«Όλοι σε φωνάζαν αρχηγό», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Αγγελική

‘’Όλοι σε φωνάζανε αρχηγό κι ήξερες μονάχα να διατάζεις

 κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ για να με κοιτάζεις…‘’

Όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτό το τραγούδι, συγκλονίστηκα. Ένιωσα πως κάποιος πήρε ένα μολύβι και έγραψε αυτούς τους στίχους για μένα. Πως κάποιος εισχώρησε με περίεργο τρόπο στο μυαλό μου, διάβασε τις σκέψεις μου και μου έκλεψε τα λόγια. Η πρώτη εικόνα που καρφώθηκε στο νου μου ήτανε η μορφή του Νίκου. Όλοι τον φωνάζανε αρχηγό.

‘’Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος…’’ Τέτοια μου έλεγε η μάνα μου κάθε φορά που ξεπόρτιζα εκείνες τις μέρες απ’ το σπίτι μας και μ’ έπαιρνε από πίσω ως την εξώπορτα να μου δίνει συμβουλές και να μου φωνάζει, ‘’να προσέχετε και να γυρίσεις νωρίς το βράδυ, θα σε περιμένω, μ’ ακούς;’’

Μόλις είχα πατήσει τα είκοσι τότε, λυγερή και όμορφη σαν ελαφίνα, χανόμουν μες στους δρόμους της Αθήνας κι έτρεχα να συναντήσω τους φίλους μου στο στέκι μας, δυο στενά πίσω απ’ το Πολυτεχνείο. Φοιτητριούλα πρωτοετής της Παντείου εγώ κι ο φίλος μου ο Αρίστος στο τρίτο έτος στη σχολή Μηχανολόγων του Πολυτεχνείου. Ήταν κολλητός του Νίκου. Αυτός μας σύστησε την πρώτη φορά. Δυο χρόνια πριν την εξέγερση. ‘’Αγγελική να σου γνωρίσω τον αρχηγό μας… τον Νίκο’’, μου είπε ο Αρίστος χαριτολογώντας εκείνο το πρώτο βράδυ που ανταμώσανε οι ματιές μας.

Ένας έρωτας άνθισε μες στις καρδιές μας σαν την άνοιξη. Ένας παράφορος έρωτας που τον ξεδιψούσαμε με φιλιά, αγκαλιές, γλυκόλογα, υποσχέσεις και όνειρα. Πολλά όνειρα, ζυμωμένα με το πάθος και τη δροσιά της νιότης.

Ο Νίκος έμενε στη Στουρνάρη με τον αδερφό του. Αυτά τα δυο αδέρφια ήταν οι πρωτοστάτες  στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Τα μάτια τους πετούσαν σπίθες όταν μιλούσαν στους συμφοιτητές τους και προσπαθούσαν να τους πείσουν να ξεσηκωθούνε όλοι και να γίνουν ένα σώμα, μια φωνή, ένα στήθος, μια καρδιά. Ο Νίκος κι ο Αντρέας στην πρώτη γραμμή, έχοντας σαν εφόδιο το τσαγανό και την ορμή των νιάτων.

‘’Το βόλεμα είναι για τους δειλούς’’ φώναζε ο Νίκος με έξαψη. ‘’Πρέπει τη ζωή να τη γευτούμε ως το μεδούλι, εκεί είναι η νοστιμιά. Να μην αγκυροβολούμε σε λιμάνια αλλά να ταξιδεύουμε. Να ερωτευόμαστε και ν’ αγαπάμε με πάθος τα ιδανικά μας.  Όλα με πάθος πρέπει να τα κάνουμε στη ζωή, να διεκδικούμε τα θέλω μας. Να παλέψουμε για τη δημοκρατία και την ελευθερία που μας ανήκει. Υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό απ’ την ελευθερία; Η καρδιά μας να χορεύει στους ρυθμούς της αγάπης και της ελευθερίας! Ν’ αστράψει σ’ όλες τις ψυχές το μεγαλείο της! Να μη σκεφτόμαστε το τι θα πάει λάθος, να επικεντρωθούμε στο τι θα κερδίσουμε αν πάει σωστά. Δε θα μάθουμε ποτέ τα όριά μας αν δεν παλέψουμε να φτάσουμε τα όριά μας…’’

Κι ύστερα άρχισε ν’ απαγγέλλει με τη βραχνή φωνή του, στίχους απ’ τη Ρωμιοσύνη.

‘’Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό

Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα

Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο

Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο’’

Είχε μια φλόγα μόνιμα αναμμένη στην καρδιά και τα μάτια του γυάλιζαν σαν πυρωμένα κάρβουνα, από τη μέρα που τον γνώρισα. Τα μέλη μου μούδιαζαν όταν τον άκουγα να μιλάει με τόσο πάθος. ‘’Να προσέχεις, πες μου πως θα προσέχεις’’ του έλεγα ανήσυχη κι εγώ σαν τη μάνα μου, κάθε φορά όταν χωρίζαμε εκείνες τις μέρες που η Αθήνα σιγόβραζε σαν καζάνι. Ένας ακαθόριστος φόβος είχε φωλιάσει στο στήθος μου. Οι μπουάτ της πλάκας που συχνάζαμε τα βράδια μύριζαν αντίσταση. Εκείνη την εποχή φοβόμασταν και τον ίσκιο μας. Περπατούσαμε στους δρόμους κι είχαμε συνεχώς την υποψία πως κάποιος μας ακολουθούσε.

Στις 14 Νοέμβρη, στη γενική συνέλευση που έκαναν μέσα στο Πολυτεχνείο, αποφάσισαν αποχή απ’ τα μαθήματα κι άρχισαν οι διαδηλώσεις και η κατάληψη με τη συμμετοχή φοιτητών από τη Νομική και τη Φυσικομαθηματική σχολή. Οι φοιτητές οχυρώθηκαν στο κτίριο της σχολής και ξεκίνησαν τη λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού. Οχυρό και φρούριο έγινε η σχολή για τρεις ολόκληρες μέρες. Στην πρώτη σειρά ο Νίκος με τον αδερφό του να κρατούν τα ηνία του αγώνα στα χέρια τους. Μαζί μ’ αυτούς κι εγώ να στέκομαι σε μια γωνιά και να τους θαυμάζω για το θάρρος και την παλικαριά τους.

Δεν περιγράφεται με λόγια η ψυχική ανάταση που αποκομίζαμε όλοι μας από τη συνύπαρξη μέσα στο ζοφερό κλίμα εκείνης της εποχής. Μοιραζόμασταν την ίδια ορμή, το ίδιο πάθος, την ίδια αγωνιστικότητα. Βάρδιες με τραγούδια, τα απαγορευμένα του Θοδωράκη του Ξαρχάκου και του Ξυλούρη ακούγονταν σε κάθε γωνιά. Φτιάχναμε χειρόγραφες προκηρύξεις και καλούσαμε τον κόσμο να κατέβει στους δρόμους. Τσιμπούσαμε στα όρθια στην αίθουσα τελετών, απ’ αυτά που μας έστελνε ο κόσμος απ’ έξω, για να μας στηρίξει. Πανέρια με κουλούρια, γλυκά, τρόφιμα, χρήματα, τσιγάρα, έφταναν στα χέρια μας για να ενισχύσουν την κατάληψη. Ύπνος στο πόδι, πάνω στα σχεδιαστήρια και χιούμορ και γέλιο και νιάτα και δροσιά, μέσα σε μια φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ακόμα κι ο αέρας που ανασαίναμε ηλεκτριζόταν απ’ το ακόρεστο πάθος μας για τη ζωή και τη λευτεριά. Αυτές τις ώρες ένιωθα στον κόρφο μου να ξεχειλίζει η περηφάνια που ήμουνα κι εγώ κοινωνός αυτών των μεγάλων στιγμών στην ιστορία μας. Είχα αποφασίσει να μείνω μέσα, εκεί που χτυπούσε η καρδιά των γεγονότων κι ας ήξερα πως οι γονείς μου θα ανησυχούν και πως θα με ψάχνουν, όπως όλοι οι γονείς άλλωστε των παιδιών που πήραν μέρος στην κατάληψη.

Τρεις μέρες μετά, εκείνο το μουδιασμένο ηλεκτρισμένο σούρουπο, η ατμόσφαιρα ήταν θολή και πνιγηρή απ’ τα δακρυγόνα. Είχε πέσει σιωπή και  βουβαμάρα σε όλο το προαύλιο της σχολής. Η αναμονή αυτές τις δύσκολες ώρες πάγωνε τις καρδιές μας, αλλά η ελπίδα συνέχιζε να σιγόβραζει μέσα στο στήθος όλων μας, πως θα τα καταφέρουμε και πως κανένας τελικά δε θα μας πειράξει.  Όλοι  αψηφούσαμε τον κίνδυνο που ελλόχευε πίσω απ’ τα κάγκελα. Κανένας μας δε φοβόταν. Η ψυχή νικάει τον τρόμο. Μεθυστικές στιγμές. “Ή τώρα ή ποτέ» ήταν το σύνθημα που ακουγόταν στο προαύλιο  όταν  υψώθηκε η σημαία κι όλοι μαζί χαράξαμε  πάνω της το όραμα μια κοινωνίας ελεύθερης κι ανεξάρτητης.

Τα ξημερώματα, κατά την είσοδο του άρματος συνθλίβονται οι φοιτητές που βρίσκονταν πίσω απ’ την πύλη και τραυματίζεται σοβαρά με συντριπτικά τραύματα μια φοιτήτρια, φίλη των παιδιών. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου συνέχισε να  κάνει εκκλήσεις στους στρατιώτες.

‘’Είμαστε αδέρφια. Είμαστε Έλληνες. Αδέρφια μας στρατιώτες…’’

Οι φοιτητές που είχαν παραμείνει μαζεύτηκαν στο προαύλιο κι άρχισαν να ψέλνουν τον εθνικό Ύμνο, την ώρα που ο εκφωνητής τον απήγγειλε απ’ τα μικρόφωνα. Το πάθος ράγιζε το μέταλλο της φωνής του και προκαλούσε σε όλους ανατριχίλα, δάκρυα και δέος. Ήταν συγκλονιστικό να βλέπεις τα παιδιά ν’ ανοίγουν τα πουκάμισα και να προτάσσουν το στήθος τους, στο όνομα της λευτεριάς. Ένας απ’ αυτούς κι ο Νίκος. Μοναδικό τους όπλο ενάντια στον τρόμο που έσπειραν τα άρματα  οι λέξεις και τα τραγούδια της λευτεριάς!

Επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο. Κάποια στιγμή αισθάνομαι ένα χέρι να μ’ αρπάζει και να με τραβάει στο πίσω μέρος του Πολυτεχνείου. Ήταν ο Αρίστος που έψαχνε απεγνωσμένα να με βρει μέσα στους καπνούς. Θυμάμαι πως αντιστεκόμουνα, πως δεν ήθελα να φύγω δίχως τον Νίκο, κι εκείνος με βεβαίωνε πως φύγανε κι οι άλλοι και πως είχανε κανονίσει να  βρεθούμε έξω.

Τρέξαμε προς τη Στουρνάρη, ακούγονταν κραυγές, εμβατήρια, κυνηγητό και ξύλο. Στην οδό Σολωμού χωθήκαμε σε μια πολυκατοικία που είχε ανοικτές τις πόρτες της. Η καρδιά μας χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Μείναμε εκεί λουφαγμένοι πέντε έξι άτομα ν’ ακούμε ο ένας την καρδιά του άλλου, ώρες ολόκληρες.

Από κει και πέρα τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία, σαν ηφαίστειο που εκρήγνυται ξαφνικά κι η πυρωμένη λάβα του κυλά  συμπαρασύροντας τα πάντα. Νιώθαμε την καρδιά της πόλης να δονείται από το εξαγριωμένο πλήθος που έσπευδε να βοηθήσει τους φοιτητές. Οι κραυγές αγωνίας και πόνου συνέχιζαν να σχίζουν τον αέρα σαν τα βέλη ενός τόξου που στόχευε τις καρδιές μας.

Δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε και σταθήκαμε ξανά στα πόδια μας μετά απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Ο Νοέμβρης αυτός θα είναι πάντα ζωντανός στις διαδρομές της μνήμης μας. Οι μέρες που ακολούθησαν ήτανε το ίδιο ζοφερές με τις προηγούμενες. Τελικά το κακό δεν αποσοβήθηκε. Οι ελπίδες που τρέφαμε όλοι  στην αρχή της κατάληψης, πως δε θα μας πειράξουν, κατέληξαν φρούδες. Ο απολογισμός εκείνου του τριήμερου ήταν τραγικός. Δεκάδες ψυχές έσβησαν φωνάζοντας το όνομα της Ελευθερίας.

Η εξέγερση κατεστάλη από το στρατό αλλά αφύπνισε τους νέους και τους μεγαλύτερους, που είχαν μέχρι τότε αποδεχθεί πως η δικτατορία ήταν ακλόνητη. Ο αγώνας μας δεν πήγε στράφι. Άνοιξε την πρώτη  ρωγμή στο πλέγμα του φόβου και της παντοδυναμίας που είχαν καλλιεργήσει τόσα χρόνια. Κι αυτό ήταν ένα επίτευγμα που δικαίωσε την εξέγερση και τη στόλισε με ένα στεφάνι δόξας. Αυτό το στεφάνι είναι το τρόπαιο που αφήσαμε σαν ηθική παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές για να τους εμψυχώνει να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στη στέρηση της δημοκρατίας.

Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία πέρασε απ’ τη μνήμη στη καρδιά, όπως αναφέρεται και στο περιβόητο, υπέροχο τραγούδι του Μάνου Λοϊζου. Ο δρόμος αυτός απέκτησε τη δική του ιστορία που κάποια παιδιά την έγραψαν στους τοίχους με το αίμα τους. Ένας απ’ αυτούς κι ο δικός μου Νίκος. Μια παγωνιά διαπέρασε το στέρνο μου την επόμενη μέρα, όταν άκουσα απ’ τα χείλη τού Αρίστου πως χάσαμε τον Νίκο. Τα πόδια μου λύγισαν και βυθίστηκα στο σκοτάδι μες στην αγκαλιά του.

Μετά από ένα μήνα αντιλήφθηκα την εγκυμοσύνη μου. Μια αναπτερωμένη ελπίδα φτερούγισε στον κόρφο μου, μόλις συνειδητοποίησα πως ο Νίκος έσπειρε τον ανθό μιας νέας ζωής μέσα μου. Ο πρώτος άνθρωπος που το μοιράστηκα ήταν η μάνα μου κι ο δεύτερος, ο αδερφός του ο Αντρέας. Ίδιο καλούπι, ίδιος χαρακτήρας, ίδιο χαμόγελο. Όταν τον συναντούσα στις αρχές, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Σε όλα μου θύμιζε τον Νίκο. ‘’Εγώ είμαι εδώ, μην ανησυχείς για τίποτα. Όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα’’ με βεβαίωσε όταν του εκμυστηρεύτηκα το μυστικό μου.

Αντρέας

‘’Φτιάχναμε καπέλα από χαρτί, είχαμε και ξύλινα τουφέκια

Κι ήτανε ο πόλεμος γιορτή στα παλιά μας στέκια….’’

Αυτό είναι το αγαπημένο τραγούδι τής Αγγελικής. Κάθε χρόνο ανήμερα της επετείου τής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σιγοσφυρίζει τον σκοπό του όλη μέρα. Η Αγγελική είναι γυναίκα μου. Κάποτε ήταν το κορίτσι του αδερφού μου.

Τον Νίκο τον χάσαμε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Δυο χρόνια μεγαλύτερός του εγώ, τον είχα πάντα στο νου μου. Ήτανε ένας γνήσιος επαναστάτης με γενναία ψυχή κι ατσάλινη καρδιά. Πληθωρικός, με χειμαρρώδη λόγο, γρανιτένια θέληση και περίσσια πυγμή για την ηλικία του. Ήτανε απ’ αυτούς που σταθήκανε μπροστά στην πύλη μ’ ανοιχτό πουκάμισο, προκαλώντας και αψηφώντας τον κίνδυνο. Φώναζε συνθήματα και τραγουδούσε τον Εθνικό ύμνο ανεμίζοντας την ελληνική σημαία. Ούτε που κατάλαβα πώς τον έχασα απ’ τα μάτια μου εκείνες τις δραματικές ώρες. Τον είχα πάντα στο νου μου. Χρόνια ολόκληρα μετά βασανιζόμουνα με τ’ αναπάντητα ‘’γιατί’’. Γιατί τον άφησα απ’ τα μάτια  μου; Γιατί δεν πρόλαβα το κακό; Γιατί αυτός κι όχι εγώ;

Εκείνο τον Νοέμβρη παλέψαμε όλοι οι φοιτητές για τα ιδανικά μας και για αξίες πανανθρώπινες. Κάποια παιδιά έδωσαν αίμα και ψυχή για τη λευτεριά.  Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά δεν πεθαίνει ποτέ. Οι μέρες αυτές άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στη ζωή μας. Μέσα σε μια νύχτα ωριμάσαμε όλοι. Καταφέραμε και σπάσαμε το φράγμα του φόβου. Μέσα σε μια νύχτα ήρθαμε αντιμέτωποι με το θάνατο. Κάποιοι τον αψήφισαν κι όρμησαν πάνω του με παλικαριά και περίσσιο σθένος. Ένας απ’ αυτούς κι ο δικός μας Νίκος. Κάποιοι γλίτωσαν, με τραυματισμένες ωστόσο ψυχές που ποτέ δεν έγιαναν. Κανένας δε βγήκε αλώβητος απ’ αυτή την ιστορία.

Είμαι περήφανος που ανήκω σ’ εκείνη τη γενιά με τους ανοιχτούς ορίζοντες, σ’ αυτή τη γενιά που δεν ανεχόταν τα δεσμά και τις εξαρτήσεις. Ο αγώνας μας σε καμία περίπτωση δεν απέβη άκαρπος. Τα αδούλωτα νιάτα που ύψωσαν το κορμί και το ανάστημά τους για την κατάκτηση της δημοκρατίας κι ενώθηκαν με τον οργισμένο λαό, κατάφεραν να γκρεμίσουν τα απροσπέλαστα, ως τότε, τείχη της δικτατορίας και να αποκτήσουν την πολυπόθητη ελευθερία.

Ένα μήνα μετά απ’ τα επεισόδια και τον χαμό του Νίκου, με βυθισμένες ακόμα τις ψυχές μας στην οδύνη, η Αγγελική μού μίλησε για την εγκυμοσύνη της. Το νέο αυτό συντάραξε την ύπαρξή μου. Το ένιωσα σαν ένα μήνυμα που έφτασε απ’ το υπερπέραν. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως το παιδί του Νίκου δεν έπρεπε να ’ρθει στον κόσμο δίχως πατέρα. Πως αυτό το παιδί είναι η συνέχειά του.

Τρεις μήνες αργότερα της ζήτησα να γίνει γυναίκα μου. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μάρτη κι είχαμε δώσει ραντεβού στο κέντρο της Αθήνας. Στα μάτια της, που χρύσιζαν στο φως του ήλιου, ζωγραφιζόταν η ελπίδα που αναστήθηκε μέσα της. Είχα εξαφανιστεί για λίγο καιρό για να σκεφτώ και να πάρω τις αποφάσεις μου. Έπρεπε να σκεφτώ τους γονείς μου. Έπρεπε να τους δώσω ένα ισχυρό κίνητρο για να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Το παιδί που θα ερχόταν ήταν ένα βάλσαμο για τη βασανισμένη τους ψυχή.  Έπρεπε να σκεφτώ και το κορίτσι του Νίκου που με κοίταζε με βλέμμα λαβωμένο γυρεύοντας απεγνωσμένα μια λύση, για τη ζωή που ένιωθε να σκιρτάει μέσα του.

Στην αρχή ήταν για όλους μας δύσκολο. Όταν έχεις χάσει αγαπημένο πρόσωπο καμιά χαρά πια δεν είναι μεγάλη. Και ειδικά στις χαρές νιώθεις πιο έντονα την απουσία του. Η απουσία του Νίκου μαστίγωνε πάντα τη μνήμη μας.

Ο τραγικός θάνατος του αδερφού μου, εκτός απ’ τον ανείπωτο πόνο που γέμισε τις ψυχές μας, άλλαξε και τη ρότα στις ζωές μας. Τη δική μου και της Αγγελικής. Αν δεν υπήρχε το παιδί όλα θα ήταν διαφορετικά. Ο καθένας θα είχε ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Αν δεν είχε φύγει ο Νίκος, η Αγγελική θα ντυνόταν νυφούλα στο πλάι του.

Παντρευτήκαμε αλλά αργήσαμε πολύ να γίνουμε αληθινό ζευγάρι.  Έδωσα όσο χρόνο χρειαζόταν στην Αγγελική μέχρι να αποφασίσει εκείνη να ’ρθει κοντά μου. Την αγάπησα όσο κι εκείνος. Υπήρξαν στιγμές που ένιωθα πως ζω μια κλεμμένη ζωή. Τη ζωή του αδερφού μου. Κι αυτό με τρέλαινε.

Η κόρη του Νίκου για κάποια χρόνια πίστευε πως είμαι ο πατέρας της. Ώσπου τελειώνοντας το Δημοτικό θεωρήσαμε με την Αγγελική πως ήρθε η ώρα να μάθει το παιδί την αλήθεια. Έτσι, μια Κυριακή του Νοέμβρη, την πήραμε απ’ το χέρι και την πήγαμε να γνωρίσει από κοντά τον αληθινό της πατέρα. Το παιδί όταν έμαθε όλη την αλήθεια, συνέχισε να με φωνάζει πατέρα και να μου δείχνει την αγάπη του όλα τα επόμενα χρόνια. Κι αυτό είναι μια ανακούφιση για μένα. Είναι μια επιβεβαίωση πως έπραξα το σωστό.

Η Αγγελική καμία χρονιά δε θέλησε να κατέβει μαζί μου στις επετείους του Πολυτεχνείου. Παρακολουθούσε σιωπηλή τα γεγονότα από την τηλεόραση και τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα κάθε φορά που ξεχύνονταν οι θύμησες. Ανήμερα τής επετείου έπαιρνε πάντα μόνη της τον δρόμο για να πάει στον Νίκο και να περάσει λίγο χρόνο κοντά του.

Δεν αποκτήσαμε δικά μας παιδιά. Ήταν απόφαση της γυναίκας μου και την αποδέχτηκα. Αγάπησα το παιδί τού αδερφού μου σαν δικό μου. Το μεγάλωσα σαν δικό μου. Το έμαθα να πιστεύει και να παλεύει για το δίκιο του. Να μάχεται για τη δημοκρατία και την ελευθερία, όπως αρμόζει στην κόρη ενός ήρωα.

Ελευθερία 

Το όνομά μου Ελευθερία. Αν είχα γεννηθεί αγόρι, μου είπε μια μέρα η μάνα μου, θα με βάφτιζαν Νίκο. Τότε, που μου αποκάλυψε το μυστικό τους. Θα μου έδιναν το όνομα του πατέρα μου, το οποίο πήρε χρόνια αργότερα ο  γιος μου.

‘’Έγειρες στη γη να κοιμηθείς κι έγινε η καρδιά σου κυπαρίσσι

Σου ’πα θα πεθάνω αν σκοτωθείς κι όμως έχω ζήσει…’’

Αυτοί οι στίχοι έχουν σημαδέψει όλη μου τη ζωή. Θυμάμαι αυτό το τραγούδι να παίζει ξανά και ξανά στο σπίτι μας. Θυμάμαι τη μάνα μου να σιγοψιθυρίζει τον σκοπό του μες στο σπίτι και μια διάχυτη θλίψη να κρέμεται στο βλέμμα της. Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που χάιδεψαν τα παιδικά μου αυτιά οι στίχοι του, ένιωσα να με τυλίγει μια ανεξήγητη οδύνη, σαν εκείνη που ζωγραφιζόταν κάθε φορά στα μάτια τής μάνας όταν το  τραγουδούσε.

Από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού οι γονείς μου, μου μίλησαν για την εξέγερση του Πολυτεχνείου κι εμφύσησαν μέσα μου το πάθος για την ελευθερία. Πάντα στις επετείους ζητούσα να συμμετέχω ενεργά, στα ποιήματα και στα τραγούδια που ακούγονταν στις εκδηλώσεις του σχολείου. Θυμάμαι πόσο καμάρωνε η παιδική ψυχούλα μου επειδή κι οι δυο γονείς μου είχαν πάρει μέρος σ’ αυτόν τον μεγάλο αγώνα που έδωσαν όλοι οι φοιτητές τότε, για την απόκτηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Στην έκτη τάξη του σχολείου η δασκάλα μου, μου έδωσε ένα ποίημα του Ρίτσου για τη γιορτή του Πολυτεχνείου.

‘’Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια

Ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων

Αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα

Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι

Πώς μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου;’’

Το έκανα πρόβες δυνατά μέσα στο σπίτι κι η μάνα μου σκούπιζε κρυφά τα δάκρυά της απ’ τη συγκίνηση που της προκαλούσαν οι θύμισες.

Διαβάζοντας αυτούς τους στίχους του ποιητή ένιωσα την καρδιά μου να στάζει περηφάνια για τους γονείς μου. Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να φοιτήσω κι εγώ σ’ αυτό το ιερό και ιστορικό κτίριο, επιλέγοντας μια σχολή της αρεσκείας μου, την Αρχιτεκτονική.

Όταν τέλειωσα πια το δημοτικό, οι γονείς μου με πήγαν στο κοιμητήριο για να μου γνωρίσουν από κοντά έναν ήρωα. Τον αληθινό μου πατέρα. Τον δικό μου αρχηγό! Αυτή η αποκάλυψη με συγκλόνισε. Ωστόσο, δεν άλλαξε στο ελάχιστο τη ζωή μας. Μεγάλωσα μέσα στην αγάπη και τίποτα ποτέ δεν μου έλειψε όσο είχα πλάι μου τους δικούς μου ανθρώπους. Στη ζωή ένας ήταν ο πατέρας μου. Ο Αντρέας. Στην καρδιά όμως, από τη στιγμή που το έμαθα, ένα μεγάλο μέρος το διεκδικούσε ο ήρωάς μου.

Ανεβαίνοντας τα πρώτα σκαλοπάτια της εφηβείας, θυμήθηκα ξανά αυτόν τον υπέροχο ύμνο που απήγγειλα κάποτε με καμάρι στο δημοτικό. Την επόμενη μέρα πήγα σ’ έναν μαρμαρά μια πλακέτα για να μου σκαλίσει τους στίχους του στην επιφάνεια και τους έβαλα δίπλα στον πατέρα μου. Σκέφτηκα πως έπρεπε να ξεχωρίζει, επειδή ήτανε στ’ αλήθεια ένα από εκείνα τα ‘’Ωραία παιδιά’’ στα οποία αναφερόταν ο  μεγάλος ποιητής μας.

Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα, μεγάλωσα, σπούδασα, ερωτεύτηκα και ντύθηκα νυφούλα στο πλάι του αγαπημένου μου. Σ’ όλα μου τα βήματα είχα την αμέριστη αγάπη των δικών μου να με συντροφεύει και να με ενθαρρύνει. Σήμερα έχω έναν οχτάχρονο γιο, που πήρε το όνομα τού πατέρα μου, αλλά δεν γνώριζε ως τώρα, την ιστορία του αγαπημένου μας ήρωα. Πριν λίγες μέρες, ένα επεισόδιο στο σχολείο του, μου έδωσε την αφορμή να του μιλήσω για τον δικό μας αρχηγό.

‘’Μαμά ξέρεις τι έγινα σήμερα στο σχολείο μου; Αρχηγός! Με ψηφίσανε όλα τα παιδιά να είμαι ο αρχηγός τους! Δε με πιστεύεις; Αύριο που θα ’ρθεις να με πάρεις, να ρωτήσεις τη δασκάλα μου για να δεις πως σου λέω αλήθεια’’ μου είπε χαρούμενος ο μικρός όταν τον πήρα απ’ το σχολείο του.

Δεν ξέρω πώς του ήρθε του παιδιού και χρησιμοποίησε τη λέξη ‘’αρχηγός’’ για να μου πει πως τον ψηφίσανε για πρόεδρο στην τάξη του, αλλά σίγουρα πιστεύω πως κάποια πράγματα δεν είναι τυχαία. Είχε φτάσει λοιπόν η ώρα, σκέφτηκα μόλις μου το ανέφερε με τόση έξαψη, να τον πιάσω απ’ το χέρι -όπως έκανε κάποτε η μητέρα μου μ’ εμένα- και να τον οδηγήσω στο κοιμητήριο, στον άλλο του παππού.

Φέτος, ανήμερα της επετείου, κρατώντας τον γιο μου τον Νικόλα απ’ το χέρι πήγαμε ν’ αφήσουμε ένα τριαντάφυλλο στον αρχηγό μας και να τους γνωρίσω για πρώτη φορά. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, διαλέγει κι η μητέρα μου να πηγαίνει  κοντά του μ’ ένα ματσάκι φρέσκα λουλούδια και να του τραγουδάει το τραγούδι τους. Κάποτε μου είπε πως είναι σίγουρη ότι αυτοί οι στίχοι γράφτηκαν γι’ αυτούς τους δυο, ιδιαίτερα οι δυο τελευταίοι, που εκφράζουν έντονα τον πόνο και τον θυμό του αποχωρισμού που υφαίνει ο θάνατος.

Μόλις φτάσαμε στο κοιμητήριο με τον μικρό, το βλέμμα μου αγκάλιασε από μακριά τη φιγούρα της μάνας μου πάνω απ’ το μνήμα του και η φωνή της έφτασε στ’ αυτιά μου τρυφερή και γλυκιά σαν νανούρισμα.

‘’Έγειρες στη γη να κοιμηθείς κι έγινε η καρδιά σου κυπαρίσσι

Σου ’πα θα πεθάνω αν σκοτωθείς κι όμως έχω ζήσει…’’


Ακούστε το τραγούδι ‘Ο αρχηγός’

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    17 Νοεμβρίου 2018 at 19:01

    Εξαιρετικό, ξυπνά θύμησες συγκλονιστικές και φέρνει δάκρυα στα μάτια…
    Πολλά συγχαρητήρια Νίκη μου!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη