«Όμορφη Έρκυνα», ένα διήγημα της Αργυρώς Αγγελίνα-Ζωγράφου

Αν δεν ήσουν ποτάμι, θα ήσουν φλέβα γαλάζια στο χέρι, κρυφή ενοχική ζωή, αποτυχημένη επιστροφή. Έκπληξη που δεν ξάφνιασε, φίλος που δε θυμάται. Αν ήσουν στον κάμπο θα σ’ έχανα. Στο βουνό δε θα σ’ έβλεπα. Πέρασες, όμως, δίπλα απ’ το σπίτι μου, κι άρχισες να με καλοπιάνεις με το μονότονο, παραπονιάρικο σκοπό σου: «Μου φαίνεται δε μ’ αγαπάς, τη θάλασσα σκέπτεσαι».

Ναι, αυτό σκορπάς στ’ αυτιά των περαστικών. Δεν είναι αλήθεια!

-Nα με ρωτάς πρώτα, σε μάλωσα.

Λούφαξες στις ρίζες των πλατανιών για να μη σε ακούνε. Στην αιώνια θλίψη που ξέρει να κρατά μυστικά.

Πριν χρόνια στο ίδιο μέρος, σου υποσχέθηκα την επιστροφή. Σ’ αναζήτησα στα πελάγη, σε βαθιές θάλασσες κι ωκεανούς. Θυμάσαι τις χάρτινες βαρκούλες μου που μούλιαζες στα νερά σου; Έγιναν καράβια που δεν γνώριζα. Γύρευα την υγρή μορφή σου παντού. Άλλη ίδια δεν βρήκα. Στον Κόλπο του Λέοντος μας βρήκε μεγάλη φουρτούνα. Μούγγριζαν τα κύματα και χτυπούσαν τα σιδερένια πλευρά του πλοίου όπως ο φανατικός καλόγερος την καμπάνα. Κινδύνευσα!

-Είμαι φίλη της Έρκυνας! φώναξα πάνω στο φόβο μου και μ’ άφησαν η Σκύλα και η Χάρυβδη.

Την γαλήνη σου σκέφτηκα, την ψυχαλιστή σου αύρα. Το μάτι της Δήμητρας που ψάχνει την κόρη της. Πώς γίνεται στον ξένο κόσμο να σκέφτεσαι τα ίδια! Τ’ άκουσε ο Ποσειδώνας κι ησύχασε την κόρη του, τη Μεσόγειο. Λίγο την τρύπησε με το πιρούνι.

Γιατί θυμώνεις άδικα; Η θάλασσα με ταξιδεύει, εσύ με τρομάζεις. Τα βράδια στερεύεις στον ύπνο μου. Και η Έρκυνα γίνεται γριά φοβιστική. Η Περσεφόνη χάνει το φως της και η πανέμορφη, πουπουλένια χήνα απελπισμένη χτυπά τα φτερά της στην αναγγελία θανάτου απ’ τον μάντη Τροφώνιο. Την κρατά στη ζωή λίγο παραπάνω, να φωτίζει το σκοτάδι. Ιερείς πλέκουν στεφάνι άσπρο απ’ το φέγγος των φτερών της, που σιγά σιγά βάφεται κόκκινο και σβήνει στο βωμό των χρησμών. Πώς να αντέξω στον εφιάλτη; Ποιος καινούργιος μύθος θα απομυθοποιήσει το άγνωστο για να σταματήσεις να κυλάς με την έγνοια;

Στρατιές μυρμήγκια κατεβάζουν στην ίδια πάντα διαδρομή μια χαρμόσυνη ανατροπή. Κι όταν φθάνω τον χειμώνα, ούτε ένα δεν συναντώ, κάτι να μου πει. Μόνο φόβο σέρνει η ιστορία σου, μυστήριο, απειλή.

Ανέβηκα με βροχή στους βράχους που ανάβλυζες κάποτε. Άσπρες κοτρώνες, κι εσύ έλειπες από ανάμεσά τους. Άλλαξες πορεία; Ξέχειλες, γρήγορες διαδρομές. Και μετά τίποτα. Στα χρόνια μου πάνω θες να κυλήσεις; Αυτά εποφθαλμιάς; Ειρωνεύεσαι την ύπαρξή μου; Δεν είμαι στοιχειό να σε αντιπαλέψω. Αντιγράφεις, όμως, τη ζωή μου… Αντικατοπτρίζεις την παρουσία μου. Κλέβεις λόγια που πέφτουν, τα θάβεις στις όχθες και τα αποκωδικοποιείς. Εξημερώθηκες, μίκρυνες. Σε είχα προειδοποιήσει, ποτάμι. Η πολιτεία είναι φθορά. Χθες απάντησες θαρρετά στη γλώσσα του φωτός και της γνώσης:

«Μηδέ ποτ᾽ αἰενάων ποταμῶν καλλίῤῥοον ὕδωρ
ποσσὶ περᾶν, πρίν γ᾽ εὔξῃ ἰδὼν ἐς καλὰ ῥέεθρα,
χεῖρας νιψάμενος πολυηράτῳ ὕδατι λευκῷ·
ὃς ποταμὸν διαβῇ κακότητ᾽ ἰδὲ χεῖρας ἄνιπτος,
τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω.» [1]

Με έπεισες! Βάθυνες και μετά καμαρώσαμε.

Το μάτι του Κύκλωπα επιδέξια το τρύπησε ο Οδυσσέας. Μην επιτρέψεις να βαρύνουν κι άλλο τα βλέφαρά μου, τρέχα στο πουθενά, στον κανένα! Τάραξε τα νερά σου, χοροπήδα! Εμψύχωσέ με! Πρόσφυγας στην πόλη μου! Παίζω κρυφτό με τις γνώμες των γειτόνων και κρύβω στις ρίζες, εκεί που μου έμαθες, το λαμπρό μέλλον. Περασμένα μεγαλεία… Αδερφός σου ο χρόνος, και τον αφήνεις να παίζει την κουδουνίστρα του στ’ αυτιά μας; Μας αποκοιμίζει γλυκά. Ύπνος βαθύς, άγνοια. Κι ο Πάνας πέταξε το καλλίλαλο, μαγικό σουραύλι του και κοιτά τα μισόγυμνά κορμιά στους δρόμους. Αποχαυνώθηκε! Η άνοια των χρόνων μάς έκλεψε την μοναδικότητα και τον σπόρο. Ας προσέξουμε! Θα μας λείψει η προγονική λάμψη. Καλπάζει η παρακμή.

Μαγεύομαι από κάτι ευλύγιστα φτωχά χόρτα που χορεύουν στη γαργαλιστική σου καλή διάθεση. Χωρίς αυτή τη διάθεση δεν θα χόρευαν. Και τα δέντρα, θαρρώ, σε πίστεψαν! Σίγουρα θα επιτρέψουν στα τελευταία φύλλα τους να ταξιδέψουν στο πέρασμά σου! Κέντρισαν τα καινούργια. Μάρτης…

Άραγε, κρατάς τους αιώνες σταξιά στη μύτη του αηδονιού; Νήματα και χρώματα, σαπούνια και υφαντά χιλιοπόνετα. Φιλιά. Πονάω τους ανθρώπους μου. Γι’ αυτούς νοιάζομαι. Σε συνήθισα. Εκεί θα ‘σαι. Έχεις καταλάβει ότι είσαι απαραίτητο. Κι αν ακόμα οι άλλοι δεν σε προσέχουν, εσύ τους ψάχνεις. Σήμερα στην έσκασα, ποταμάκι. Θα ‘θελα αλλιώτικο ρεύμα. Βαρέθηκα την αμέριστη φροντίδα μου στο φτηνό τσίτι το βαμμένο από ντοματοπολτό. Έριξα τα χρόνια μου και τα έπαιξες σοδειές στα άνυδρα χωράφια. Ξόφλησα, ποταμάκι. Μαζεύω εδώ και μέρες κάτι μαύρες σκέψεις να τις πετάξω στα νερά σου απ’ την πλαστική καρέκλα του Ξενία, πίνοντας ένα καφεδάκι. Φύλαξέ τες καλά.

Κοντοστάθηκες. Δυο όμορφα κορίτσια σού θυμίζουν τα νιάτα σου. Την Έρκυνα και την Περσεφόνη. Παίζουν με τα κινητά αντί με τη χήνα που χάθηκε. Εφέτος θα χρειασθώ δουλειά. Να ζήσω θέλω. Σε ζηλεύω που ‘χεις εξασφαλίσει το μέλλον σου. Δροσίζεις το νύχι του Δία που τον πονάει.

Πανομοιότυπα χαρτάκια με αναπνοές μας παράτησε κι εμάς στις όχθες σου. Δεν του αρέσει η ώρα των καλλιτεχνικών. Φοβάμαι θα την καταργήσει. Ο μαρτήλιος με τύφλωσε, κρύβομαι στους ίσκιους. Βάζω τα κοράκια κράχτες της επιθυμίας μου. Τι θα κάνεις εσύ για μένα που υποφέρω; Γνωρίζεις τόσες ψυχές στον Άδη. Κάποιου που με πόνεσε πολύ ψάχνω. Αλλιώς, θα σε σταματήσω με την χούφτα μου. Μούδιασα στην όχθη σου. Αν δεν ήσουν η Έρκυνα, το ποτάμι, θα ήσουν τιμωρός για τους ανόητους και ασυνείδητους εκσυγχρονιστές. Η ομορφιά πληγώνει τις κόρες των ματιών μας.

Όμορφη Έρκυνα!

Την ψυχή που σου ζήτησα βρες μου… Αν θες, να στο ματαπώ…


[1] Ησιόδου «Έργα και Ημέραι» 737-741. «Μη διασχίζετε ποτέ τα νερά των ποταμών με το αιώνιό τους ρέμα, πριν να πείτε μια προσευχή, με τα μάτια προσηλωμένα στα εξαίσιά τους νάματα, πριν να βρέξετε τα χέρια σας στο ευχάριστό τους και καθάριο νερό».

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη