«Χριστός Γεννάται… σήμερον», ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα για τη δράση ‘Χριστός Γεννάται’

Ήτανε τρομερός ο φετινός Δεκέμβρης. Παγωμένος. Το ψύχος πραγματικά σιβηρικό. Δεν υπήρχε σπιθαμή αχιόνιστου τόπου σε ολόκληρη τη Θεσσαλία αυτόν τον χειμώνα!

Δύσκολη η χρονιά που έβγαινε. Όχι πως και τις προηγούμενες  τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχανε δει καμιά προκοπή. Από τόπο σε τόπο πηγαίνανε. Συγκεκριμένα από χρέη σε χρέη. Χρέη στον μπακάλη. Χρέη στον κρεοπώλη. Χρέη στο φούρναρη. Τους χρώσταγαν τα μεροκάματα, έστω κι αυτά τα ελάχιστα, έτσι κι εκείνοι με τη σειρά τους χρωστούσανε σ’ όλον τον κόσμο. Χρωστάγανε τα νοίκια τους. Χρωστάγανε το ρεύμα τους. Μόνο το πετρέλαιο δεν χρωστάγανε γιατί δεν έβαζαν – ήτανε πολύ ακριβό. Πρόπερσι φτάσανε στο σημείο να καίνε κουρέλια και σκουπίδια σε μια παλιόσομπα, προκειμένου να ζεσταθούν έστω λίγο…

Όπου γης και πατρίς, είχανε έρθει οι δυο τους λαθρομετανάστες πριν τέσσερα χρόνια από την καμένη τη γη τους κι έκαναν πατρίδα τους τη δική μας… Τότε γνωρίστηκαν, στο μακρινό τους εκείνο ταξίδι, του ξεριζωμού, το πονεμένο, το θλιβερό. Τίποτε δεν είχαν πάρει μαζί τους, πέρα από τις μνήμες τους από τη γη που μεγάλωσαν, από τη μάνα τους και τον πατέρα τους που άφησαν πίσω, απ’ όλα που άφησαν πίσω, αναζητώντας την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή σε μια χώρα ξένη, σε μια χώρα που κατρακύλαγε στη φτώχεια με ταχείς ρυθμούς. Τουλάχιστον όμως, δεν είχε πόλεμο…

Ναι, λοιπόν, σε κείνο το αλησμόνητο ταξίδι γνωρίστηκαν ο Γιόσεφ και η Μύριαμ. Τέσσερα ακέρια εικοσιτετράωρα περπάταγαν χωρίς σταματημό. Όποιος ξέμενε πίσω ήταν χαμένος… Μοναχά όταν κάποιος έφτανε σε σημείο λιποθυμίας από την εξάντληση, σταμάταγε ο οδηγός τους το μικρό τους κονβόι για ένα τέταρτο. Ο φόβος της σκλαβιάς τούς έδινε και πάλι δύναμη στα πόδια και συνεχίζανε σύντομα. Αν τους έβρισκαν μοναχούς τους οι κεφαλοκυνηγοί, θα τους πηγαίνανε προς πώληση σαν ακατέργαστα κομμάτια κρέας σε κάποιο σκλαβοπάζαρο – και μα την αλήθεια αυτό ήταν χειρότερο κι από τον πόλεμο.

Το κορίτσι ήταν μόλις δεκαεννέα ετών, το αγόρι μόλις είκοσι. Επέζησαν του ταξιδιού. Φτάσανε στη Θράκη. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, δεν είχαν άλλον πιο κοντινό, πιο δικό τους, από ότι ο ένας τον άλλον. Κι έτσι δέσανε μαζί τα βλασταράκια. Λίγο η ανάγκη, λίγο ο φόβος, λίγο η αγάπη που φέρνει κοντά τους ανθρώπους που παλεύουνε ενάντια στην ίδια ανελέητη μοίρα.

Και κει ξεκίνησε ο αγώνας τους για επιβίωση. Δουλειές του ποδαριού. Μεροκάματα, ξεροκόμματα. Καταλύματα για ύπνο μαζικά, όπως βάζανε κάποτε τους ανθρώπους τρακάδα τον έναν επάνω στον άλλον σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως… Τα δύο πρώτα χρόνια περάσανε τα ελέη του Θεού, πεινάσανε, κρυώσανε, κινδύνεψαν… Δεν ξέρανε τη γλώσσα μας. Δεν ξέρανε τη ράτσα μας. Δεν ξέρανε τα έθιμά μας, τις συνήθειές μας, τις ανοχές μας, τις καλοσύνες μας… Τα έμαθαν όμως. Με πείσμα. Με υπομονή. Με το κεφάλι σκυμμένο. Με ένα φόβο που σκίαζε πάντα στο βάθος τα μάτια τους, που έκανε να τρέμει βαθιά το φυλλοκάρδι τους. Τα έμαθαν.

Δεν ήταν εύκολη η ζωή τους. Μα τουλάχιστον μπορούσαν πια και καταλάβαιναν τον κόσμο γύρω τους. Μιλούσανε την ίδια γλώσσα. Ήταν φορές που τους χλεύαζαν ακόμα, τους υποτιμούσαν, τους αντιμετώπιζαν σαν όντα υποδεέστερα, λες κι ήταν αυτοί οι ραγιάδες κι εμείς οι άρχοντες… Μα υπήρχαν κι άνθρωποι καλοί, που ήξεραν από φτώχεια, που τους βοήθησαν, που τους συμπόνεσαν…

Τελευταία είχανε βρεθεί στο Βόλο. Ο Γιόσεφ δούλευε στις ελιές και στις δάφνες. Μα ούτε το ένα του έφερε χρήματα, ούτε το άλλο. Η φετινή σοδειά είχε σχεδόν καεί από τον πάγο. Το έλεγαν σε όλα τα δελτία ειδήσεων από το Νοέμβρη «υπερβολικά χαμηλές θερμοκρασίες για την εποχή, σφοδρές χιονοπτώσεις». Οπότε και οι κτηματίες προτίμησαν να πληρώσουν  όσους Έλληνες είχαν στη δούλεψή τους και τους μετανάστες τους πηγαίνανε από αναβολή σε αναβολή. «Έλα αύριο μωρέ Ιωσήφ, τι να σε κάνω, δεν βλέπεις τι γίνεται εδώ; Φέτος θα πεινάσουμε κι εμείς τρομάρα μας! Άει τράβα εκεί στη γυναίκα σου κι έλα πάλι αύριο και βλέπουμε».

Ναι, είχανε παντρευτεί τα παιδιά. Η Μύριαμ ήτανε μάλιστα έγκυος. Μα από την πείνα και τις στερήσεις ήτανε αδύνατη σαν λιανοκλάδι, με μια κοιλιά τούρλα μόνο σημάδι που πρόδιδε την προχωρημένη της εγκυμοσύνη. Όταν είχανε καταλάβει πως περιμένανε παιδί, είχαν κι οι δυο τους τρομάξει! Εδώ καλά-καλά δεν μπορούσαν να στηρίξουνε τους εαυτούς τους, πώς θα θρέφανε ένα στόμα ακόμα;  Μα ύστερα είπανε «νέοι είμαστε, θα τα καταφέρουμε”! Και αρχίσανε να χαίρονται για το παιδάκι που θα ερχότανε.

Ο Γιόσεφ γύρισε φαρμακωμένος στο δωματιάκι που νοικιάζανε για σπίτι εκείνη τη μέρα. Με τα χέρια άδεια. Η Μύριαμ τον κοίταξε στην αρχή με λαχτάρα, μετά χαμήλωσε το κεφάλι να μην τη δει που είχε βουρκώσει.

-Τι θα κάνουμε Γιόσεφ; Εγώ είμαι στο μήνα μου… Πώς θα βγούμε πέρα… αυτό του ψιθύρισε μόνο.

Εκείνος έμεινε για λίγο σκεφτικός. Κι έπειτα αναθάρρησε. Την πλησίασε, πήρε τα χέρια της μέσα στις χούφτες του και της είπε αποφασιστικά:

-Σήκω, θα φύγουμε. Θα πάμε να βρούμε τον ξάδερφό μου που δουλεύει στο ιπποφορβείο στη Λαζαρίνα. Θα μας βοηθήσει, τόσες φορές μας έχει πει να πάμε. Σήκω, πάρε μόνο τα ρούχα μας, μια τσάντα μόνο με τα απαραίτητα, να μπορώ να την κουβαλήσω. Έχουμε πολύ περπάτημα να κάνουμε. Αλλά ξέρουμε εμείς από περπάτημα, έτσι κορίτσι μου; Εμπρός! Τίποτε μη φοβάσαι, έχεις εμένα! Εμπρός!

Και κείνη τον κοίταξε στοργικά, του χάιδεψε το μάγουλο και σηκώθηκε. Φύγανε στα κλεφτά, μην τους πάρουν χαμπάρι από τη γειτονιά, παντού χρωστούσανε…

Το τρένο έφτασε στα Παλαιοφάρσαλα στις έξι το απόγευμα. Η χειμωνιάτικη νύχτα σκέπαζε ήδη όλη την πλάση έξω. Χιόνι παντού. Ευτυχώς ο ξάστερος ουρανός φώτιζε το δρόμο τους αντανακλώντας το φως των αστεριών στην πάλλευκη γη. Τα τελευταία τους χρήματα τα είχαν δώσει για τα εισιτήρια. Τώρα, τα υπόλοιπα ενενήντα σχεδόν χιλιόμετρα θα έπρεπε να τα κάνουν περπατώντας.

Ο Γιόσεφ κουκούλωσε τη Μύριαμ με μια κουβέρτα που είχαν πάρει μαζί τους. Έπειτα, από ένα κοντινό δέντρο που το είχε απογυμνώσει ο Δεκέμβρης, έκοψε ένα μακρύ κλαδί να έχει για στήριγμα μέσα στο χιόνι και να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Ξεκίνησαν οι δυο τους, ο Γιόσεφ μπροστά, η Μύριαμ στο κατόπι. Ψυχή ζωντανή δε βρίσκανε στο διάβα τους. Ποιος θα κυκλοφορούσε εξάλλου έξω με τόσο κρύο; Ζυγώνανε Χριστούγεννα! Σε λίγες ώρες όλοι θα μοιραζόντουσαν οικογενειακές στιγμές θαλπωρής γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Μόνο αυτές οι δυο μορφές γλιστρούσαν αθόρυβα μαζί με τις σκιές τους, περπατώντας στο Θεσσαλιώτικο κάμπο, θυμίζοντας τόσο πολύ ένα άλλο κατατρεγμένο ζεύγος, κάποτε, πολύ πίσω πια στο χρόνο…

Πού και πού κοντοστέκονταν. Η Μύριαμ κοιλοπονούσε. Την κοιτούσε ο Γιόσεφ μέσα στα μάτια με αγωνία. Εκείνη έσφιγγε τα δόντια. «Πάμε», του έκανε νόημα με το κεφάλι. Και συνεχίζανε.

Όταν έφτασαν επιτέλους στη Λαζαρίνα, για καλή τους τύχη δεν άργησαν να βρούνε το ιπποφορβείο – η είσοδός του ήταν επάνω στον κεντρικό δρόμο, στην έξοδο του χωριού προς τα Τρίκαλα. Εκείνη την ώρα ήταν όλα κλειστά φυσικά. Η έκτασή του ήταν τεράστια. Μέσα στο χτήμα υπήρχαν δύο παλιά, παραδοσιακά μα ετοιμόρροπα πια πέτρινα σπίτια. Επίσης υπήρχαν οι στάβλοι με τα ζώα και οι αχυρώνες. Και τεράστια χωράφια σκεπασμένα με χιόνι και περιτριγυρισμένα από πολύ ψηλά δέντρα – αυτά θα πρέπει να ήταν τα λιβάδια που βοσκούσαν φρέσκο τριφύλλι τα καλοκαίρια τα άλογα.

-Φτάσαμε, της είπε ο Γιόσεφ.

-Γεννάω, δε βαστάω άλλο… του απάντησε με δυσκολία η Μύριαμ ενώ κόμποι ιδρώτα κυλάγανε στο μέτωπό της.

Ο Γιόσεφ αναμέρισε μια σήτα που είχε λασκάρει κοντά στον μαντρότοιχο της πύλης της κύριας εισόδου. Χώθηκαν μέσα με δυσκολία. Σε κάθε τους βήμα αφουγκραζόντουσαν τα πάντα γύρω τους. Φοβόντουσαν, είχαν μπει παράνομα.

-Ας βολευτούμε απόψε και αύριο θα βρω τον ξάδερφό μου. Έτσι κι αλλιώς όλα είναι κλειστά, κανείς δε δουλεύει, έχουνε Χριστούγεννα…

Αυτά της είπε ο Γιόσεφ και οδήγησε τη Μύριαμ στον κοντινότερο στάβλο με τα άλογα. Ευτυχώς ήταν καθαρά και ζεστά εκεί μέσα. Τα άλογα ήταν καθαρόαιμα κούρσας, άρα πανάκριβα, γι’ αυτό και είχανε την καλύτερη περιποίηση που μπορούσε να συλλάβει ανθρώπινος νους. Ο Γιόσεφ έστρωσε την κουβέρτα κατάχαμα στο χώμα, δίπλα στη φάτνη με τον καρπό που προοριζόταν για τροφή των αλόγων. Βοήθησε τη Μύριαμ να καθίσει κάτω και να στηριχτεί σε ένα δεμάτι άχυρα. Έπειτα της έγνεψε να κάνει όσο πιο ήσυχα μπορεί κι ότι εκείνος θα ήταν ακριβώς στην πόρτα. Αναθεμάτισε τον εαυτό του που ακόμα και στη γέννα του παιδιού του έπρεπε να φυλάγονται… Να προσέχουν…

Κι όσο η Μύριαμ, δαγκώνοντας ένα κομμάτι πανί, εξωθούσε από τα σπλάχνα της ένα αθώο βρέφος, το παιδί της, ο Γιόσεφ είδε τρεις μεγαλόσωμες φιγούρες να πλησιάζουν απειλητικά προς το μέρος του. Κοίταξε πίσω του και είδε τη γυναίκα του να τυλίγει στα σπάργανα το μωρό και να το βάζει δίπλα της, μέσα στη φάτνη, σκεπάζοντάς το με τα άχυρα σε μια προσπάθεια να το κρατήσει ζεστό. Τα άλογα γεμάτα περιέργεια έσκυψαν να το μυρίσουν και ρουθουνίζοντας έριχναν το ζεστό χνώτο τους επάνω του. Ο Γιόσεφ κοίταξε δίπλα του και είδε ένα παλιό ξύλινο δικράνι. Το άδραξε και το κράτησε γερά στο χέρι του. Κι έπειτα έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς τα έξω και είπε με σταθερή φωνή:

-Έχουμε έρθει με ειρήνη! Είμαστε φτωχοί άνθρωποι! Αύριο θα φύγουμε! Έχω ένα μωρό παιδί μέσα!… Αν χρειαστεί, θα το υπερασπιστώ με τη ζωή μου!…

Οι φιγούρες πλησιάζοντας ξεκαθάρισαν κάτω από το φως των αστεριών. Ήταν τρεις άντρες, ντυμένοι με χοντρά χειμωνιάτικα ρούχα. Ο ένας κράταγε ένα μεγάλο καλάθι σκεπασμένο από πάνω μ’ ένα μάλλινο πανί.

Όταν έφτασαν κοντά στον Γιόσεφ, κοντοστάθηκαν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά κοιτάξανε κι εκείνον.

-Εσύ είσαι μωρέ ο Ιωσήφ; τον ρωτήσανε.

Ο Γιόσεφ τα έχασε προς στιγμήν.

-… Ναι… ναι, εγώ… Αλλά από  πού… δηλαδή πώς… δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τις λέξεις του.

-Πάψε και τράβα μέσα, πουντιάσαμαν! Τράβα σ’ λέω, σε λίγο έρχιτι κι ου ξάδερφος σ’! Άιντε και παγώσαν τα κανιά μας να πατάμε χιόνι μέχρις να βρούμε σε ποιόν στάβλο χωθήκατι!

-Ναι… μα πώς… Εμείς δεν… ο καημένος ο Γιόσεφ προσπαθούσε να βρει εξηγήσεις.

-Ώχου, μωρ’ τι ‘ν’ τούτος! Εδώ δ’λεύμε κι εμείς φιλαράκ’! Ε, μας είχε πει ο ξάδερφος σ’ να έχουμε του νου μας, γιατί δεν ήξερε πότε θα σκάσετε μύτη εσείς τα δυο, πιτσουνάκια μου!

-Και… και… πώς σας λένε; προσπαθούσε να συνέλθει από την έκπληξη ο δόλιος ο Γιόσεφ.

-Χμ… Κοίταξ’… Ισένα σι λέν’ Ιωσήφ, τη γ’ναίκα σ’ τη λένε Μαρία, εμείς είμαστε τρεις, μέσα στη φάτνη απ’ ότι βλέπω έχεις ένα κούτσ’κο, μα τω Θεώ άμα σε ‘λεγα ότι μας λέν’ Γάσπαρ, Μελχιώρ και Βαλτάσαρ, θα μ’ πίστευες; του απάντησε ο ένας από τους τρεις, αυτός που κρατούσε το καλάθι.

-Χα!Χα! Χα! Τι γελοίους είσι ρε Βλάσ’! Πάλι μας κάν’ς μόστρα πους τέλειουσες το δ’μοτικό, α; γέλασε τρανταχτά ο άλλος και βοήθησε τον Βλάση να βγάλει τα πράγματα από το καλάθι. Είχε μέσα τάπερ με φαγητό, ψωμί, μελομακάρονα, μια λάμπα θυέλης, δυο χοντρές μάλλινες ζακέτες και… λιβάνι.

-Ε, με τα χνώτα απ’ τα ζα και τις κοπριές, όσο να πεις δεν μυρίζ’ και τόσου καλά εδώ μέσα, έτσ’; είπε κι έπειτα άναψε σε μια γωνιά, μέσα σε ένα σιδερένιο φτυάρι, μπόλικο λιβάνι.

Ο Γιόσεφ και η Μύριαμ είχαν μείνει άναυδοι. Κοιτούσανε και δεν πίστευαν στα μάτια τους.

-Καθίστε να πάρετε μια ανάσα. Δεν ξέραμε για τον λεβέντ’ και δεν τον φέραμε τίποτις, είπε κι έριξε μια τρυφερή, γελαστή ματιά στο μωρό που κοιμόταν στη φάτνη.

-Όταν σώσει το τομάρ’ ο ξάδερφος σ’ κι έρθει -τον πήραμε πριν τηλέφωνου, όταν καταλάβαμε ότι κάποιους ζαβός μπούκαρε βραδιάτικα στην εγκατάστασ’- θα σας πάμε πέρα, σπίτι τ’, κι απ’ αύριου έχ’ ο Θεός, έτσ’;

-Δ’λειά εδώ έχ’, χέρια δεν έχομε! Μη σκιάζισι ντιπ! Μια χαρά θα μεγαλώσ’ ιδώ του παιδί! Όλα θα γένουν, φάτε! Φάτε μωρέ όσο να χώσ’ κάνα ξύλου ου Γιώργ’ς στ’ σόμπα αυτού χάμου στη γωνιά, αμ, πώς, έτσ’ α μες στα κρύα θα τα ‘χαμαν τα ζα, θες να μας αφαλοκόψ’ τ’ αφεντικό; Χα! Χα! Χα! Ζαβοί, λες και δεν ήταν μέρα να ‘ρθείτε αύριου, θα γένομε παγοκολώνις ρεεε! γέλασε τρανταχτά κι ο τρίτος άντρας της παρέας τώρα, ο κυρ-Μήτσος, ο επιστάτης.

Ο Γιόσεφ και η Μύριαμ, ήτανε συγκλονισμένοι. Κλαίγανε. Ξεκίνησε να κλαίει και το μωρό.

-Βύζαξ’το αυτού μα, κρίμας το μπακανιάρ’κο! ακούστηκε μια φωνή απ’ την πόρτα.

-Ξάδερφε;! ρώτησε με έκπληξη ο Γιόσεφ.

-Τι; Δεν μ’ αναγνώρ’σες ε; Εμ, τόσα χρόνια εδώ Ιωσήφ, πιότερο θ’κός τ’ς είμαι πια παρά θ’κός μας…

Κι έπειτα γυρνώντας προς τους τρεις άντρες, είπε χαμογελώντας:

-Είστ’ αδέρφια ρε!

-Ε, πώς, Χριστούγεννα φίλε, κανένας δεν μένει μόνος τ’ τα Χριστούγεννα στα μέρη μας, αφού ξες! Αλλά χρουστάς τσίπουρο! είπε ο κυρ-Μήτσος.

Κι έπειτα γύρισε στο ζευγάρι και είπε:

-Εγώ θα τον βαφτίσω τον μικρόν, έτσ’; Πιστεύ’τε δεν πιστεύ’τε, εγώ αβάφτ’στο δεν τ’ αφήνω του πιδί!

-Καλά Χριστούγεννα… Καλά Χριστούγεννα! ξεκίνησαν να λένε ο Γιόσεφ και η Μύριαμ, νιώθοντας τις ζεστές αχτίδες της Θείας Χάρης να φωτίζουν για πρώτη φορά τα σκοτάδια τους.

*

Ένα ζευγάρι, ένας άλλος Ιωσήφ, μια άλλη Μαρία. Ένα βρέφος, άδολο, αθώο, ένας μικρός Χριστούλης κι αυτό. Τρεις άντρες που φροντίζαν ζώα, που τους φέρανε «δώρα» για να τους καλωσορίσουν… Ένας ξάδερφος, βοσκός κι αυτός κι ας ήταν άλογα αυτά που βόσκαγε. Ένα απλό, φτωχικό χωριό. Απίστευτες συμπτώσεις σ’ αυτή τη ζωή… Ποιος είπε πως δεν γίνονται θαύματα; Τι έχει και κουβαλά ο καθένας μέσα του είναι που κάνει το θαύμα. Και τότε και τώρα.

Ίσως σας αρέσει και

7 Σχόλια

  • Μαριάννα Γληνού
    23 Δεκεμβρίου 2017 at 22:14

    Υπέροχο! Καλά Χριστούγεννα! και πού’σαι; “χρουστάς τσίπουρο”! Με γλυκάνισο, όπως το πίνετε στα μέρη σας. Για να τσουγκρίσουμε για το κούτσικο!

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    23 Δεκεμβρίου 2017 at 22:23

    “Ποιος είπε πως δεν γίνονται θαύματα; Τι έχει και κουβαλά ο καθένας μέσα του είναι που κάνει το θαύμα. Και τότε και τώρα”.
    Πόσο πολύ τρυφερό, συγκινητικό κι αληθινό! Μια πραγματική ιστορία, καθημερινή θάλεγε κανείς, αλλά τόσο πολύ ξεχωριστή – σαν παραμύθι. Σαν το όνειρο των Χριστουγέννων!
    Χρόνια πολλά Κατερίνα μου!

  • ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ
    24 Δεκεμβρίου 2017 at 08:29

    Eπιτέλους και ένα διαφορετικό Χριστουγεννιάτικο και πολύ πετυχημένη η ”σύμπτωση”
    ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

  • ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ
    24 Δεκεμβρίου 2017 at 21:05

    Ευχαριστούμε. Εξαιρετικό. Εύχομαι χρόνια καλά χρόνια.

  • ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ
    2 Ιανουαρίου 2018 at 00:18

    Πανέμορφη ανθρωπιά, δοσμένη από μια εξαιρετική πένα. Ευχαριστούμε Κατερίνα!

  • Μάρθα Δήμου
    4 Ιανουαρίου 2018 at 14:00

    Πολύ συγκινητικό, αληθινά χριστουγεννιάτικο, δείχνει την θεϊκή αγάπη που η έλευση του Χριστού στη γη πραγμάτωσε. Καλές επιτυχίες, καλή χρονιά.

  • Σοφία Κιόρογλου
    5 Ιανουαρίου 2018 at 16:06

    Εξαιρετικό. Εύχομαι ότι καλύτερο για την νέα Χρονιά με ελπίδα και υγεία.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη