«4x με Τ», ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Καστραντά

Φταίει αυτός ο ηλίθιος πίνακας. Έχουνε βάλει τους ορόφους δίπλα στις φάσεις και όταν βραχυκυκλώνεις πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός. Κάθομαι σε μια παλέτα που κάποιος έχει παρατήσει στο μηχανοστάσιο και κοιτάω το χέρι μου. Θα έπρεπε να είχε καεί, θα έπρεπε να είχε σταματήσει η καρδιά μου. Όμως, ενώ είδα το καλώδιο να λιώνει στο χέρι μου, το ίδιο το χέρι μου δεν έχει πάθει τίποτα. Μονάχα έπεσα και ίσως είμαι λίγο ζαλισμένος. Ο πίνακας έχει καεί βέβαια. Μάλλον στάθηκα τυχερός.

Πρέπει να βγω έξω γιατί εδώ κάτω δεν έχει σήμα και να πάρω τηλέφωνο τον Άλλο να του πω τι έγινε. Ανεβαίνω προς την έξοδο της πολυκατοικίας και ενώ διασχίζω τον μακρύ διάδρομο με τα διαμερίσματα του ισογείου, συνειδητοποιώ ότι επικρατεί απόλυτη ησυχία και δεν βλέπω κανέναν, γεγονός πολύ περίεργο για πολυκατοικία πενήντα διαμερισμάτων. Ένα κρύο κύμα τρόμου σκεπάζει την καρδιά μου. Τελικά πέθανα και αυτό είναι το Μετά. Ένας κόσμος χωρίς άλλους, ένας κόσμος όπου υπάρχω μόνο εγώ και στην πάροδο των αιώνων θα χαθεί και το εγώ και θα διασχίζω έναν άδειο πλανήτη στερημένος κάθε λογικής. Η απόλυτη τρέλα.

Βγαίνω τρέχοντας έξω να ανασάνω. Στην απέναντι πλατεία ένα παιδάκι κάνει ποδήλατο δίπλα στη μαμά του, ένας κύριος πλένει το αμάξι του μπροστά από το σπίτι του και η κίνηση των αυτοκινήτων στον δρόμο είναι κανονική. «Θεέ μου, τι μαλάκας είμαι», σκέφτομαι.

Πρέπει να ηρεμήσω. Γυρνάω να μπω στην πολυκατοικία. Θα κάτσω λίγο στα σκαλιά να χαλαρώσουν τα νεύρα μου. Ένας κύριος βαδίζει προς την έξοδο και με κοιτάει σταθερά. Σίγουρα θα με ρωτήσει γιατί δεν δουλεύει το ασανσέρ, σίγουρα θα γκρινιάξει. Δεν πειράζει, έχω ανάγκη να μιλήσω με κάποιον για να πάρω το μυαλό μου απ’ τις σκέψεις μου. Δεν σταματάει, ενστικτωδώς κάνω στην άκρη για να μην πέσει πάνω μου. Συνεχίζει προς την έξοδο σαν να μην υπάρχω. «Αυτό είναι», σκέφτομαι. «Δεν με βλέπουν, είμαι μια περιπλανώμενη ψυχή. Είμαι νεκρός και ο ίσκιος μου θα στοιχειώνει αυτόν τον πλανήτη για πάντα. Θα δω τους αγαπημένους μου να μεγαλώνουν, να γερνάνε, να πεθαίνουν και εγώ δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα. Θα είμαι ένα φάντασμα. Αυτό είναι το Μετά. Και σε λίγες δεκαετίες όλοι οι άλλοι για τους οποίους το εγώ μου υπήρχε δεν θα υπάρχουν. Θα περπατάω άδειος, αόρατος, χωρίς σκοπό, τρελός στην αιωνιότητα. Πρέπει να βγω, να γυρίσω σπίτι, να δω τι γίνεται.»

Διασχίζω την πλατεία τρέχοντας και αν και φάσμα, αν και περίμενα να είμαι άϋλος γι’ αυτό και δεν πρόσεχα, συμπαρασέρνω παιδάκι ποδήλατο και μαμά. Την στιγμή που η μαμά μου λέει «πρεζάκι, καραγκιόζη, θα μας σκοτώσεις» κι εγώ κοκκινίζοντας από ντροπή προσπαθώ να σηκωθώ, βλέπω με την άκρη του ματιού μου τον κύριο που είχα συναντήσει στην πολυκατοικία να βγαίνει απ’ τον απέναντι φούρνο, ψάχνοντας την πόρτα με ένα μπαστουνάκι για τυφλούς. Εν τω μεταξύ η μαμά συνεχίζει «καριόλη, χοντρέ, το παιδί, α στο διάλο, αστυνομία!» Αφελώς της λέω «συγγνώμη, νόμιζα ότι είμαι φάντασμα.» «Πρεζάκιιιιιιι, αστυνομίαααααα!»

Τρέχω, μπαίνω στο αμάξι μου και φεύγω κοιτώντας απ΄ τους καθρέφτες τη μαμά που ψάχνει πέτρες να μου πετάξει. Πρέπει να ηρεμήσω σκέφτομαι ξανά και ξανά. Δυο τρία τετράγωνα πιο κάτω σταματάω. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Φέρνω το χέρι μου, αυτό που κράταγε το καλώδιο, μπροστά στα μάτια μου και το παρατηρώ. Τίποτα, είναι μια χαρά. Ανοίγω το ραδιόφωνο. Το κανονικό πρόγραμμα. Δελτίο ειδήσεων που άκουγα και το πρωί πριν το ατύχημα. Ποιό ατύχημα; Παίρνω τηλέφωνο το κορίτσι μου, η φωνή της θα με ηρεμήσει. Δεν το σηκώνει. Τον Άλλο δεν θέλω να τον πάρω ακόμα. Τι να του πω; Έκαψα έναν πίνακα, φρίκαρα, χτύπησα ένα παιδάκι, τσακώθηκα με την μαμά του, έφυγα τρέχοντας και δεν τολμάω να γυρίσω; Παίρνω τη μάνα μου. Δεν το σηκώνει. «Γαμώ…», σκέφτομαι. Ξαναπαίρνω το κορίτσι μου. Δεν το σηκώνει. Ένας ψίθυρος ανησυχίας ακούγεται μες στο κεφάλι μου. Ας πάρω τον Άλλο. Δεν το σηκώνει. Δεν το σηκώνει; Δεν θα παρανοήσω. Το σπίτι δεν είναι μακριά.

Ξεκινάω με συγκρατημένο σκεπτικισμό. Στη γειτονιά όλα δείχνουν κανονικά. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας μου μένει η πεθερά μου. Χτυπάω κουδούνι. Κανείς. Χμμμμ… Όπου να ΄ναι θα εμφανιστεί ο Αρθούρος στο μπαλκόνι, κουνώντας την ουρά του. Τίποτα. Οk, έχουν βγει για δουλειές και πήραν και τον σκύλο μαζί. Δεν το ‘χουν κάνει ποτέ, αλλά σήμερα το έκαναν. Ο ψίθυρος γίνεται φωνή. Χτυπάω το κουδούνι του μπατζανάκη μου. Τέτοια ώρα είναι συνήθως σπίτι. Όχι σήμερα. Εντάξει, θα πήγε καμιά βόλτα.

Μπαίνω στο αμάξι. Ξαναβγαίνω και χτυπάω την πόρτα της κυρά-Τάδε που ταΐζει τις γάτες και… δεν μου ανοίγει. Βεβαίως. Άλλη ιδέα. Ανεβαίνω στο σπίτι, ανοίγω με τα κλειδιά μου, όλα μέσα είναι φυσιολογικά. Παίρνω με το κινητό μου το σταθερό. Χτυπάει, το σηκώνω. «Έλα», λέω εγώ. «Εγώ είμαι», απαντάω εγώ. Το κλείνω. Το κινητό μου δουλεύει κανονικά. Παίρνω απ’ το σταθερό τη μία μου αδερφή. Αυτή που έχει το νεογέννητο και είναι όλη μέρα σπίτι. «Τουουουτ, τουουουτ, κλακ.» Το σηκώνει. Τηλεφωνητής. Δεν είμαι καλά. Κατεβαίνω στο αμάξι. Στη γειτονιά κανένας γνωστός. Περνάνε αυτοκίνητα, άνθρωποι, με κοιτάνε, δεν ξέρω κανέναν. Μπαίνω στο αμάξι. Θα πάω στον παιδικό του μικρού, είναι σχεδόν δίπλα. Θα με δει, θα μου γελάσει. Όλα θα πάνε καλά.

Οδηγάω. Ο ψίθυρος που έγινε φωνή, έχει γίνει ουρλιαχτό. Ουρλιαχτό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ. Ουρλιαχτό: ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ. Ουρλιαχτό: ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ. Ουρλιαχτό: ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΣΟΥ ΑΛΛΟΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ. Ουρλιαχτό: ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ, ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΕΣΥ, ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ. Ουρλιαχτό: ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ. Συγχρόνως παίρνω στην τύχη τα τηλέφωνα που έχω αποθηκεύσει στο κινητό. Δεν το σηκώνει κανείς, πετάω το τηλέφωνο στο πάτωμα. Τρέχω σε έξαλλη κατάσταση. Ήχος κλήσης, σκύβω να το πιάσω, είναι το κορίτσι μου. Το σηκώνω. «Έλα», ακούω τη φωνή της, «τι έγινε;». Με δάκρυα ανακούφισης κοιτάω τον δρόμο. Ένα λεωφορείο κάνει προσπέραση. Είναι στο ρεύμα μου. Ο οδηγός του είναι μια κατσαρίδα. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω και καρφώνομαι απάνω του. Περίπου χίλιες ώρες περνάνε με συνειδητή απουσία  συνείδησης. Με συνεφέρνει μυρωδιά καμμένου. Μια κατσαρίδα περπατάει στη μύτη μου. Το χέρι μου είναι κατάμαυρο και ο Άλλος έντρομος, κάθιδρος φωνάζει στο τηλέφωνο. «Ρε μαλάκα τι έπαθα;» του λέω. Γυρίζει, με κοιτάει (με βλέπει), μου μιλάει (τον ακούω), με ακουμπάει (τον νοιώθω). «Σε χτύπησε το ρεύμα, το χέρι σου είναι χάλια, νόμιζα ότι πέθανες, έρχεται ασθενοφόρο», μου λέει. «Ναι ρε πούστη μου!» φωνάζω θριαμβευτικά. Με κοιτάει ξαφνιασμένος. Ακούγονται σειρήνες. «Ξέρεις κάτι ρε;» του λέω. «Χαίρομαι! Χαίρομαι!»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη