“Χρύσανθος”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Αν ήταν άνεμος, θα ήταν νοτιαδούρα. Νερά θολά, ανακατεμένη άμμος, φύκια, ψάρια ζαλισμένα να προσπαθούν να αποφύγουν εκείνα που με ευκολία ξέβραζε η θάλασσα. Ή ίσως χαμαιλέοντας, με τη δεινή του ικανότητα ν’ αλλάζει χρώμα κατά τη βόλεψή του και τα περί αυτού. Να γίνεται δηλαδή χρυσοπράσινος όταν καθόταν δίπλα στις χορταριασμένες πέτρες που τις χρύσιζε ο ήλιος ή καφετί ανοικτό όταν καθόταν ακίνητος στο χώμα. Σημαία πάντως, με τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ο Χρύσανθος, γιατί δεν τα ‘χε καλά με τα ξάρτια, ούτε με την πίστη.

Όλα, τα ‘πιανε λιγουλάκι. Όσο να μπορούν να παραμυθιάζονται και να συνεχίζουν από μόνα τους, εκείνος στην ησυχία του, βαλμένος σε περίοπτη θέση. Κι ας είχε κουνήσει μόνο τ’ ακροδάκτυλα!

Ετούτη τη θέση στον κόσμο τού την είχε πρωτομάθει η μάνα του, όταν μικρό τον έστελνε στη γωνία του δωματίου και τον πρόσταζε να μην κουνήσει από κει προτού τελειώσει με τις δουλειές  που ήταν φορτωμένες στο μυαλό της. Να νοικοκυρέψει, να στρώσει τα κρεβάτια του συρφετού που πλάκωνε στο σπίτι, ερχόμενοι από χωριό, πού ν’ ακουμπήσουν κι ύστερα έπαιζε πάντα μες τα μυαλό η ανταπόδοση τής φιλοξενίας, μου χρωστάει καλωσόρισμα, καλοτάισμα και ύπνο, ένα σπίτι σχεδόν πανσιόν…

Ύστερα, άνοιγμα φύλλο για το φαγητό, μια δουλειά που έπρεπε να γίνει κατά γράμμα, σωστά, πιστή στο τελετουργικό που απαιτούσε μαντήλι στα μαλλιά, τραπέζι καθαρό, λεπτό πλάστη για να πετύχει το φύλλο, μη και γίνει χοντρότερο  γιατί θα κυκλοφορούσε με πλερέζες  η μητέρα μετά για το υπόλοιπο της μέρας. Στη συνέχεια σκούπισμα το νισεστέ που είχε λοξοδρομήσει απ’ το τραπέζι κι είχε λερώσει το πάτωμα.  Αν ήταν ο Χρύσανθος κοντά, τότε θα σκούπιζε άσπρες μούτζες ή σχέδια από τις  παντόφλες του, εκείνες τις καφετί τις λαστιχένιες που έκαναν ένα Χ στο πάνω μέρος τους -θυμάστε;- ολόγυρα απ’ το πάτωμα της κουζίνας ως τις κρεβατοκάμαρες και το σαλόνι. Γιατί ήταν -πώς να μην το παραδεχτεί η μητέρα- πόνος και περηφάνια μαζί, σκάνταλο το καμάρι της.

Έτσι η γωνία ήταν η σοφότερη και ασφαλέστερη λύση. Κι η αμέσως επόμενη η προσταγή για σιωπή. Γιατί από τις τόσες έννοιες που είχε στο μυαλό  η κακόμοιρη νοικοκυρά μητέρα, το μυαλό νοτιαδούρα, δεν μπορούσε ν’ αντέξει το θόρυβο των μηχανών και των αυτοκινήτων που μιμούνταν ο γιόκας της, να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε φανταστικές πίστες, αδειάζοντας ντεπόζιτα και ντεπόζιτα βενζίνης.  Έτσι έμαθε στη σιωπή ο Χρύσανθος. Να την επιλέγει σαν λύση σε όλες τις καταστάσεις. Σαν την παρακεταμόλη, για πάσα νόσο και πάσα μαλακία. Είχε ανακαλύψει πως στην τελική, δεν τον έβλαπτε καθόλου. Σιωπή ήθελε η μητέρα; Σιωπή άκουγε. Άλλο αν μέσα στο κεφάλι του εκείνος ανέβαζε ταχύτητες, έβαζε τ’ αυτοκίνητα να συγκρούονται σε τοίχους, μεταξύ τους, να πέφτουν από γκρεμούς και να τσακίζονται και ν’ ακούγονται οι λαμαρίνες που σκίζονταν κι οι ρόδες που έσκαγαν…

Με αυτό τον τρόπο του ‘μεινε η σιωπή ως καταφυγή. Γιατί στη σιωπή δεν χρειάζεται να ψάχνεις γιατί. Ούτε να παίρνεις ευθύνη. Άσε που αν είσαι  τυχερός και πέσεις πάνω σε κανένα χαϊβάνι, κι ο Χρύσανθος ήταν, που είναι έτοιμο να την ονοματίσει κατανόηση, αποδοχή, ένδειξη βαθιάς εντρύφησης, σύνεση, υπομονή για τα τεκταινόμενα, καλοσύνη, όλα εκτός από το πραγματικό της όνομα, βόλεψη, τότε, μάγκα μου, έχεις πιάσει τον πρώτο λαχνό, ζωή και κότα θα περάσεις! Γιατί είχε γίνει μάστορας στο κέντημα- σιωπή ο Χρύσανθος. Ειδικευόταν στη χρυσοβελονιά, αυτή που προσέδιδε και μια νότα αρχοντιάς. Το σιγούρεμα στο χαϊβάνι ότι αυτή η σιωπή ήταν χρυσός κι  εκείνος υπόδειγμα ειλικρίνειας και εχεμύθειας. Τέτοια επιλεκτική καλοσύνη! Τέτοιο στόμα χάνου το χαϊβάνι! Πώς μπορούσε να τους αποδέχεται όλους χωρίς ούτε να συζητά τα μικροψεγάδια τους, ή κάτι που τον ενόχλησε βρε αδελφέ, όπως κάνουμε όλοι  όταν βρισκόμαστε με τους πιο δικούς μας ανθρώπους, όχι για κουτσομπολιό, όχι, μα για να μοιραστούμε το μέσα μας…

Το ξυπνοπούλι από την άλλη; Ομιλητικότατο! Ήταν να μη στήσει σε βάθρα! Να μην απλώσει κόκκινα χαλιά. Μοιραζόταν σκέψεις, συναισθήματα, στιγμές, όνειρα, αγωνίες… Τα ‘χε μέσα της και  τα ‘βγαζε  ατόφια, όπως ήταν, φορές-φορές φορτισμένα  τόσο, που έμοιαζαν σαν ακατέργαστες πέτρες,  ειδικά όταν  ένιωθε αδικημένη. Λέξεις φορτισμένες αλήθεια κι αντίκρυ η σιωπή.

Μικρές θεατρικές σκηνές οι ζωές μας, όμως, όλων. Και κάποια στιγμή πέφτουν όλες οι μάσκες. Και βγάζουν τα ρούχα των ρόλων τους οι ηθοποιοί. Κι αποκαλύπτονται τα σώματα κι οι ψυχές. Μαζεύονται τα βάθρα, τυλίγονται οι κόκκινοι διάδρομοι. Και χάσκει από κάτω το φθαρμένο μωσαϊκό. Σαν τόπους- τόπους σε κέντημα ξέφτισμα της χρυσοκλωστής. Και ξέβρασε το στόμα του Χρύσανθου όλη την αλήθεια του. Όλα τα κατηγορώ του. Την ψεύτικη υπομονή του. Πήρε και το φωτοστέφανο τού δοκιμαζόμενου μάρτυρα, που είχε ακουμπήσει στο πλάι μη και του σπάσει και χρειαστεί και χρήμα για την επισκευή του, ανά χείρας, ύστερα δεν ήταν και σίγουρο αν  τα κολλημένα φωτοστέφανα συνέχιζαν να βεβαιώνουν με την ίδια ένταση το μαρτύριο, και συνέχισε το δρόμο του. Σίγουρος για την ορθότητα του βαδίσματος, τη σταθερότητα στην επιλογή που αποδείκνυε σύνεση, καρτερικότητα, αντοχή στο συνεχές μαρτύριο, οπότε κι η θυσία χτυπούσε «κόκκινο». Μάρτυρας, θύμα, καταπιεζόμενος λαός συναισθημάτων ο Χρύσανθος! Βέβαιος , ακόμα περισσότερο για την ικανότητα σκέψης του χαϊβανιού, κάτι συνώνυμο της βλακείας. Τι ειρωνεία! Πόσο χάσιμο!

Ήταν καλής ποιότητας το πουπουλένιο μαξιλαράκι που έντυσε με κοφτά, άσπρα, ενίοτε πλεγμένα στο βελονάκι σε σχήμα ντάλιας ντυσίματα το χαϊβάνι. Βάλτε του εσείς το όνομα. Έχει μπόλικα. Διαλέχτε!  Ο λόγος εδώ είναι ο Χρύσανθος.

Όλα τα θύματα αρέσκονται τα φωτοστέφανα. Αγνοούν ή δεν υποψιάζονται πόσο θύτες υπήρξαν. Στη γωνίτσα και με την ουρά στα σκέλια, αγκαλιά το φωτοστέφανο και τη βεβαιότητα του αλάνθαστου, του μαρτυρίου, του «κυρίου», του  δεν άκουσα, «δεν έκανα καμιά αταξία», αχ! έχει  πολλή ησυχία! Καμιά ευθύνη!

«Όχι, μαμά, δεν πάτησα το νισεστέ!» Κι από μακριά, το χαϊβάνι  να λέει: «Πού ‘σαι Χρύσανθε; Μπρουτζίνα ο χρυσός!»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη