“8η ιστορία – Η Μάγισσα”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Τα μαλλιά της ήταν ξανθά, μ’ εκείνο το χρώμα του στεγνού άχυρου. Το βαθυγάλαζο βλέμμα της ήταν τόσο διαπεραστικό, που σχεδόν σε υπνώτιζε. Αν την κοιτούσες στα μάτια ένιωθες να αδειάζει το μυαλό σου από κάθε σκέψη, η ψυχή σου από κάθε έγνοια. Κοντά της ερχόσουν, έστω κι αν δεν το ήθελες, σε μια κατάσταση εσωτερικής γαλήνης.

Ναι, την έλεγες όμορφη. Πολύ όμορφη. Σαν μια μικρή σειρήνα, πες, σαν μια νεράιδα. Ήταν και το σουλούπι της ανάλογο. Ντελικάτη, μικροκαμωμένη, ανέδιδε έναν αέρα φινέτσας, παρόλο που δεν το επεδίωκε. Απλή κοπέλα, ταπεινή. Ανεπιτήδευτη στη συμπεριφορά της. Σταράτη στα λόγια της, έστω αυτά τα λίγα αν και όποτε… Από ένα καπρίτσιο του μακαρίτη του νονού της, που ήτανε χρόνια καπετάνιος κι είχε οργώσει και τις επτά θάλασσες, το όνομά της δεν ήτανε συνηθισμένο. Την λέγανε Μάγια. Κι έμελλε, θαρρείς, αυτό το όνομα να την στοιχειώσει, μιας κι όλοι στο χωριό την φωνάζανε Μάγισσα.

Η Μάγια έλειψε για χρόνια απ’ το χωριό. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα δέκα ακόμα, όταν την είχε πάρει η αδερφή του πατέρα της στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε μόνιμα. Εκείνη με τον άντρα της ήτανε άκληροι. Οι γονείς της Μάγιας φτωχοί και με άλλα τέσσερα στόματα να θρέψουν. Ο πατέρας της ήτανε χειροπράκτης. Η μανούλα της, απ’ την άλλη, τα πήγαινε πολύ καλά με τα βοτάνια.  Και οι δύο είχανε διδαχτεί όσα ξέρανε απ’ τους γονείς τους, που το είχανε κληρονομήσει κι αυτοί απ’ τους δικούς τους.  Γιατροπορεύανε οι δυο τους ολόκληρο το χωριό. Καθένας στον τομέα του. Και γι’ αμοιβή, ό,τι είχε ο πλησίον ευχαρίστηση…

«Ε, εντάξει, ίσα να την αναστήσω και να την σπουδάσω, δεν θα την κρατήσω και για πάντα! Δε θέλετε να σπουδάσει το παιδί, να έχει μια καλύτερη τύχη; Κι έπειτα, όλα τα καλοκαίρια εδώ θα τα περνάει, μαζί σας. Κι άμα τελέψει με το καλό τις σπουδές και θέλει, ας γυρίσει πίσω και μόνιμα, ποιος θα την εμποδίσει;», έτσι τους έλεγε η θεία Θέκλα και τελικά τους έπεισε.

Όταν πρωτοχώρισαν πήγε το κλάμα γόνα. Βλέπετε της είχανε αδυναμία της Μάγιας, ήταν το στερνοπαίδι τους, το πλιο μικρό απ’ τα πέντε. Η μάνα της έτρεχε πίσω απ’ τ’ αμάξι του γαμπρού τους, κλαίγοντας και χαιρετώντας, μέχρι που έφτασε στη δημοσιά. Η εικόνα του παιδιού της να την κοιτάζει μ’ εκείνο το σπαρακτικό, παραπονεμένο βλέμμα, έχοντας κολλημένο το μουτράκι του στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, με τα χεράκια του ανοιγμένα διάπλατα σαν μια τεράστια αγκαλιά, θα την κυνηγούσε ώσπου να πέθαινε.

Τα χρόνια όμως πέρασαν, με την μικρή να καρτεράει τα καλοκαίρια κάθε φορά με λαχτάρα. Κι όσο ήτανε κοντά στους γονείς της, κρεμότανε θαρρείς από της μάνας της τη φούστα κι απ’ του πατέρα της τα πανταλόνια. Ό,τι κι αν έκανε η κυρά-Κατίνα, από κοντά της κι η Μάγια. Στο λόγγο για βοτάνια εκείνη; Δίπλα κι η Μάγια, να σπουδάζει τα γιατρικά της φύσης. Κι όποτε τύχαινε κάποιο συμβάν, όπου έπρεπε ο κυρ-Ανέστης  να εξασκήσει την τέχνη του, σε μια γωνιά θα να ‘βρισκες και την Μάγια, να παρακολουθεί με ιερή ευλάβεια, μην και της ξέφευγε κάνα γιατροσόφι.

Κι όταν ήτανε κοντά στη θειά της, διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε! Με προσήλωση σχεδόν εμμονική. Και σπούδασε. Κάτι παράξενο, να δεις πώς το λέγανε… Βοτανολογία; Γεωπονία; Γεωλογία; Ποιος την ξέρει… Ούτε οι γονείς της οι ίδιοι δεν είχανε καλοκαταλάβει, αγράμματοι άνθρωποι…

Αυτό ξεκαθάρισε -όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό- όταν, σε ηλικία είκοσι δύο ετών πια, γύρισε στο μικρό μας χωριό. Την ημέρα που ενηλικιώθηκε, την ίδια μέρα που πήρε το πτυχίο της, τότε και μάζεψε σε μια βαλίτσα τα ρούχα της και τα βιβλία της μόνο, χαιρέτισε τη θεία της και το θείο της φιλώντας τους το χέρι κι έφυγε. Δεν έμεινε παραπάνω ούτε μια στιγμή μακρυά απ’ τους δικούς της. Αν ήταν τρόπος, μάλιστα, να πέταγε για να φτάσει πιο γρήγορα κοντά τους, θα το έκανε. Λες και μετρούσε ανυπόμονα από μέσα της μέχρι και τα κλάσματα των δευτερολέπτων των δώδεκα χρόνων που πέρασαν…

Και πήγε και χώθηκε στην παιδική της την κάμαρη, που είχε μείνει πλέον ολόδική της, μιας και τ’ αδέρφια της ήταν όλα παντρεμένα πια και στα σπίτια τους. Και άνοιξε ένα μαγαζί, ένα μικρό μακρόστενο μαγαζάκι επάνω στη δημοσιά. Μάλλον μαγαζί ήτανε δηλαδή. Κάποιοι λέγανε πως πλιότερο έμοιαζε με ιατρείο, μιας και στη μια του άκρη, προς το βάθος, είχε ένα λευκό δερμάτινο ανατομικό κρεβάτι, δώρο της θείας Θέκλας για το ξεκίνημα, ένα μικρό φωριαμό με γάζες κι επιδέσμους κι ένα ράφι γεμάτο οινοπνεύματα και ιώδια και λογιών-λογιών σιρόπια. Κάποιοι άλλοι λέγανε πως θύμιζε το κατώι μάγισσας, καθώς η άλλη άκρη του μικρού της χώρου, κοντά στην είσοδο, έσφυζε απ’ τα βοτάνια που ‘χε κρεμασμένα σε σχοινιά και τις ρίζες που ‘χε κλεισμένες σε γυάλινα βάζα, που στις ετικέτες τους μπορούσες να διαβάσεις τα πιο περίεργα ονόματα που βάνει ο νους του ανθρώπου.

Όπως και να ‘χε, όλοι οι χωριανοί περάσανε από το μαγαζί της Μάγιας. Η περιέργεια, βλέπεις, υπερνικούσε τον όποιο φόβο για το άγνωστο. Τάχα μου για τα καλορίζικα, πηγαίνανε και για όσο στέκονταν μέσα στο μαγαζί της, γυρνούσαν με τα μάτια τους αχόρταγα όλον τον χώρο, να προλάβουνε να αποτυπώσουνε στη θύμησή τους τα πάντα, να ‘χουν μετά τροφή για κουτσομπολιό, όταν θα βρίσκονταν με τις παρέες τους. Και για ξεκάρφωμα αγόραζαν κι από κάτι τις. Άλλος λίγο μπιτούνι, άλλος χαμόμηλο ή φλαμούρι, τα πιο συνηθισμένα και ασφαλή δηλαδή, γιατί αν πεις για τα λοιπά, που είχε εκεί μέσα η Μάγια, ανάθεμα κι αν ξέρανε τι ήτανε, ούτε που τα ‘χαν ξανακούσει στη ζωή τους οι περισσότεροι.

«Τι το θες κυρά-Τασία το φλαμούρι», ρώταγε, ας πούμε, η Μάγια.

«Να, για τ’ αγγόνι μ’, κάτι του ‘φταιψε κι κλαίει χουρίς σταματ’μό. Νογάμε πως του πουνάει η κοιλιά τ΄…», απάνταγε απρόθυμα η κυρά-Τασία.

«Πόσο είναι το εγγόνι σου;», ρωτούσε πιο συγκεκριμένα η Μάγια. «Γιατί αν είναι νήπιο, τότε μπορεί να έχει κολικούς… Σ’ αυτή την περίπτωση καλύτερα θα είναι να του βράσετε και να πιει ανθό αγγελικούλας ή άνηθο… Περίμενε, έχω εδώ…», συνέχιζε σαν να μιλούσε στον εαυτό της και έψαχνε να βρει σακουλάκι να της βάλει τα βοτάνια.

«Τι; Θα δώκω αν’θο στο κούτσ’κο; Βραστόν; Τι ‘ναι αυτά τα ξεσιλόϊαστα απ’ λες μωρή Μαγιούλα;», απαντούσε η κυρα-Τασία μισογελώντας και μισοπατώντας προς τα πίσω για να φύγει.

«Μη φοβάσαι, ξέρω τι κάνω, δοκίμασε και μετά έλα να μου πεις αν είχα δίκιο. Μοναχά βάλτε του και μια σταγόνα μέλι, μωρό είναι, δεν θα το πιει αλλιώς», της απαντούσε γλυκά η Μάγια, ενώ της έβαζε στο χέρι το σακουλάκι και την κέρναγε μαζί κι ένα πλατύ, ολόζεστο χαμόγελο, κοιτώντας τη στα μάτια με κατανόηση για το φόβο της.

Κι έφευγε η κυρά-Τασία ήρεμη, λες και δεν είχε βάρος απάνωθέ της ούτε δράμι. Σαν μαγεμένη, ένα πράμα…

Τέτοιες επισκέψεις είχε στις αρχές η Μάγια συνέχεια. Απρόθυμες, επιφυλακτικές, δειλές και φοβισμένες, άλλες από υποχρέωση στους γονιούς της, άλλες επειδή έτσι είθισται στα νέα μαγαζιά, να πηγαίνεις για το καλορίζικο. Μα σαν πατάγαν μια φορά, μετά πάεναν ολοένα. Γιατί απ’ τα βοτάνια της Μάγιας όλοι είχαν δει καλό τελικά. Και ξέρανε πως τα μάζευε μοναχή της. Πόσες και πόσες φορές δεν την είχαν δει βοσκοί να γκιζεράει στα βουνά χαράματα ακόμα. Μα και τις νύχτες, όπως έλεγαν από το Δασαρχείο κάποιοι αγροφύλακες, που την βλέπανε να πηγαίνει όταν εκείνοι γυρνάγανε από το δάσος, μόλις είχαν τελέψει το σφράγισμα των δέντρων που ήταν για υλοτόμηση.

«Και τι δ’λειά έχει δηλαδή βραδυάτικα στους λόγγους; Τις προάλλες η παπαδιά μ’ την είδε να φεύγει για το Πέρασμα. Τότες, που το φεγγάρι το ‘ταν στη χάση τ’. Και δε βάσταγε μαζί της ούτε φακό! Μοναχά τον τορβά της. Σκιάχτηκι η γυναίκα, ‘τι χαλεύ’ς τέτοιαν ώρα και τραβάς για το φαράγγι΄ της είπε, μα εκείνη ήτανε σα το ξωτικό, πέρασε από δίπλα απ’ τη φράχτη μας κι ούτε απ’ τ’ς απήντ’σε! Λες και δεν την είδε, λες και δεν την άκ’σε ντιπ! Να με το θυμηθείτε χωριανοί, αυτά δεν είναι πράματα για κοπέλα κι μάλ’στα λεύτερη ακόμα! Δεν τα αγαπάει ο Θιός τέτοια μαϊλίκια!». Αυτά έλεγε ο παπάς με στόμφο στον καφενέ του χωριού, όταν μαζεύονταν εκεί τ’ απογεύματα για κάνα τσίπουρο και λίγη πρέφα. Όχι πως εκείνος έπαιζε, μα τα ‘πινε τα ανέρωτά του και μάλιστα παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε… Κι έπειτα, ήταν ευκαιρία εκεί, που ήταν όλοι τους χαλαροί, να σμιλεύει το ποίμνιό του, σαν αζύμωτο ζυμάρι, στο σχήμα και στο μέγεθος που ικανοποιούσε τα μυαλά του. «Πες και συ κυρ-χωροφύλαξ», έβαζε έπειτα μπηχτές να τον συνδράμει κι ο αστυνόμος. Τι να έκανε κι εκείνος, εμμέσως πλην σαφώς τον σιγοντάριζε με τη σιωπή του… Κι έτσι, δυο αρχές παρούσες, τι να κάμανε κι οι χωρικοί, όσο να πεις επηρεαζόντουσαν. Σιγά – σιγά άρχισαν όλοι να την βλέπουν με άλλο μάτι την Μάγια…

«Το τριφύλλι και η ρίγανη είναι για τον κοκκίτη, κυρ-Μάνθο. Κι αυτά μόνο νύχτα ή μόνο πριν χαράξει ο ήλιος κάνει να τα μαζεύεις, όσο έχουν ακόμα πάνω τους τη δροσιά», άρχισε να εξηγεί η Μάγια με υπομονή σε κάθε της πελάτη, πώς τα μαζεύει τα βοτάνια της, τι ώρα, γιατί αυτό κι όχι εκείνο, γιατί Χειμώνα ρίζες, γιατί Άνοιξη ανθό. Πάσχιζε να καταλάβουν πως η φύση έχει τον τρόπο της και πως μόνο αν τον σεβαστεί  θα έχει το βέλτιστο αποτέλεσμα στα γιατρικά της. «Πρέπει να την ακούμε τη φύση όταν μιλάει, πρέπει να συνεργαζόμαστε, είναι η μάνα μας», τους έλεγε. Κι όσο εκείνη εξηγούσε, τόσο ο κόσμος τη φοβότανε. Τη φοβότανε μα και την σέβονταν. Στο κάτω-κάτω η Μάγια έστρωσε τις αϋπνίες του κυρ-Ανέστη και ρεγουλάρισε την πίεση της κυρά-Μάρθας. Η Μάγια έγιανε το πόδι του γιου του μαστρο-Τάσου, που το σακάτεψε στην μπάλα κι είχαν πει οι γιατροί όλοι πως, με τέτοια ρήξη συνδέσμων, σίγουρα θα του έμενε κουσούρι στο περπάτημα. Κι όμως, για ιδέστον τον μικρό, καλύτερος κι από πρώτα τρέχει στις αλάνες.

Έγινε σαν τον απαγορευμένο καρπό η Μάγια. Όλοι φοβόντουσαν  πως αυτά που μολόγαγε η κοπέλα ήτανε λόγια του Σατανά, όπως τους έλεγε ο παπάς, μα κι όλοι θέλανε να γευτούνε τις καλοσύνες της. Άρχισαν, λοιπόν, να την επισκέπτονται κρυφά, στο κλείσιμο της μέρας, ή να την καλούνε -πάντα κρυφά- στα σπίτια τους για να τους γιατροπορέψει. Κι εκείνη πήγαινε. Όπου υπήρχε ανάγκη, πήγαινε. Πολλές φορές δεν δέχονταν να πληρωθεί κι έτσι της δίνανε μαντήλες δεμένες στην κορφή, που μέσα κρύβανε φιλέματα: αυγά, πίτες, ζάχαρη ή καφέ, καμιά φορά λουκούμια.

Φτάσανε και στα αυτιά του παπά τα μαντάτα. Φρύαξε. Ώστε τον αγνοούσαν οι χωρικοί, λοιπόν… Και τότε το ‘βαλε γινάτι να περάσει το δικό του.

Η Μάγια ήταν κορίτσι μεγαλωμένο χριστιανικά και μαθημένο να σέβεται και να αγαπάει όλες τις παραδόσεις του τόπου της. Όλοι στο χωριό μας το ξέρανε ότι δεν υπήρχε Κυριακή που να λείψει από την εκκλησία. Μία από αυτές τις πολλές Κυριακές κάποιοι γίνανε μάρτυρες σε ένα συμβάν, που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή τους, πρωτίστως δε έμελλε να σημαδέψει τη ζωή της Μάγιας. Καθενός με διαφορετικό τρόπο, πάντως -όμως-  ανεξίτηλα…

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Κρατούσαμε ήδη απ’ τα αρτυμένα μέρες πολλές. Κυριακή, στο τέλος της Θείας Λειτουργίας σχεδόν, στο «Μετά φόβου», συνάχτηκαν αρκετές γυναίκες να μεταλάβουν. Μεταξύ αυτών κι η Μάγια, πίσω-πίσω, να μην ενοχλήσει κανέναν, να μην την κολάσουν με τα «ψου-ψου-ψου» και τα «μου-μου-μου» τους, ώρα που ήταν, λέω εγώ… Καρτερούσε ευλαβικά τη σειρά της. Όταν έφθασε μπροστά στο Άγιο Βήμα και σήκωσε το κεφάλι απλώνοντας το χέρι της να πιάσει το Μάκτρο για να κοινωνήσει, πριν προλάβει να το ακουμπήσει καν, ο παπάς πισωπάτησε με έναν μεγάλο και άκρως θεατρικό δρασκελισμό, τραβώντας το Άγιο Ποτήριο προς το μέρος του, λες και ήθελε να το προφυλάξει από ορδές βαρβάρων που άξαφνα επιτέθηκαν! Έπειτα, κοίταξε την Μάγια με τα μάτια του γουρλωμένα και φωνάζοντας σαν να έπαιζε τον πιο δραματικό ρόλο που υπάρχει στον κόσμο, της είπε:

«Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Πώς τολμάς να βεβηλώνεις τον Οίκο του Θεού;»

Κι ύστερα, χαμηλώνοντας έναν τόνο τη φωνή του και παίρνοντας ύφος περίλυπο, πρόσθεσε:

«Ο Κύριος να ελεήσει την ψυχή σου…»

Μετά γύρισε προς τους υπόλοιπους προσκυνητές, που είχαν μείνει όλοι εμβρόντητοι από το σοκ και τον κοιτάγανε άλαλοι με τα στόματα ανοιχτά και ολοκλήρωσε με ένα:

«Απεταξάμην!», κλείνοντας τα μάτια του και βγάζοντας έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό.

Το τι έγινε κατόπιν, δεν περιγράφεται! Το σούσουρο κάλυψε μέχρι και τον ήχο της καμπάνας, που εκείνη την ώρα χτύπαγε στο ρολόι της εκκλησίας δέκα το πρωί ακριβώς. Όλοι στριμώχτηκαν γύρω από την Μάγια και τον παπά, όσο πιο κοντά μπορούσαν. Εκείνη είχε γίνει κάτωχρη σαν το κερί. Δάκρυα βουβά κυλούσαν από τα μάτια της. Έστεκε μέσα στη μέση του κόσμου, μπροστά στο Άγιο Βήμα, ακούνητη και κοιτούσε τον παπά.

Ύστερα από λίγο, που φάνηκε αιώνας σε όλους, έκανε μεταβολή και περνώντας ανάμεσα από τους χωριανούς της, που παραμέριζαν ο ένας μετά τον άλλον καθώς τους πλησίαζε, βγήκε έξω από την εκκλησία.

Στην έξοδο, λίγο πριν δρασκελίσει το κατώφλι, άκουσε τον παπά που έλεγε «Τα βλέπετε χριστιανοί; Δεν την έδιωξα εγώ, μόνη της φεύγει η μάγισσα! Αν ήταν αθώα, όπως λέει, γιατί δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό της, παρά φεύγει με την ουρά στα σκέλια;»

Όταν μετά από λίγο κι αφού με τα χίλια ζόρια έδωσε Ο Κύριος και σχόλασε επιτέλους η Θεία Λειτουργία, άρχισαν να βγαίνουν οι χωριανοί στο προαύλιο. Και κει κοκάλωσαν για δεύτερη φορά. Γιατί η Μάγια στεκότανε σαν άγαλμα μέσα στη μέση του προαυλίου και περίμενε. Όπως ήταν με τα χέρια της αφημένα άτονα, ευθεία, σαν σε στάση προσοχής, τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν απ’ το χειμωνιάτικο ξεροβόρι πάνω στο μαύρο της παλτό και το πρόσωπό της λευκό σαν φάντασμα, θύμιζε τα στοιχειά που αναφέρανε οι βαβάδες στα παιδικά παραμύθια με τα καλικαντζάρια τα Χριστούγεννα. Στάθηκαν όλοι ακίνητοι, κρατώντας σχεδόν και την ανάσα τους ακόμα. Βγαίνοντας κι ο παπάς, απορημένος -η αλήθεια είναι- από την τόση ησυχία έξω, την είδε κι αυτός και πάγωσε.

«Παπά!», του φώναξε. «Ο κλέφτης και ο ψεύτης, τον πρώτο χρόνο χαίρονται! Ποιος νομίζεις ότι είσαι για να μου αρνηθείς να μεταλάβω; Εγώ το ράσο που φοράς το σέβομαι πιότερο από εσένα! Αλλά να ξέρεις, αν δεν ερθείς στην πόρτα μου να μου ζητήσεις συγχώρεση, ούτε χρόνο δεν θα προλάβεις να βγάλεις!»

«Πώς τολμάς!», της αντιγύρισε δήθεν θιγμένος ο παπάς.

Εκεί, με μια επιτακτική κίνηση, η Μάγια σήκωσε το χέρι της, δείχνοντάς του με την παλάμη της να σταματήσει.

«Πάψε!», του είπε. «Τα βλέπω τα κρίματά σου! Ο μαύρος στα φορτώνει κι ο μαύρος στα ξεφορτώνει απ’ τους ώμους, κάθε φορά που μπαίνεις στο σπίτι του Θεού μου!»

Ο παπάς άλλαξε σαράντα χρώματα! Κάτι ψιθύρισε κι έφυγε με βήμα ταχύ. Οι χωρικοί κοιτούσαν μία προς τη μεριά της Μάγιας, που είχε γυρίσει κι αυτή να φύγει, μία προς την αντίθετη μεριά, που σχεδόν τώρα έτρεχε ο παπάς. Κι οι ίδιοι δεν ήξεραν κατά πού να κάνουν…

Πέρασαν βδομάδες που αυτό ήταν το κύριο θέμα συζήτησης σε όλο κυριολεκτικά το χωριό. Όλοι αναπαρήγαγαν τα τεκταινόμενα κι ένα σύγκρυο περπάταγε τη ραχοκοκαλιά τους, ειδικά όταν αναφερόντουσαν σε κείνες τις τελευταίες κουβέντες που είχε πει η κοπέλα. Όλοι αναρωτιόντουσαν σαν τι να εννοούσε όταν έλεγε ότι έχει κρίματα ο παπάς… Και σε όλους είχε κάνει εντύπωση πως μετά απ’ αυτή την κουβέντα, ο παπάς έφυγε σχεδόν τρεχάτος και εμφανώς ταραγμένος. Είχαν ακούσει στο παρελθόν κάτι κουτσομπολιά, πως τάχαμου τα άδειαζε στην τσέπη του τα παγκάρια της ενορίας του, μα κανείς δεν τόλμαγε να το συζητήσει ανοιχτά. Να ‘ταν αυτό άραγε;

Εντωμεταξύ, η Μάγια δεν ξαναπάτησε στην εκκλησία, ο παπάς δεν ξαναπάτησε στο καφενείο κι η εκκλησία κάθε Κυριακή δεν είχε ούτε στασίδι άδειο. Όλοι πήγαιναν με την ελπίδα να δουν αν και τι θα ακολουθούσε εκείνη την αποφράδα ημέρα.

Το χωριό είχε σχεδόν χωριστεί στα δύο. Σε εκείνους που υπερασπίζονταν την Μάγια και κατέκριναν τον τρόπο που είχε αντιδράσει ο παπάς, ειδικά εν μέσω της Λειτουργίας και σε εκείνους που υπερασπίζονταν τον παπά, επειδή θεωρούσαν ότι για να αντιδράσει έτσι, ειδικά εν μέσω της Λειτουργίας, θα είχε σοβαρότατο λόγο… Σε κανέναν, όμως, δεν άρεσε τελικά που είχε διαλέξει να διακόψει το Μυστήριο… Κάποιοι, μάλιστα, είχαν αναλάβει, λες, θεματοφύλακες του χρόνου που περνούσε. Και μέτραγαν να δουν αν θα τα κακάρωνε ο παπάς και αν θα επαληθεύονταν της Μάγιας η τρομερή κατάρα…

Μέχρι που μια ωραία πρωία, μετά από σχεδόν τέσσερις μήνες, μαθεύτηκε πως ο παπάς αρρώστησε βαριά.  Όλο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι.

«Να σε πάμε στην Καρδίτσα αβά», του έλεγε η παπαδιά του, φοβούμενη πως θα τον χάσει τον άντρα της πριν την ώρα του. Εκείνος ανένδοτος, δεν ήθελε να πάει πουθενά, ούτε γιατρό στο σπίτι δεν τους άφηνε τους δικούς του να φέρουν. Μέσα του τον έτρωγε η συνείδησή του για αυτό που είχε κάμει, μα απ’ την άλλη δεν ήθελε να ρίξει τον εγωισμό του και να δικαιώσει το κορίτσι. Ώσπου περάσανε μέρες και η υγεία του, παρόλη τη φροντίδα, ούτε ένα σημάδι βελτίωσης δεν έδειχνε. Το εναντίον, χειροτέρευε τάχιστα.

«Να μι πάτε στη μάγισσα», είπε στην παπαδιά του ένα πρωί εκείνος και κόντεψε να πάθει αποπληξία εκείνη η καημένη.

«Τσάμπα το κατηγοράς το κορίτσι αβά. Ποτές δεν σ’ αντιμίλησα, μα τώρα πάψε, μην το τραβάς άλλο το σκοινί, θα μας βρει καμιά κατάρα», του απάντησε. Κι η αλήθεια ήτανε πως η παπαδιά το φοβότανε το άδικο. Κι ήξερε πολύ καλά τα λόγια που είχε ξεστομίσει η Μάγια. Βαθιά μέσα της, φοβότανε πως ο παπάς το πλήρωνε το τίμημα για τις αδικίες του μα και για το μακρύ του το χέρι… Και φοβότανε πως ο παπάς ήθελε να πάει στη Μάγια για να της τρίξει τα δόντια. Σκεφτότανε πως είχε θυμό μέσα του και πως για την αρρώστια του κατηγορούσε το κορίτσι κι ήθελε να τη δει για να τον ξεσπάσει αυτόν τον θυμό.

«Σηκωθήτι κι τραβάτι μι στη μάγισσα είπα», της αντιγύρισε απότομα ο παπάς.

Όταν φτάσανε στο σπίτι της Μάγιας, ο παπάς υποβασταζόμενος απ’ την παπαδιά και τον μεγάλο του γιο, καθώς και καμιά δεκαριά χωρικοί, που τους πήραν στο κατόπι όταν τους είδαν να περνάνε γιατί τους έτρωγε η περιέργεια να δουν τι θα γίνει, την πόρτα άνοιξε ο πατέρας της. Όταν είδε τον παπά τους σε τέτοια χάλια, έσπευσε να τον χαιρετήσει, να του φιλήσει το χέρι και να τον κρατήσει για να τον περάσει μέσα. Μα εκείνος δεν δέχτηκε.

«Φώναξέ μι του κορίτσ’», του είπε μόνο.

Ο κυρ-Ανέστης υποχώρησε, μπήκε μέσα και φώναξε τη Μάγια. Εκείνη εμφανίστηκε στο κατώφλι, στάθηκε, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και κοίταξε τη μικρή πομπή, που είχε μαζευτεί στην αυλή τους. Έπειτα κάρφωσε τα μάτια της στον παπά.

«Ποιος κακός άνεμος σε φέρνει στην πόρτα μου παπά;», τον ρώτησε με φωνή σταθερή, αν και δεν μπόρεσε να κρύψει την έγνοια που σκίασε το βλέμμα της.

«Πεθαίνω», της ψιθύρισε εκείνος.

«Λογικό μου φαίνεται», του απάντησε εκείνη. «Και για να μου πεις αυτό ήρθες άρρωστος άνθρωπος ως εδώ;»

«Σώσε πια… φτάνει», την πρόσταξε ο παπάς με δυσκολία, χωρίς να την κοιτά. «Σώσε και σ’χώρα με…»

Ένα «α!» γεμάτο έκπληξη ακούστηκε από τους παριστάμενους στη σκηνή. Ακόμα κι η Μάγια ξαφνιάστηκε. Πιότερο περίμενε, ξέροντας τη φτιασιά του, πως σπίτι της για καυγά είχε πάει, ακόμα και σ’ αυτά τα χάλια.

Πισωπάτησε ταραγμένη.

«Περάστε μέσα», είπε γυρνώντας και κοιτώντας την παπαδιά και τον γιό του.

Τον πήγανε μέσα χωρίς αντίρρηση κι ο πατέρας της ανέλαβε να κρατήσει σε τάξη και σε ηρεμία τους χωριανούς κι όσους χώραγε το φτωχικό τους, τους έμπασε μέσα.

Η Μάγια ζήτησε και ξαπλώσανε τον παπά σ’ ένα κρεβάτι. Κι έπειτα τον εξέτασε ενδελεχώς, όπως είχε δει τον πατέρα της να κάνει τόσες και τόσες φορές στους αρρώστους που πήγαινε.

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα», αναστέναξε στο τέλος.

Η παπαδιά αναλύθηκε αμέσως σε κλάματα.

«Σχώρα με, πολλά τα κρίματα μο, μ’ αυτό  απ’ έκανα σι σένα του μεγαλύτερου», της είπε ο παπάς κι έκανε να πιάσει το χέρι της να το φιλήσει.

Η Μάγια το τράβηξε ταραγμένη. Έπεσε στα γόνατα, δίπλα στο προσκεφάλι του.

«Και ποια είμαι εγώ για να σε συγχωρέσω παπά;», του είπε καθώς δάκρυα ανάβλυσαν απ’ τα γαλάζια, τα αγγελικά της μάτια. «Κι εγώ αυτό που είπα βλαστήμια ήταν… Άλλος να παρακαλάς να σε συγχωρήσει… Από εμένα να είσαι ελαφρύς», απόσωσε το λόγο της και σηκώθηκε αφού τον ασπάστηκε, σαν να ασπαζόταν νεκρό.

«Πεθαίνει ου πατέρας μ’ Μαγιούλα;», τη ρώτησε ο γιός του συγκλονισμένος απ’ όσα ζούσε κείνη την ώρα.

«Άμα τον πάτε στο Νοσοκομείο μπορεί και να γλιτώσει, δεν ξέρω, στο χέρι του Θεού είναι. Γιατί τον αργήσατε τόσο; Δεν το βλέπεις τι χρώμα κίτρινο έχει; Το συκώτι του καταρρέει», απάντησε η Μάγια. Έπειτα χάθηκε για λίγο στην κουζίνα και ξαναγύρισε κρατώντας ένα γυάλινο μπουκάλι με ένα ζουμί μέσα, που μύριζε χωματίλα κι είχε χρώμα σταχτί.

«Να φύγετε ίσα τώρα για την Καρδίτσα. Απ’ αυτό να του δίνετε δυο κουταλιές μεγάλες, τρεις φορές τη μέρα, πριν φάει. Θα τον βοηθήσει, δεν πειράζει τα φάρμακα που θα του δώσουν, να μην φοβηθείτε. Θα έρθω να σας δω», είπε κι έπειτα γύρισε στον παπά, τον κοίταξε και του χαμογέλασε, με εκείνο το αφοπλιστικό, το γλυκύτατο χαμόγελό της, που γιάτρευε πιο πολύ κι απ’ τα μαντζούνια της.

«Πήγαινε», του είπε, «και μην αμαρτήσεις ξανά».

Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τι έκανε τον παπά τους να φτάσει να ζητήσει συγχώρεση απ’ τη Μάγια. Γιατί όρκο έπαιρναν,  πως δεν τον οδήγησε στην πόρτα της η αρρώστια. Το σίγουρο είναι πως όλοι εκείνα τα Χριστούγεννα νιώσανε την αξία και τη λύτρωση της συγχώρεσης.

Και μας λέγανε οι γιαγιάδες μας, πως από εκείνη τη μέρα και για όσα χρόνια ζήσανε έπειτα, το χωριό μας είχε αποκτήσει δυο αγγέλους: έναν παπά και μια μάγισσα.

Αν και τη Μάγια κανείς δεν τόλμησε να την ξαναπεί ποτέ Μάγισσα.

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    12 Δεκεμβρίου 2016 at 15:38

    “το χωριό μας είχε αποκτήσει δυο αγγέλους: έναν παπά και μια μάγισσα”
    Η αιώνια διαμάχη ανάμεσα στις στενόμυαλες αντιλήψεις και στην προοδευτική θεώρηση, επιστημονική ή πρακτική.
    Πολύ ενδιαφέρον και καλογραμμένο, Κατερίνα μου!

  • Λένα Μαυρουδή Μούλιου
    12 Δεκεμβρίου 2016 at 23:16

    Ωραία ιστορία σαν παραμύθι. Της δίνεις της πένας σου και καταλαβαίνει Κατρίνα. Μπράβο σου!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη