“7η ιστορία – Σούλης Μουσκάς”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Κανείς δεν θυμόταν στο χωριό το πώς είχε προκύψει το παρατσούκλι του Θανάση. Πάντως κανείς δεν τον φώναζε με τ’ όνομά του. Αν ζήταγες τον Θανάση τον Γεωργακόπουλο, θα σε κοιτάγανε λες και μίλαγες σ’ άλλη γλώσσα. Μα αν έλεγες πως γυρεύεις τον Σούλη τον Μουσκά, όλοι θα ‘ξεραν να σε κατευθύνουν πώς να τον βρεις. Κι όλοι με χαμόγελο.

Ήταν πολύ αγαπητό παιδί ο Σούλης στα μέρη μας. Κι ας τον ήταν ξένος. Η καταγωγή του ήταν από κάπου εκεί κάτ’ απ’ τ’ αυλάκι. Απ’ την Πελοπόννησο. Όταν ήμασταν μικρά, εμάς η Πελοπόννησος μας φάνταζε σαν μέρος εξωτικό, κάπου μακριά. Κι ας ξέραμε πως ήταν στην Ελλάδα. Έτσι μας ακούγονταν και το όνομα τού ξένου μας. Σαν εξωτικό, σαν από άλλη χώρα να πούμε. Σούλης Μουσκάς.

Τον Σούλη εγώ τον θυμάμαι όταν ήταν πια πολύ μεγάλος. Στα τριάντα πέντε του. Στα μάτια του μικρού παιδιού μεγάλος, βέβαια, γιατί μια χαρά νέος άνθρωπος ήταν φυσικά. Ο Σούλης ήταν πολύ σπουδαγμένος, λέγανε. Ήτανε Πολιτικός Μηχανικός. Το ‘χε πάρει το πτυχίο του απ’ το Πανεπιστήμιο στην Κοζάνη. Άλλο μακρινό μέρος κι αυτό. Το σπίτι του, όμως, με τους γονείδες του ήταν στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα! Τώρα… πώς τ’ αποφάσισε και παράτησε κοτζάμ πρωτεύουσα και βρέθηκε στο χωριό το δικό μας, είναι μια συνηθισμένη ιστορία μάλλον. Συνηθισμένη αλλά όχι απλή…

Ο Σούλης ο Μουσκάς ήτανε διορισμένος ως Υπεύθυνος Έργων σε μια μεγάλη Τράπεζα για τα νέα καταστήματα και για τα σπίτια,  για τα οποία χορηγούσε δάνεια η Τράπεζα ή γι’ αυτά που έφτιαχνε και μετά τα πούλαγε. Πολυτελείς κατοικίες τα ονομάζανε. Κάτι σαν να λέμε, σπίτια ίδια με αυτό του Δημάρχου μας. Μόνο αυτός είχε τέτοιο σπίτι, έτσι λογαριάζαμε με τα υπόλοιπα παιδιά. Όπως και να ‘χε, ο Σούλης έκανε πολύ δύσκολη δουλειά. Και μόνο που ακούγαμε πως ήταν Υπεύθυνος για κάτι τόσο σημαντικό όσο ένα σπίτι, μας φαινότανε μεγάλη υπόθεση!

Έτσι, κάποια στιγμή η Τράπεζα θεώρησε πως θα ήταν πολύ προσοδοφόρο να φτιάξει ένα συγκρότημα κατοικιών επάνω στο βουνό, με θέα στη Λίμνη του Μέγδοβα. Κι έστειλε ως υπεύθυνο του έργου τον Σούλη τον Μουσκά. Κι εκείνος διάλεξε να μείνει στο δικό μας το χωριό, που ‘ταν κεφαλοχώρι μεγάλο και είχε και ξενοδοχείο παρακαλώ αλλά κι όσο να πεις όλο και κάνα δώμα νοικιάζονταν.

Στην αρχή οι ντόπιοι τον κοίταγαν κομματάκι στραβά. Τον έβλεπαν σαν τον ξένο που είχε λεφτά κι έμενε στο ξενοδοχείο κι ανεβοκατέβαινε στη Λίμνη με μια κουρσάρα δυο μέτρα, παροχή της Τράπεζας όλα. Λίγο η ζήλεια, λίγο ο φόβος που σκέφτονταν πως θα τους φάνε τη γης για ένα κομμάτι ψωμί, ε, την πλήρωνε ο Σούλης, που και στον φούρνο για λίγο ψωμί να σταμάταγε ο άνθρωπος, λειψή του την λέγανε την καλημέρα.

Μέχρι που κάποια βραδιά, στο τσιπουράδικο του κυρ-Σώστη, τους έκαμε όλους να τον αγαπήσουν. Τελειώματα Σεπτέμβρη μήνα ήτανε εκείνη η βραδιά. Μαζεμένοι όλοι σχεδόν οι άντρες για τσίπουρο και μεζέ, κατά το συνήθειό τους πριν πούνε τις καληνύχτες τους, χαζοκουβεντιάζανε αμέριμνοι. Ώσπου εμφανίστηκε περπατώντας ο Σούλης ο Μουσκάς, φορώντας στον ώμο έναν σάκο που είχε περίεργο σχήμα. Τους καλησπέρισε όλους ευγενικά, εκείνοι ίσα που του γνέψανε με το κεφάλι για χαιρετισμό. Κοντοστάθηκε εκείνος, σαν να ζύγιζε αν θα έπρεπε να μείνει ή κάνει μεταβολή και να πάει από κει που ‘χε έρθει – όπως εύχονταν από μέσα τους οι περισσότεροι.

Μετά με βήμα βαρύ αλλά αποφασιστικό, πήγε και κάθισε στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του καφενέ. Ο κυρ-Σώστης κατευθύνθηκε να πάρει την παραγγελιά, κάνοντας μια γκριμάτσα σαν να ζήταγε συγνώμη από τους υπόλοιπους θαμώνες για την αγγαρεία που θα εκτελούσε.

-Δυο πενηνταράκια φέρε κυρ-Σώστη, απ’ τα καθαρά.

-Μόνο καθαρά έχουμ’ ιδώ λεβέντη μ’. Δεν έρχοντι γυναίκες στουν καφενέ μ’. Έτσι του απάντησε στυφά ο κυρ-Σώστης και γύρισε για να χωθεί πίσω απ’ τον πάγκο του και να ετοιμάσει τα τσίπουρα του ξένου.

Του πήγε τα πενηνταράκια, μια κανάτα νερό, ένα μπολάκι με πάγο και δυο πιατάκια με μεζέ – ντομάτα με ψωμί κι ελιά στο ένα, γίγαντες στη γάστρα στο άλλο.

-Ευχαριστώ για τον μεζέ κυρ-Σώστη αλλά βάστα τον για άλλον πελάτη αν είναι, του είπε ο Σούλης με ύφος λυπημένο.

-Τι; Ξεροσφύρ’ θα το χτυπιήσ’ του τσίπουρου; Θα σι βαρέσ’ στου δόξα πατρί, δεν είστι κι μαθημένοι εσείς οι Αθηναίοι!, αποκρίθηκε ο κυρ-Σώστης αλλά βλέποντας πως δεν του απάνταγε ο ξένος, πήρε τα πιάτα και σηκώνοντας τους ώμους του μ’ αδιαφορία, γύρισε στη δουλειά του.

Ο Σούλης ήπιε το πρώτο πενηνταράκι ανέρωτο και μονοκοπανιά. Μετά έβαλε το μισό απ’ το δεύτερο χωρίς νερό, μοναχά μ’ ένα κομμάτι πάγο. Κι έπειτα βάλθηκε ν’ ανοίξει την περίεργη την τσάντα του. Από μέσα έβγαλε μια κιθάρα. Μπορούσες να καταλάβεις πως ήταν παλιά, απ’ το φθαρμένο λούστρο και τις γρατσουνιές στο χρώμα της πλάτης.

Μέσα στο μαγαζί είχε πέσει άκρα του τάφου σιωπή. Όλοι κοιτούσαν τον Σούλη, την κάθε του κίνηση. Και μετά κοιτιόντουσαν μεταξύ τους με δυσπιστία. Ένας άντρας με τη δικιά του τη θέση και τα δικά του τα λεφτά θαρρείς και θα ‘πρεπε να είχε μια κιθάρα ολοκαίνουργια, του κουτιού. Περίεργο φρούτο τούτος εδώ ο ξένος… Ντυμένος απλά σαν τα παιδιά τα δικά τους είχε έρθει. Μ’ ένα φθαρμένο τζιν παντελόνι, τα μποτάκια που φορούσε και στη δουλειά στο εργοτάξιο και μια λευκή κοντομάνικη φανέλα.

Ο Σούλης έβγαλε τα γυαλιά του, τα καθάρισε με την ανάστροφη της φανέλας του κι έπειτα βόλεψε την κιθάρα στο αριστερό του πόδι. Την άφησε να ξεκουράζεται νωχελικά στην αγκαλιά του κι έστριψε ένα τσιγάρο. Το άναψε, το κάρφωσε ανάμεσα στον παράμεσο και τον μικρό του δεξιού του χεριού, τράβηξε μια ρουφηξιά κι έπιασε με τα ελεύθερα δάχτυλα την πένα του. Με τ’ αριστερό του χέρι άδειασε με δυο γουλιές το υπόλοιπο τσίπουρο κι έκανε νόημα στον κυρ-Σώστη για μια γύρα απ’ τα ίδια. Κι έπειτα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έπιασε την ταστιέρα κι άρχισε να παίζει. Οι πρώτες κιόλας νότες ηχήσανε μελαγχολικά, ξεκινώντας από  ένα λυπητερό ρε μινόρε. Και γρήγορα όλοι καταλάβανε πως ο Σούλης έπαιζε το Μινόρε της Αυγής.

Η παύση απ’ το σύνηθες μουρμουρητό που ακουγότανε μέσα στο τσιπουράδικο, ήτανε κάτι πρωτόγνωρο για όλους. Στην αρχή κάποιος ξερόβηξε, μετά κάποιος άλλος είπε ένα «άντε, γειά μας» και σήκωσε το ποτήρι του. Γυρίσανε τα κεφάλια, οι ματιές διασταυρώθηκαν και μιλήσανε για τα λοιπά. Ότι, δηλαδή, ήρθε ο ξένος να μας κάνει μόστρα πως ξέρει να γρατσουνάει εκεί χάμω την κιθάρα… Ο Σούλης, όμως, συνέχισε να παίζει μη δίνοντας σε τίποτε σημασία. Κι έπαιζε πολύ καλά αναθεμάτονε.

Κι αφού τέλειωσε την εισαγωγή κίνησε να τραγουδάει λες κι ήταν μοναχός του μέσα στο μαγαζί. Με το κεφάλι σκυφτό απάνω απ’ την κιθάρα του, με τα μάτια κλειστά, λες και τραγούδαγε τον δικό του τον καημό. Κι ήταν η φωνή του ζεστή και πάλλονταν με παράπονο. Κι είχαν μείνει όλοι άφωνοι να τον ακούνε. Και σαν τέλειωσε, κατέβασε μονορούφι το καινούριο πενηνταράκι, ανέρωτο κι αυτό.

Ε, κάποιος δεν άντεξε κι έσπασε την σιωπή. Ήταν ο κυρ-Φώτης, ο γιος του Θωμά του Κιούση, που ‘χε το τυροκομείο πέρα στο διάσελο.

-Να σου πω βρε παληκάρι μο, όχι ότι με πέφτει λόγος και να με συγχωρνάς κιόλα, αλλά τι τα πέρασες τα τσίπρα; Γκαζόζες; Τι καημός σε τρώει και κάν’ς έτσ’ α;

Τον κοίταξε ο Σούλης. Και θες το τσίπουρο που τον είχε πιάσει, θες που τον ήταν με την καρδιά βουλιαγμένη στα τάρταρα, θες που ο κυρ-Φώτης ήταν ο πρώτος που του μίλαγε ανθρώπινα σ’ αυτό το χωριό, του ΄φυγε ένα δάκρυ, το οποίο το σφούγγισε αργά με την ανάστροφη του χεριού του.

-Να ‘σαι καλά φίλε μου, του απάντησε. Μη νοιάζεσαι για το πιώμα, αντέχω. Άλλα είναι που μ’ έχουνε σπαράξει και σ’ αυτά κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει…

Κι έπειτα γύρισε στον κυρ-Σώστη και του φώναξε:

-Αφεντικό, κέρνα μια γύρα απ’ το δικό μου σ’ όλο το μαγαζί, έτσι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω…

Και χαλαρώσανε οι άμυνες. Γιατί ποιος να το φανταζότανε πως είχανε κι οι κονομημένοι καημούς. Και στο κάτω-κάτω της γραφής, οφείλανε να το παραδεχτούνε πως τούτος ‘δω δεν ήτανε και κανένας ψηλομύτης.

Κι αφού γύρισε με το δίσκο ο κυρ-Σώστης όλο το μαγαζί μοιράζοντας τα πενηνταράκια, κατέληξε στο τραπέζι του Σούλη και του άφησε τα μεζεδάκια από πριν κι ήρθε και θρονιάστηκε μετά δίπλα εκεί, στην καρέκλα σιμά του.

-Και δε μου λες ρε παλληκάρι, έτσι, για να ‘χομε και καλό ρώτημα, που ‘θε είπες πως μας έρχεσαι ισύ; τον ρώτησε λες και δεν ήξερε. Μα θέλανε όλοι να τ’ ακούσουνε από πρώτο χέρι και τώρα ήταν ευκαιρία να λύσουνε τις απορίες τους.

Και τραγούδι στο τραγούδι, ποτήρι στο ποτήρι, τους πήρε νύχτα βαθιά, εκείνος να λέει κι αυτοί ν’ ακούνε…

Τον πόνεσε η ψυχή τους, η αλήθεια είναι. Φτωχόπαιδο ξεκίνησε. Χτίστης ήτανε ο μακαρίτης ο πατέρας του. Αλλά έριξε πολύ διάβασμα για να περάσει και τα κατάφερε. Κι όσο σπούδαζε έβγαζε το μεροκάματο μοναχός του, για να μην επιβαρύνει το φτωχικό εισόδημα των γονιών του. Πότε τον έβρισκες, λοιπόν, στις σκαλωσιές, μαθημένος καθώς ήτανε από τότε που δούλευε οικοδομή μαζί με τον πατέρα του. Και πότε σε κάποιο μικρό μπαράκι να τραγουδάει με τη συνοδεία της κιθάρας του. Εκεί τα λεφτά ήταν καλύτερα, ειδικά όταν τον έμαθαν και τίγκαρε το μαγαζί όποτε τραγουδούσε ο Σούλης. Μα εκείνος δεν την άντεχε τη νύχτα και τα τερτίπια της. Χαρχαντούρηδες οι περισσότεροι κι οι γυναίκες ξετσίπωτες. Δεν ήταν για τον Σούλη αυτά. Εκείνος ήταν άντρας παραδοσιακός. Της οικογένειας. Και πολύ ρομαντικός για την εποχή του. Ήθελε αυτή την μία, την πρώτη που θα αγαπήσει, αυτή και να παντρευτεί, αυτή να γίνει και η μάνα των παιδιών, μ’ αυτή και να γεράσει…

Χρυσό παιδί τελικά και το ‘χανε παρεξηγήσει. Χρυσό αλλά άτυχο. Γιατί πώς το ‘φερε έτσι η ζωή του, βρήκε κι αγάπησε μια κοζανίτισα… να σε φυλάει ο Θεός. Και δεν την βρήκε στην Κοζάνη που σπούδαζε. Εδώ κολλάει αυτό που λέγανε οι παλιοί «ποιανού του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει». Γιατί την Ρούλα την βρήκε στην Αθήνα, κάποια Χριστούγεννα που ‘χε κατέβει να τα περάσει με τους γονείς του, σ’ ένα δείπνο στο σπίτι κάποιων φίλων του. Εντάξει, ήταν μεγαλύτερή του μα αυτό από μόνο του δεν πείραζε τίποτα. Το θέμα ήταν  πως η Ρούλα ήταν αυτό που λέμε κατσακιόρα και μάλιστα μεγάλης ολκής. Από κείνες τις αρχοντοχωριάτισσες, τις ψηλομύτες,  που πήγαν στην Αθήνα φοιτήτριες και μετά το παίζανε πρωτευουσιάνες, έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους, στα πάτρια εδάφη τους, στα σόγια τους και στους γονείς τους.

Έτσι κι η Ρούλα είχε αποκτήσει χούγια και συνήθειες, που κατά τη γνώμη της υποστήριζαν την ταυτότητά της ως χειραφετημένης και σπουδαγμένης γυναίκας. Με δυο λόγια ήταν στριφνή και παράξενη. Κι αν πεις κι από εμφάνιση, δεν ήταν και τίποτα από δαύτη να ζηλέψει κανείς. Όμως ο έρωτας είναι τυφλός κι ο Σούλης την ερωτεύτηκε σφόδρα. Και στην αρχή ήταν όλα καλά. Και παρόλο που μόλις τη γνώρισε η μάνα του, του έλεγε «μακριά παιδάκι μου, γλυκό ψωμί δεν θα φας μ’ αυτόν τον άνθρωπο», εκείνος εκεί. Κολλημένος. Είχε τυφλωθεί από την μεγάλη του αγάπη κι έλεγε για όλες της τις παραξενιές και τις απαιτήσεις πως «αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα».  Εξάλλου ο Σούλης ήταν άνθρωπος πράος, γλυκομίλητος, υπομονετικός.

Περάσανε δύο χρόνια κι έμεινε η Ρούλα έγκυος. Ο Σούλης μέσα στην τρελλή χαρά ξεκίνησε να σχεδιάζει γάμους και πανηγύρια. Κι όταν η Ρούλα του ανακοίνωσε πως αυτό το παιδί δεν το θέλει γιατί θα σταθεί εμπόδιο στην καριέρα της, οπότε αποφάσισε να προχωρήσει σε άμβλωση, έχασε την γη κάτω απ’ τα πόδια του!

-Ποια καριέρα σου, τη ρώτησε αγριεμένος για πρώτη φόρα από τότε που την είχε γνωρίσει. Βοηθός λογιστή είσαι Ρούλα σ’ ένα μικρό ελεγκτικό γραφείο! Σύνελθε!

-Πάντα το έλεγα πως με ζηλεύεις! Του απάντησε εκείνη με στόμφο. Δικό μου το σώμα, δική μου και η απόφαση! Εγώ αποφασίζω τι θα κάνω κύριε μεγαλοπτυχιούχε! Του είπε στο τέλος όλο ειρωνεία.

Ο Σούλης έμεινε να την κοιτάει ήρεμος. Μα τα μάτια του είχαν στενέψει κι η ανάσα του έβγαινε βαριά. Κι έπειτα της απάντησε τονίζοντας τις λέξεις του μία-μία.

-Άκουσε με πάρα πολύ καλά Ρούλα και δώσε μεγάλη προσοχή, γιατί θα στο πω μία και μόνο φορά. Σε λατρεύω, σε έχω κορώνα στο κεφάλι μου. Άμα όμως τολμήσεις και πειράξεις το παιδί μου, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε. Δεν θα βρει παπάς να θάψει. Το κατάλαβες;

Η Ρούλα κάτι πήγε να πει αλλά το ’νιωσε πως δεν την έπαιρνε και πως αυτή τη φορά ο Σούλης δεν θα της χαριζόταν για τίποτε στον κόσμο. Ό,τι ακολούθησε ήταν μια παρωδία και ίσως οι πιο δυστυχισμένες μέρες στη ζωή του Σούλη. Με την επιμονή τη δική του έγινε ένας κλειστός θρησκευτικός γάμος, γιατί εκείνος δεν μπορούσε να δεχτεί σε καμία περίπτωση να λέγανε πως το παιδί του ήταν μούλικο. Κι αμέσως μετά τον γάμο συνέχισε να μένει ο καθένας σπίτι του. Κι όλους τους επόμενους μήνες μέχρι να γεννήσει, η Ρούλα φρόντισε να του κάνει τη ζωή πατίνι, που εκείνος ήταν η αιτία που έπαιρνε κιλά, που θα χάλαγε το σώμα της, που θα σταμάταγε από τη δουλειά της, που της στερούσε την τύχη της μ’ αυτόν που πήγε κι έμπλεξε, τον οπισθοδρομικό, τον σατράπη…

Και κείνος ο δόλιος έσκυβε το κεφάλι και δεν μιλούσε. Να μην την πικράνει στην κατάσταση που ήταν. Κι ό,τι κι αν ήθελε, ό,τι ώρα κι αν του το ζητούσε, έτρεχε αμέσως να της το φέρει, μην και στερηθεί τίποτα η μάνα του παιδιού του. Και κάθε μέρα που περνούσε ήλπιζε πως κάτι θα γίνει, ένα θαύμα. Έστω την ύστατη ώρα της γέννας, που κάθε μάνα χαίρεται όταν βλέπει το βλασταράκι της. Και πως θα γλύκαινε η Ρούλα. Και πως θα γίνονταν, επιτέλους, μια αγαπημένη οικογένεια.

Μα όλες του οι ελπίδες αποδείχτηκαν φρούδες. Το πρώτο πράγμα που ξεστόμισε η Ρούλα όταν είδε το κοριτσάκι που έφερε στον κόσμο ήταν «πάρτε το από ‘δω να μην το βλέπω!». Και δεν δέχτηκε ούτε καν να το δει όσες μέρες έμεινε στο μαιευτήριο. Κι έπειτα, με το που βγήκε, το πρώτο της μέλημα ήταν να καταθέσει αίτηση διαζυγίου και να φροντίσει να στείλει το παιδί στους γονείς της στην Κοζάνη για να το μεγαλώσουν, απειλώντας τον Σούλη πως αν τολμούσε να πάει κοντά στο παιδί τους, θα του έκανε ασφαλιστικά μέτρα. Αυτή ήταν η εκδίκησή της,  που την ανάγκασε να κρατήσει το παιδί τους ενάντια στη θέλησή της… Τι κι αν παρακάλεσε εκείνος γονυπετής να αναλάβει την μικρή του κόρη εξ’ ολοκλήρου, τι κι αν της έταξε μια παχυλότατη διατροφή, η Ρούλα ανένδοτη ήταν αποφασισμένη να τον βασανίσει όσο περνούσε από το χέρι της.

Πέρασαν έτσι οκτώ μήνες, κατά την διάρκεια των οποίων ο Σούλης έβλεπε το παιδί του με το δελτίο, που λέμε. Λίγο, πολύ λίγο. Κι αυτό όποτε και αν το επέτρεπε η Ρούλα. . Μα έκανε υπομονή για το σκουλιμπρίνι του, έτσι την έλεγε την κόρη του, που είχε βγει φτυστή ο πατέρας της, όλοι το λέγανε. Στους οκτώ μήνες η Ρούλα ανέθεσε στον Σούλη να φροντίσει για την βάπτιση της μικρής. Εκείνη δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μ’ αυτές τις «δεισιδαιμονίες», όπως τις έλεγε.

Χαρά την είπε.  Χαρά. Γιατί αυτό ήταν η κόρη του για τον Σούλη Μουσκά, η χαρά της ζωής του. Η ζωή του όλη. Κι ενόσω προχωρούσαν οι διαδικασίες του διαζυγίου εκείνος έλιωνε απ’ τον καημό του, που δεν θα μεγάλωνε το παιδί του σε μια φυσιολογική οικογένεια. Εντέλει χώρισαν. Ο Σούλης μαράζωσε μα τουλάχιστον είχε κερδίσει έννομα το δικαίωμα να βλέπει την κόρη του.

Πέρασε ένας χρόνος από το διαζύγιο. Ο Σούλης βρέθηκε στο χωριό μας, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, ακολουθούσε τη δουλειά του για να μην λείψει τίποτε στην, έστω και διαλυμένη, οικογένειά του.

Έτσι είχαν τα πράγματα με τον Σούλη τον Μουσκά. Μετά από αυτές τις αποκαλύψεις όλο το χωριό τον αγκάλιασε σύσσωμο. Και σπίτι του βρήκανε να νοικιάσει. Και κάθε Κυριακή ήταν καλεσμένος για φαγητό σε κάποιον. Κι όποτε μπορούσε κι έφερνε την κορούλα του, που είχε φτάσει πια δύο χρονών, σαν να ‘τανε δικό τους παιδί ή αγγόνι της φέρονταν. Κι έγινε δικός τους άνθρωπος, με την χαρακτηριστική ισχνή φιγούρα του, με την τραγιάσκα του, με το χαμόγελό του, με την κιθάρα του και τα ρεμπέτικα τραγούδια του και το θλιμμένο του το  βλέμμα, που φώτιζε μόνο όταν μίλαγε για το παιδί του. Και κείνος ζήτησε μετάθεση κι έμεινε μόνιμα στο χωριό μας. Τον αγάπησε αυτόν τον τόπο, που τον δέχτηκε σαν να ‘ταν γέννημα θρέμμα του.

Ένα χρόνο μετά την μετάθεση του Σούλη, τον πιο κρύο Νοέμβρη που είχαμε ζήσει τα τελευταία χρόνια, κάποια άγνωστη γυναίκα έφτασε με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ στο χωριό μας. Ήταν αργά το απόγευμα και ήταν εκείνη. Ρώτησε που θα μπορούσε να βρει τον Σούλη τον Μουσκά. Τον βρήκε στο δρόμο για το τσιπουράδικο του κυρ-Σώστη. Εκείνος περπάταγε σκυφτός με το παλτό του κουμπωμένο ως απάνω, την τραγιάσκα του κατεβασμένη στα μάτια του για να μην τον παίρνει ο παγωμένος αέρας στο πρόσωπο και την θήκη της κιθάρας του περασμένη στον ώμο. Στάθηκε μπροστά του και του έκοψε τον δρόμο.

-Γύρισα, του είπε απλά. Αν δεν με θες προλαβαίνω το τελευταίο για πίσω στην Αθήνα.

Εκείνος δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. Έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του, έσφιξε το παλτό του, ανασήκωσε λίγο την τραγιάσκα του για να την βλέπει  καλά κι ύστερα την κοίταξε με βλέμμα σκοτεινό.

-Να μείνεις.

 Όχι πως την αγαπούσε πια, αλλά για τη Χαρούλα του, για το παιδί του.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη