Πορτοκαλί κοτλέ πανταλόνι, γαλάζιο πλεκτό πουλόβερ με κίτρινες ρίγες, μωβ μελιτζανί δερμάτινα δετά μποτάκια και καρό τραγιάσκα με ίδιο κασκόλ και γάντια. Ας όψεται η  γιαγιά του που τους τα έστελνε από κει απ’ τα ξένα, που κράταγε η μάνα του.

Χαρούμενο παιδί ο Νάσος. Μέτριος μαθητής μα τον συμπαθούσαν όλοι. Είχε καταφέρει να φτιάξει μια θεατρική ομάδα απ’ το δημοτικό ακόμα και στα λογοτεχνικά δεν τον έπιανε κανένας! Πολλές φορές μάλιστα, αναγκάζονταν να μελετάνε παραπάνω οι δάσκαλοί του για να τον προφτάνουν, τόσα που ήξευρε. Διάβαζε πολύ, μα όχι τα μαθήματα, που τα έβρισκε βαρετά. Είχε καλούς τρόπους και στα ραντεβού του ήταν κυριολεκτικά «εγγλέζος». Στις γιορτές φορούσε παπιγιόν και καζάκα επάνω απ’ το πουκάμισο και συνήθιζε να φορά κοτλέ ή μάλλινο σακάκι, μπαλωμένο στους αγκώνες λόγω στυλ κι όχι επειδή είχε παλιώσει κι είχε ανάγκη να μπαλωθεί.

Τον ξεχώριζες τον Νάσο από μακρυά. Τα μαλλιά του σγουρά και ατίθασα, φωτούσαν και φώναζαν πως ήτανε παιδί της τρελλοαγγλίδας. Τα μάτια του, σκούρα πράσινα, μόνιμα ανήσυχα κι ανταριασμένα, μαρτύραγαν πως είχε πατέρα τον καπετάνιο. Και πάντα γελούσε αυτό το παιδί, πάντα γελούσε. Ανοιχτόκαρδο, με το χωρατό του, λες και δεν τον σκίαζε καμία έννοια… Κι ας ήξερε πως κάποιοι τον κορόιδευαν κρυφά πίσω απ’ την πλάτη του και πως τον έλεγαν «αλαφρύ», εννοώντας πράγματα που ούτε ο ίδιος δεν ήξευρε ακόμα για τον εαυτό του στα σίγουρα…

Ένα απόγεμα, γύρω στις δέκα μέρες από το θάνατο του πατέρα του, μπλέχτηκε σ’ έναν καυγά. Καπνίζανε κρυφά πίσω απ’ την Κοίμηση,  ο Νάσος για πρώτη φορά, όταν ένα απ’ τα παιδιά τού είπε να μηνύσει στη γιαγιά του την Αγγλίδα να του στείλει χαρτάκια ροζ για να τυλίγει τον καπνό του. Κι ο Νάσος στην αρχή δεν κατάλαβε, μα κουβέντα στην κουβέντα πιαστήκανε στα χέρια κι ο άλλος που τον πείραζε τον είπε «μούλικο». Κυλίστηκαν στα χαλίκια μέχρι που ανοίξανε οι μύτες τους. Και κείνη την ώρα περνούσε απ’ το διπλανό στενό ο Αργύρης.

«Εεε!», τους έβαλε μια φωνή και σαν πήραν γραμμή οι πιτσιρικάδες ποιος ήτανε αυτός που φώναξε, σκόρπισαν τρομαγμένοι κι όπου φύγει, φύγει! Μοναχά ο Νάσος έμεινε πίσω, καθισμένος κατάχαμα στα χαλίκια. Είχε χώσει το σγουρό του κεφάλι στη χούφτα του με παράπονο και σφούγγιζε με την ανάστροφη απ’ το μανίκι του τα αίματα απ’ τη μύτη του και τα δάκρυα απ’ τα μάτια του. Ο Αργύρης τον πλησίασε.

«Τι τρέχει και κάθεσαι αυτού και μυξοκλαίς, ολόκληρος άντρας;», τον ρώτησε.

Αντί για άλλη απάντηση ο Νάσος λύθηκε σ’ αναφιλητά. Ο Αργύρης πισωπάτησε μισό βήμα. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Έβγαλε ένα λευκό μαντήλι απ’ την μέσα τσέπη του σακακιού του και το πρότεινε στον Νάσο αμίλητος. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε σα δαρμένος σκύλος, για λίγο. Ο Αργύρης κατάλαβε πως ο μικρός ντρεπότανε.

«Σήκω, όλοι πιαστήκαμε κάποια φορά, δεν τρέχει και τίποτις», του είπε για να του δώσει κουράγιο. «Ποιανού είσαι συ;», τον ρώτησε μετά με γνήσιο ενδιαφέρον, μιας και δυσκολευότανε να τον θυμηθεί, αν και το κλώτσημα που του ‘ριξε η καρδιά του μόλις τον αντίκρισε, κάπου τον οδηγούσε…

Ο Νάσος ρούφηξε με θόρυβο τη μύτη του, σηκώθηκε, σκουπίστηκε με το μαντήλι κι έπειτα του είπε κοιτώντας τον στα μάτια με απορία:

«Είμαι ο γιος του μακαρίτη του καπετάν-Γιάννη. Το μαντήλι θα το πλύνει η μάνα μου και μετά θα σας το επιστρέψω…»

Κι όπως τον κοίταζε με κείνα τα πράσινα, τα αγριεμένα τα μάτια, ο Αργύρης ένιωσε να αδειάζει το μέσα του.

«Δε χρειάζεται. Κράτα το», του πρόσταξε με τόνο ξερό κι απότομο ξαφνικά και κάνοντας μεταβολή έφυγε. Είχε θυμηθεί χωρίς καμιά αμφιβολία από πού τον ήξερε τον πιτσιρικά… Προφανώς το θυμότανε κι ο Νάσος, γι’ αυτό τον κοίταξε με απορία όταν τον ρώτησε ποιανού είναι. Που ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή…

Ο Αργύρης ήτανε πολύ γνωστός σε όλους στο χωριό. Ήταν άντρας βαρύς και μαγκίτης, ψηλός, γεροδεμένος, με το λεπτό του το μουστακάκι, την ρεπούμπλικα φορεμένη πάντα στραβά στο καλοχτενισμένο του κεφάλι, όπως και το σακάκι του το διπλοστραβωκουμπωτό ριγμένο πάντα στον έναν ώμο. Ο Αργύρης πάντα ήταν ντυμένος στην πένα. Πάντα φρεσκοπλυμένος να μοσχοβολά σανταλόξυλο και γαρυφαλέλαιο. Στο ένα χέρι πάντα έπαιζε τις καφέ κεχριμπαρένιες χάντρες του κομπολογιού του, στο γιλέκο του είχε περασμένο με αλυσίδα ένα ασημένιο, χειροποίητο ρολόϊ τσέπης, παραμέσα όλοι παίρνανε όρκο πως είχε κρυμμένη μια πεταλούδα, καλοτροχισμένη και θανατερή.

Δεν δούλευε ο Αργύρης. Τουλάχιστο όχι ο ίδιος. Όχι αν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη, όπως τότε με την πλημμύρα του’64, που είχε ανασηκώσει τα μανίκια και είχε χωθεί στη λάσπη ως το γόνατο μαζί με τους εργάτες του. Χτήματα είχε. Στρέμματα πολλά, πάρα πολλά, όσο έπιανε το μάτι σου αν αγνάντευες απ’ τη βίγλα του Χαλίλη. Το πατρικό του ήταν αρχοντόσπιτο, πέτρινο, στιβαρό, τετράγωνο. Με την αυλή του και δυο νοματαίους για τις δουλειές και τα θελήματα, την κυρά-Μάγδα και τον κυρ-Τάσο, ζευγάρι οι δυο τους, μια ζωή στη δούλεψή τους, από τότε που ζούσε η μάνα κι ο πατέρας του. Ο ίδιος ο Αργύρης ποτέ δεν παντρεύτηκε. Ποτέ δεν ακούστηκε να γυροφέρνει κάνα ποδόγυρο. Κόντευε τα τριανταπέντε κι ακόμα άγαμος και άτεκνος ήτανε. Μα αν πεις για αγάπες, πολλές! Όλες σαν τρελλές τον εθέλανε τον Αργύρη και με το δίκιο τους.

Είχε καλό όνομα ο Αργύρης. Ποτέ δεν πρόσβαλε κανέναν, ποτέ δεν επέτρεπε μπροστά του να προβάλουν ούτε γατί. Ό,τι και να ‘λεγε ήταν νόμος, δεύτερη φορά δεν το συζήταγαν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, μάλιστα, που άμα είχανε άλυτες διαφορές οι χωριανοί, καταφεύγανε στον Αργύρη. Και κείνος τους άκουγε πάντα ήρεμος και πάντα έβρισκε τις πιο δίκαιες λύσεις. Και ποτέ, μα ποτέ, δεν φοβότανε να βάλει το χέρι στην τσέπη, είτε για να βοηθήσει οικονομικά τους συντοπίτες του άμα το ‘κρινε σκόπιμο, είτε για να τραβήξει την πεταλούδα του και να σιάξει κάνα τομάρι άμα ξέφευγε και παραφέρονταν.

Μια φορά, στο ψιλικατζίδικο του κυρ-Τσίγκα, είχε σταματήσει για να αγοράσει καπνό. Ο Νάσος ήταν ήδη μέσα και γέλαγε με την καρδιά του, λες και του καθάριζαν αυγά. Μάλλον κάποιο χωρατό είχανε μοιραστεί με τον κυρ-Τσίγκα, γιατί και κείνος γέλαγε στα μουλωχτά κάτω απ’ τα μουστάκια του. Κι έγινε μάρτυρας ο Αργύρης, δυό ματιών υγρών, δακρυσμένων απ’ τα γέλια και δυο μάγουλων αναψοκοκκινισμένων και ροδαλών, με τις φακίδες να χοροπηδάνε εύθυμα σε κάθε τράνταγμα. Και για λίγα δευτερόλεπτα έχασε την ανάσα του. Έμεινε μόνο να κοιτά κι όλα γύρω του φαντάζανε να έχουν βαφτεί σκούρα πράσινα και πυρόξανθα και σκούρα πράσινα και πυρόξανθα…

«’Σχωρνάτε με που διακόπτω αλλά μήπως να έπαιρνα τον καπνό μου εγώ και να σας άδειαζα τη γωνιά τάκα-τάκα;», τους ρώτησε στο τέλος χαμογελώντας αχνά, κόντρα στο σοβαρό του ύφος, μιας και δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό το πλάσμα που ήτανε λες και είχε καταπιεί τη χαρά όλου του κόσμου!

«Ε, όχι δα! Τι δηλαδή, ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα; Εμένα να με συγχωρείτε, κάτι λέγαμε εδώ με τον κυρ-Τσίγκα, αλλά φεύγω τώρα…», απάντησε εύθυμα ο Νάσος.

«Ότι δηλαδή, εσύ είσαι το άγριο ή το ήμερο, τώρα;», τον ρώτησε ο Αργύρης κάνοντάς τον γούστο που ήταν θρασίμι.

Και ξαφνικά ο Νάσος σταμάτησε να γελά. Και τον κοίταξε τον Αργύρη ίσα στα μάτια. Κι έπειτα απ’ τα μάτια στα χείλη. Κι ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω και τον κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Και άξαφνα τα μάγουλά του πύρωσαν και δεν ήταν απ’ τα γέλια αυτή τη φορά. Κι έσκυψε το κεφάλι.

«Συγνώμη», μουρμούρισε κι έκανε να φύγει.

Μα ο Αργύρης τον έπιασε απ’ το μπράτσο και τον σταμάτησε. Ο κυρ-Τσίγκας χέστηκε απάνω του απ’ τον φόβο του. Υπέθεσε τα χειρότερα κι έκανε να μπει στη μέση.

«Εντάξ’, μην τον παραξηγάς Αργύρη μ’ ισί, λιβέντη μ’, διν ξέρ’ ποιους είσι κι τα μπλάστρωσ’ μι τσ’ εξυπνάδις τ’! Χα. Χα. Χα…», το γέλιο του στο τέλος κρύο και ψεύτικο, με το ζόρι το ‘βγαλε για να αλαφρώσει η ατμόσφαιρα.

Ο Αργύρης έμεινε σοβαρός. Ο Νάσος έμεινε με σκυμμένο το κεφάλι. Ο κυρ-Τσίγκας έμεινε με την ψυχή στο στόμα, νιώθοντας και το φυλλοκάρδι του ακόμα να τρέμει.

«Τι γύρευε να αγοράσει;», ρώτησε ο Αργύρης χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον μαγαζάτορα.

«Ε, πφ, χαζαμάρες, να μωρέ εκεί, τάχαμου πως άντριεψε κι μι γύρευε μια ταμπακέρα αυτού… Χα. Χα. Χα…»

«Να του δώκεις».

Σκοτώθηκε να πιάσει την πρώτη που βρήκε μπροστά του ο κυρ-Τσίγκας.

«Ουρίστι λιβέντι μ’!», είπε και την πρότεινε στον Αργύρη.

Κι ο Αργύρης την έπιασε κι έπειτα γέρνοντας το κεφάλι του λίγο στο πλάι κι αναγκάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να τον κοιτάξει κι ο Νάσος, του την έδωσε.

«Καλορίζικη», του είπε. «Ποιανού είσαι συ;»

Ο Νάσος σήκωσε το κεφάλι του και αναψοκοκκινισμένος ακόμα τον κοίταξε και του είπε:

«Είμαι του καπετάν-Γιάννη, ο Νάσος».

«Α, έτσι λοιπόν… Καλά. Άμα πεις στον πατέρα σου πως ο Αργύρης στην έδωκε την ταμπακέρα, να ξέρεις πως δεν θα σε καταχερίσει που γυρεύεις να ρουφάς καπνό απ’ τα τώρα». Έτσι του είπε. Ακούστηκε ψύχραιμος, φυσιολογικός. Μα η καρδιά του σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του. Πρώτη φορά σε όλη του τη ζωή το πάθαινε αυτό ο Αργύρης. Μα το κάλυψε καλά.

«Ευχαριστώ», ψέλλισε ο Νάσος κι έπειτα του χαμογέλασε πλατιά κι αρπάζοντας την ταμπακέρα έφυγε σαν σίφουνας.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε συναντήσει  ο Αργύρης τον Νάσο. Κι ο Νάσος τον Αργύρη.

Έκτοτε ο Αργύρης έπνιξε την ανάμνηση των συναισθημάτων που του προκάλεσε ο γιος του Καπετάνιου στα τσίπουρα. Μα κι ο Νάσος, εκεί που το ‘χε ξεκινήσει για χαβά το κάπνισμα, ύστερα που συνάντησε τον Αργύρη κάπνιζε ολοένα και συχνότερα – πιότερο για να έχει δικαιολογία να ασχολείται με την ταμπακέρα που του ‘χε χαρίσει εκείνος. Μέχρι που συναντήθηκαν πάλι έτσι, άξαφνα, κάνα δυο – τρεις μήνες μετά, με τον Νάσο δαρμένο και τον Αργύρη διαιτητή στον καυγά. Τότε που όλα είχανε αλλάξει ανεπιστρεπτί στη ζωή του Νάσου πια…

Δύσκολοι οι καιροί για τον Νάσο. Με τον πατέρα του μακαρίτη, έμεινε χωρίς ίσκιο το σπίτι τους. Κι όσο και να  ‘τανε δυναμική η μάνα του και να του γέλαγε κάθε μέρα σαν να ‘χανε γιορτή κι όχι πένθος, εκείνος το ‘νιωθε. Κάπως περίεργα τους κοίταζε ο κόσμος. Λες και δεν είχε μεγαλώσει όλα του τα χρόνια στο χωριό μας ο Νάσος, λες και ξαφνικά θυμήθηκαν απ’ την αρχή πως η μάνα του δεν ήταν απ’ τον τόπο μας. Κι όλοι ναι μεν τους συμπονούσανε για την απώλειά τους, μα κι απ’ την άλλη καρτέραγαν σαν πότε τάχαμου θα τα μάζευε η «ξένη» να γυρίσει στη μάνα της, τώρα που δεν την κράταγε τίποτε εδώ…

Και πρώτοι και καλύτεροι του ρίχτηκαν του Νάσου οι της ηλικίας του. Αν εξαιρούσες τρεις – τέσσερις φίλους που είχε καλούς, με κολλητό του τον Γιωργάκο του οδοντίατρου, όλοι οι άλλοι δεν έχαναν ευκαιρία να τον πικράνουνε.

«Άει, διν έφτασ’ ακόμα η ώρα σ’ να πας απ’ κει που ‘ρθις; Αγγλάκι, ιε αγγλάκι!», έτσι του έλεγαν και φτάνανε στο τέλος να τρώει η μούρη τους χώμα.

Ώσπου μια μέρα, αμέσως μετά το σχόλασμα του σχολείου, ο Γιώργος του οδοντίατρου έσκασε με όλη του τη φόρα πάνω στην πόρτα του καφενέ, έτσι που είχε έρθει τρέχοντας. Μπήκε μέσα κι έσκυψε κρατώντας τα γόνατά του με τα χέρια του και προσπαθώντας να πάρει ανάσα, που του ‘χε κοπεί απ’ το λαχάνιασμα. Ήταν εκεί κι ο Αργύρης.

-Τρέξτε… α… α…

-Τι λες μωρέ Γιωργάκο αυτού; τον ερώτησε πρώτος ο καφετζής.

-Θα τουνε σκουτώσουν… αχ… α…, προσπαθούσε να πιάσει την ανάσα του το παιδί.

-Ποιόνε μωρέ θα σκοτώσουνε, τι γίν’κε; αυτή τη φορά ρώτησε ο Αργύρης καθώς μια ύπουλη δαγκωνιά του πόνεσε την καρδιά. Ήξερε πως ο Γιώργος ήτανε φίλος του Νάσου. Ασυναίσθητα ανασηκώθηκε στην καρέκλα του και κοίταξε με αγωνία τον πιτσιρικά.

-Σας λέου, τριχάτι, βάλαν καταϊ τουν Νάσου κι τουν βαράνι πέντι… Ουχ… όϊ… Ου ένας τράβιξ’ σουγιά…

-Τον Νάσο! Τον θ’κό μας τον Νάσο μωρέ; Σα που τον έχουν στριμώξ’; Μίλα! Τώρα ο Αργύρης είχε πεταχτεί όρθιος και είχε βουτήξει τον Γιώργο απ’ τους ώμους. Τα μάτια του πετάγανε φλόγες κι η ανάσα του έβγαινε σαν μανιασμένου ταύρου!

-Στου παλιό τυροκομείου απ’ πίσου…

Τον παρατάει ο Αργύρης και φεύγει με μεγάλες δρασκελιές. Από κοντά του τρέξανε κι όσοι ήσανε μέσα στον καφενέ κι ο καφετζής μαζί, όπως τον ήταν με την ποδιά ζωσμένη!

Όσοι στο δρόμο βλέπανε μπροστάρη τον Αργύρη να τρέχει και πίσω του τους άντρες να ακολουθούν, κατάλαβαν πως κάτι σοβαρό έγινε και παρακάλαγαν μην κλάψουνε θύματα.

Όταν έφτασε η ομάδα στο σημείο του τσακωμού, όλοι σταμάτησαν ένα βήμα παραπίσω κι αφήσανε τον Αργύρη που είχε ήδη ορμήσει στο τσούρμο απ’ τους πιτσιρικάδες και είχε αρχίσει  να τους χωρίζει, τραβώντας τους απ’ ώθε τους έβρισκε, άλλον απ’ τα μαλλιά, άλλον απ’ τις μπλούζες… Κατάφερε και είδε κάτω πεσμένο τον Νάσο. Αιμόφυρτο και αναίσθητο.

Έβγαλε ένα μουγκρητό τόσο δυνατό κι έσφιξε τα δόντια του τόσο πολύ που τρίξανε! Έπειτα έριξε μια ματιά στους όρθιους, αξιολογώντας την κατάσταση. Οι νεαροί σταμάτησαν ένα γύρο και κοιτούσαν, χωρίς να έχουν ακόμα συναίσθηση του τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. Οι άντρες από πίσω πλησίαζαν σιγά-σιγά, με σκοπό να συμμάσουν τ’ αγόρια, μπα και τα γλιτώσουν από το μένος του Αργύρη.

Εκείνος έσκυψε και πήρε το κεφάλι του Νάσου στα χέρια του. Μια βαθιά χαρακιά φαινότανε στο ένα του μάγουλο. Αίμα πολύ, στα μούτρα του, στα ρούχα του… Από πού τόσο αίμα, δεν ήξερε ακόμα. Όμως το παιδί ήταν ζωντανό. Ο Αργύρης απόθεσε το κεφάλι του Νάσου πάλι κάτω απαλά και σηκώθηκε.

-Ποιο τσογλάνι τόλμησε και τράβηξε σουγιά; ούρλιαξε.

Καμία απόκριση. Όλοι οι πιτσιρικάδες έκαναν πως σουλουπώνονταν και άρχισαν να πισωπατάνε φοβισμένοι.

-Τι σας έφταιψε ρε αλήτες το βλαστάρι; ξαναούρλιαξε ο Αργύρης κι αυτή τη φορά με μια κίνηση γρήγορη σαν αστραπή, έβγαλε απ’ τη μέσα τσέπη του την περιβόητη πεταλούδα του. Την άνοιξε με μια περίτεχνη κίνηση και οι λεπίδες της στραφταλίσανε στο φως του ήλιου.

Όλοι μείνανε παγωμένοι και τον κοιτάγανε. Μικροί-μεγάλοι. Όλοι ξέρανε πως σπάνια την έβγαζε την πεταλούδα ο Αργύρης, μα σαν το έκανε πάντα κάποιον έκοβε…

-Τι κάθεστε και με κοιτάτε σα χάνοι ρε; φώναξε στους άντρες αυτή τη φορά. Τσακ’στείτε να φέρετε φορείο να πάρουμι το πιδί! Και στου γιατρού αμέσως! ΤΣΑΚ’ΣΤΕΙΤΕ ΕΙΠΑ, ΣΕ ΔΥΟ ΝΑ ‘ΣΤΕ ΠΙΣΩ!!!

Τρέχοντας έφυγαν τρεις άντρες να εκτελέσουν την εντολή του Αργύρη. Κάποιος απ’ αυτούς που μείνανε πίσω προσπάθησε να τον ηρεμήσει.

-Όλα θα γένουν Αργύρη μ’, ευτυχώς τουν προλάβαμ’ τουν Νασούλ’…

-ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ! ΟΛΟΙ ΣΑΣ! Έτσι α τα μεγαλώνετε εσείς τα πιδιά σας; ΦΤΟΥ ΣΑΣ μη σας βασκάνω ρε! Να ξυλοκοπάνε τ’ ορφανά και τ’ ανήμπορα;

Μετά γύρισε προς τους πιτσιρικάδες.

-Δε μαρτυράτι ποιος τουν έχ’ τουν σουγιά, ε; Με τ’ρατε απ’ σας τ’ράω; Όλους σας ξέρω, έναν προς έναν. Και σας και τους γονιούς σας! Άμα κάνει και πάθ’ τίποτις ου Νάσους, θα σας έβρω και θα σας ξεκοιλιάσω με τα ίδια μου τα χέρια! Τ’ ακούσατι; Τομάρια γεννημένα! Φευγάτε μη σας βλέπου στα μάτια μ’!

Τα πόδια στον ώμο έριξαν οι πιτσιρικάδες και φύγανε χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Οι μεγάλοι κοιτάχτηκαν συνωμοτικά μεταξύ τους, με μια ανακούφιση αλλά κι ένα φόβο.

Ο Αργύρης δίπλωσε την πεταλούδα, την τσέπωσε κι ύστερα έπεσε στα γόνατα, δίπλα στο Νάσο. Έβγαλε το μαντήλι του, άρχισε να του σκουπίζει απαλά το πρόσωπο, να του χαϊδεύει τα μαλλιά μακρυά απ’ τις πληγές του.

-Νασούλ’ μ’ ακούς ωρέ; Του έλεγε τρυφερά.

-Νάσο, σε κρατάω ιγώ, μ’ ακούς τσονάκο μ’; Κανείς δεν θα σε πειράξει άλλο πασιοπλάκο μ’, μ’ ακούς; Εγώ είμι, ου Αργύρ’ς…

Το παιδί βόγγηξε υπόκωφα και πετάρισε για λίγο τα βλέφαρά του.

-Α έτσι μπράβου τ΄αγόρι μ’ εμένα! Ποιανού είσαι συ; Α; Για πες με, ποιανού είσαι;

-Του… Καπετ… προσπάθησε να ψελλίσει ο Νάσος ανακτώντας σιγά-σιγά τις αισθήσεις του.

Ο Αργύρης γύρισε και κοίταξε πίσω του και τα χαρακτηριστικά του απ’ την αγωνία του για το παιδί ήταν τελείως αλλοιωμένα.

-Ακόμα το φορείο μωρέ! Σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του.

-Έφτασε… Έφτασε!

Τρέξανε το παιδί στου γιατρού. Ο απολογισμός, δύο πλευρά ραϊσμένα, ένα χέρι βγαλμένο στον καρπό, μώλωπες, αμυχές, μια σεβαστή διάσειση και μια γερή χαρακιά στο μάγουλο «προκληθείσα από αιχμηρό αντικείμενο» είπε ο γιατρός. Τον καθάρισε, τον μπαντάρισε, τον έραψε – επτά ράμματα στο μάγουλο.

Φρόντισε ο Αργύρης και τον πήγανε μετά τον Νάσο στο σπίτι του με την κούρσα. Τον συνόδεψε ο ίδιος και στο σπίτι του κατέβηκε, να μιλήσει στη μάνα του.

Το και το, της είπε. Κι αφού της εξήγησε τον καυγά, την ενημέρωσε και για ό,τι διάταξε ο γιατρός. Ηρεμία, ξεκούραση, τα παυσίπονα και καλό φαϊ. Και στο τέλος της ορκίστηκε δύο πράγματα. Το ένα πως δεν θα τους έλειπε τίποτα, ό,τι και να χρειαζόντουσαν θα το φρόντιζε ο Αργύρης κι αντιρρήσεις δεν σήκωνε. Το άλλο ότι αν τόλμαγε άνθρωπος και ξανάπλωνε τα ξερά του να αγγίξει έστω και μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του Νάσου, ο ίδιος θα τον έστελνε να συναντήσει τον Μεγαλοδύναμο και μάλιστα αδιάβαστο, που να μην τόνε λέγανε Αργύρη, στα κόκαλα των γονιών του της ορκίστηκε.

Κι ύστερα όπως ήτανε, μήνυσε με τον Γραμματικό απ’ το Δημαρχείο και μαζεύτηκαν όλοι οι άντρες στον καφενέ. Κι είδαν έναν Αργύρη που δεν είχαν ματαδεί. Ατημέλητος, με το πουκάμισο ακόμα μέσα στο αίμα, τα μαλλιά του ανάκατα και τα χέρια του γροθιές. Κανένας δεν κάθισε, δεν τολμούσαν. Περίμεναν όρθιοι και τον κοιτάγανε. Άλλοι θαρρετά και με επιδοκιμασία και άλλοι φοβισμένοι σαν να περιμένανε να ακούσουνε την καταδίκη τους. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν οι πατεράδες από τα αλάνια που χαρακώσανε τον Νάσο…

Κι αφού ο Αργύρης τους κοίταξε όλους, έναν-έναν, με μάτια που καίγανε από τον άκρατο θυμό του, ύστερα τους ξεβάφτισε! Τους πέρασε γενεές δεκατέσσερις, που λέμε. Και στο τέλος τους έταξε ό,τι είχε ορκιστεί και στη μάνα του Νάσου. Επιπλέον, όμως, τους υποσχέθηκε πως μία, έστω μία φορά να του δίνανε το δικαίωμα, θα φρόντιζε να μείνουνε στο δρόμο και να πεινάσουνε τα παιδάκια τους. Τόσο πολύ κατάκαρδα το είχε πάρει αυτό το περιστατικό ο Αργύγης, τόσο βαριά. Αυτός που φρόντιζε για όλο το χωριό, να του το ξεπληρώνουνε έτσι! Να μεγαλώνουν φίδια κολοβά στον κόρφο του! Ε, όχι. Δεν την σήκωνε ούτε την αχαριστία, ούτε την αδικία, ούτε και την κακία το πετσί του Αργύρη. Κι αυτό φρόντισε να το θυμίσει σε όλους εκείνο το βράδυ.

Ο Νάσος ανάρρωσε κάποια στιγμή. Ο Αργύρης όπως το έταξε, ήταν στο πλευρό τους συνέχεια. Δειλά-δειλά άρχισε και πάλι να κυκλοφορεί έξω. Τις πιο πολλές φορές μαζί με τον Αργύρη. Πότε βόλτες στη δημοσιά. Πότε για κάνα κορνέ στο ζαχαροπλαστείο. Πότε μακρυνές βόλτες μέχρι το εργοστάσιο της Δ.Ε.Η., κάτω στο ποτάμι. Σε όλους φαινότανε φυσιολογική αυτή η τόσο κοντινή τους συναναστροφή. Όλοι ξέρανε δα πως ο Αργύρης τον είχε υπό την προστασία του τον Νάσο.

Κι έτσι πέρασε ένα καλοκαίρι. Κι ο Νάσος έκλεισε τα δεκαοκτώ, στις 30 Αυγούστου, ημέρα του Αγίου Αλεξάνδρου. Κι είχανε πάει σε μια πανήγυρη, μαζί με τον Αργύρη και την μάνα του, σ’ ένα ξωκλήσι εκεί κοντά, σ’ ένα προάστιο.

-Ξέρεις κάτι Νάσο; Ρώτησε ο Αργύρης

-Παρακαλώ. Απάντησε ο Νάσος.

-Μ’ αυτά σου τα διπλωματίστικα και τα σας και τα σεις μι πεθαίν’ς για σ’μάδ’! ΧΑΧΑΧΑ! Γέλασε δυνατά ο Αργύρης.

Ναι, μαζί με τον Νάσο γέλαγε ο πάντα σοβαρός και λιγομίλητος Αργύρης.

Και είχε βρει πάλι και το γέλιο του κι ο Νάσος.

-Αυτό ήθελες να μου πεις;

-Όχι… Ήθελα να σου πω πως πάλι καλά που σ’ έμεινε σ’μάδ’ απ’ τη χαρακιά και φαίνεσαι λίγου πιο άγριος! Άντρεψες!

-Μμμ… σιγά τα ωά! Αποκρίθηκε ο Νάσος χαμογελώντας και σήκωσε ασυναίσθητα το χέρι του για να χαϊδέψει το σημάδι.

Σήκωσε το χέρι του κι ο Αργύρης και του χάιδεψε το σημάδι. Κι έπειτα του έριξε απαλά δυο σφαλιάρες και του ανακάτεψε τα μαλλιά.

-Αχ… τι θα γένω εγώ τώρα απ’ θα φύγετε; Του είπε ύστερα και τα μάτια του σκοτείνιασαν και το γέλιο του χάθηκε.

-Τι εννοείς; Ποιοι θα φύγουν;

-Εσύ κι η μάνα σ’ βρε. Θα πάτε πίσω στην Αγγλία, κοντά στ’ γιαγιά σ’ την εγγλέζα…

-Τι είναι αυτά που λες; Εγώ δεν πάω πουθενά! Ποιος με ρώτησε εμένα;

-Τα κανόνισε η μάνα σ’. Ίσως είναι καλύτερα έτσ’. Θα σπουδάσεις κιόλα στα καλύτερα σχολειά, είσαι έξυπνος ισύ, θα πας ψηλά, θα μι κάν’ς πιρήφανου!

-Εγώ δεν θέλω να σε κάνω περήφανο! Εγώ θέλω να σε κάνω να γελάς! Δεν σε παρατάω Αργύρη, δεν πάω πουθενά μακρυά σου! Μέρα δεν θα αντέξω χωρίς εσένα!

-Πάψε μωρέ από κει χάμου, που δεν θ’ αντέξεις και μέρα! Σ’γα, γιατί τι θα πάθ’ς; Ίσα-ίσα, έχω ακούσει πως εκεί τα κορίτσια είναι πεταχτούτσ’κα, μόλις γνωρίσεις καμιά ούτε που θα μι θ’μάσι.

-Εγώ δεν θέλω καμιά τους. Εγώ… εσένα θέλω.

Αυτό ξεστόμισε ο Νάσος κι έπειτα έφυγε, μην τον δει ο Αργύρης να κλαίει. Κι ο Αργύρης έμεινε να τον κοιτά να ξεμακραίνει και σφίχτηκε η καρδιά του. Μα έσφιξε μαζί και τα δόντια και τις μπουνιές του, μην τύχει και λυγίσει και τρέξει ξωπίσω του για να τον παρηγορήσει.

Μα δεν τον ξαναείδε, ώσπου έφτασε η ημέρα που θα φεύγανε. Ο Νάσος του είχε θυμώσει και τον απέφευγε. Εκείνη τη μέρα, όμως, πήγε ο Αργύρης σπίτι τους, να τους χαιρετίσει. Ήταν όμορφος, περιποιημένος όπως πάντα.

Η Έλεν τον χαιρέτισε μ’ ένα σφιχτό αγκάλιασμα και αφού τον φίλησε σταυρωτά και τον ευχαρίστησε για όλα, ξεκίνησε να δίνει τις βαλίτσες στον ταξιτζή που περίμενε απ’ έξω για να τους πάει Θεσσαλονίκη, απ’ όπου θα παίρνανε το αεροπλάνο για Αγγλία.

Κι έτσι μείνανε οι δυο τους. Κοιτιόντουσαν. Ούτε μίλησαν, ούτε χαιρετήθηκαν. Κι αν είχες μαχαίρι θα μπορούσες να κόψεις στα δύο την ένταση μέσα σε κείνο το δωμάτιο, τόσο πυκνή την ένιωθες.

-Έτσι θα φύγεις; Δεν θα μου πεις ούτε γεια;

-Δεν με λυπάσαι.

-Όχι, δεν σε λυπάμαι, για σένα έτσ’ είναι καλύτερα. Να ξεφύγ’ς, να προκόψ’ς.

-Πώς να ξεφύγω, πώς να προκόψω, πώς να ζήσω; Εδώ θα είναι η καρδιά μου, σε σένα. Μαύρη ζωή. Άχαρη. Άδεια. Λυπήσου με… Ούτε μια στάλα δεν μ’ αγαπάς εσύ;

Ο Αργύρης ξερόβηξε τάχαμου για να καθαρίσει το λαιμό του και να πάρει ύφος σοβαρό, όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις. Στην ουσία όμως πάλευε μην σπάσει και δειχτεί τι νιώθει.

-Επειδή σ’ αγαπάω τσονάκο μ’, γι’ αυτό πρέπει να…

Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του και ο Νάσος έπεσε με φόρα πάνω του, τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον έσφιξε. Αχ, πόσο τον έσφιξε!

-Πάψε… Τον πρόσταξε. Κι ύστερα αναλύθηκε σ’ ένα βουβό κλάμα, παραπονιάρικο, θλιμμένο. Μετά άνοιξε τα χέρια του κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Μα πριν φύγει, κάτι πρόλαβε κι έχωσε στη χούφτα του Αργύρη. Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδε ο ένας τον άλλον.

Στα χρόνια που ήρθανε, λέγανε πως κανείς ποτέ δεν ξαναείδε τον Αργύρη να γελά. Πάντα σκυθρωπός και λυπημένος ήτανε. Πολλές φορές τον είχαν δει να ανοίγει μια μπακιρένια ταμπακέρα και να χαϊδεύει απαλά 20 στριφτά σέρτικα, που ίσα-ίσα χώραγαν μέσα.

Κάποτε  ο Αργύρης απέθανε. Το βιός του όλο το άφησε στον Νάσο. Μαζί είχε φροντίσει να του ταχυδρομήσουν εκεί στα ξένα και την ταμπακέρα του κι ένα σημείωμα που έγραφε «Επειδή σ’ αγαπάω  τσονάκο μ’». Κάποια χρόνια μετά, το πιο παράδοξο πράγμα στον κόσμο γίνηκε στο χωριό μας. Έφεραν ένα φέρετρο σφραγισμένο. Το είχανε στείλει -λέγανε- με τη μεταφορική, απ’ τα ξένα. Απίστευτα πράγματα… Και ανοίξανε μνήμα ακριβώς δίπλα στου Αργύρη κι αφού τον διάβασαν τον πεθαμένο, τον θάψανε εκεί. Η πλάκα που έβαλαν στο περίεργο αυτό μνήμα υπάρχει ακόμα στο Κοιμητήριό μας. Γράφει με ωραία καλλιγραφικά γράμματα ένα απλό «Νάσος». Τίποτε άλλο.

Ίσως σας αρέσει και

4 Σχόλια

  • Μαριάννα Γληνού
    16 Ιανουαρίου 2017 at 02:28

    Μόνο τις ταμπακιέρες μαθαίνει ν’ αγαπά κανείς, μετά από τέτοιες ιστορίες, Κατερίνα μου; Μαθαίνει ν’ αγαπά τις λέξεις, ν’ αγαπάει την αγάπη!

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    16 Ιανουαρίου 2017 at 07:56

    πό τα πιο ωραία σου κείμενα, Κατερίνα μου! Μας έβαλες αριστοτεχνικά μέσα στη ζωή του χωριού, μέσα στη ζωή του Αργύρη και του Νάσου, μέσα στην ψυχή τους! Μπραβο φιλενάδα μου!

  • Μάρκος Κωνσταντίνου
    29 Ιανουαρίου 2017 at 22:10

    Έχω μείνει άφωνος! Αυτό είναι το μόνο σχόλιο που μπορώ να ψελλίσω! Άφωνος!

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      29 Ιανουαρίου 2017 at 22:24

      Χίλια ευχαριστώ, χαίρομαι ιδιαίτερα που σου άρεσε τόσο αυτή η ιστορία!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη