«Φρίκη», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Σήμερα, κατ’ αρχάς δεν συνειδητοποίησε τι ακριβώς ήταν εκείνο που του έφταιγε, τι ακριβώς του συνέβαινε. Στη δουλειά του άκεφος, αμίλητος και μη αποδοτικός. Στην επαφή του με τους συναδέλφους του, επιεικώς απαράδεκτος. Ως και ο κλητήρας που του είχε ιδιαίτερη εκτίμηση, κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός, σιγοψιθυρίζοντας, ή μάλλον κατεβάζοντας κάποια καντήλια, ξεχνώντας τον πρότερο έντιμο βίο του αφεντικού του!

Ευτυχώς όμως, που έχοντας συναίσθηση της ανάρμοστης συμπεριφοράς του και πριν να χοντρύνει το πράγμα κα αρχίσουν να του κρεμούν κουδούνια, μάζεψε εν τάχει τα προσωπικά του αντικείμενα και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια.

Απέφυγε ακόμη και να οδηγήσει, φοβούμενος ότι θα ήταν σαν μια κινούμενη νάρκη στην άσφαλτο. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπός ήταν δυνάμει δολοφόνος που το θύμα ή τα θύματά του δεν είχαν ακόμη στοχοποιηθεί. Μα θα ήταν κανένας γνωστός του, μα θα ήταν άγνωστος, μα θα ‘ταν γυναίκα ή άντρας, ακόμη δεν το είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό του. Ότι όμως θα υπήρχε θύμα, δεν αμφέβαλε ούτε εκείνος ούτε κανείς .Γι΄ αυτό και το έδαφος γύρω του ήταν λαμπόγυαλο. Φρόντισαν όλοι να μη βρίσκονται κοντά του και σε μεγαλύτερη απόσταση βολής πυροβόλου όπλου. Την ήθελαν τη ζωούλα τους οι άνθρωποι. Από μια πλευρά αυτό ήταν καλό, γιατί αδειάζοντάς του τη  γωνιά τον προφύλασσαν, τον καθυστερούσαν στην διάπραξη αξιόποινης πράξης, όπως να σκοτώσει κάποιον και πρώτον απ’ όλους τον συνέταιρό του και φίλο γκαρδιακό με τον οποίο είχε συμπορευτεί από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Σήμερα όμως συγκαταλέγονταν και αυτός στα υποψήφια θύματά του, δεν έκανε διακρίσεις. Του είχε σαλέψει σίγουρα. Φως φανάρι ότι χρειαζόταν η επέμβαση τρελογιατρού, αλλά και αυτός, όταν ειδοποιήθηκε να έρθει να σπεύσει μάλλον προς βοήθεια, ακούγοντας τις περιγραφές, δεν αποτόλμησε μιαν επαφή. Έτσι ο Μηνάς αφέθηκε έρμαιο της μη διαχείρισης του θυμού του, που από ασήμαντος στην αρχή, εξελίσσονταν ταχύτατα σε θηριώδη. Το μόνο καλό -λέμε τώρα- ήταν ως φαίνεται, ότι μια φωνή μέσα του, κραύγαζε ‘’μπάστα μάγκα, μπάστα, γιατί αν δεν… την έχεις βαμμένη. Και τα σίδερα της φυλακής δεν είναι, όπως παλιά τραγουδούσαν, για τους λεβέντες, μα για κάτι πυροβολημένους σαν εσένα που φέρονταν έτσι παλαβά όχι ίσως λόγω Εφορίας ή πλειστηριασμού της περιουσίας σου αλλά γιατί –ανήκουστο- σε εγκατέλειψε η Λίτσα σου’’. Αυτή και αν ήταν έκπληξη. Ακούσατε κυρίες και κύριοι τι σας είπαμε; ΤΟΝ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ Η ΛΙΤΣΑ ΤΟΥ. Λίγες ημέρες πριν την εκκλησία και τον χορό του Ησαΐα, που σημειωτέον ήταν και η μεγάλη θυσία της ζωής του, το να ενδώσει και να ακολουθήσει σαν άριστος χορευτής τα θρησκευτικά βήματα κα τις φιγούρες του θεσπέσιου τούτου χορού. Και ενώ συνήθιζε ώρα την ώρα στην ιδέα του γάμου, του ήρθε η κεραμίδα που λέγαμε, εν είδει οβίδας καταχωνιασμένης στο πατάρι της μνήμης από τα Δεκεμβριανά ίσως του Εμφυλίου και του τίναξε τα μυαλά στον   αέρα.

«Μηνά μου ξέρεις, το καλοσκέφτηκα και βρήκα πόσο δίκιο είχες τόσον καιρό που αρνιόσουν τα γάμο μας. Δεν βάζουμε το λοιπόν την κουλούρα, ούτε συζούμε, με πολύ απλά λόγια Μηνά, ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ».

«Τι έκανε λέει; Βρέθηκε γυνή επί της γης που αρνείται να έρθει εις γάμου κοινωνίαν μετά του Μηνά, φίλου και συνέταιρου του Γιώργη, με δέκα υπαλλήλους προσωπικό και τρεις βοηθούς στην εταιρεία, με ιδιόκτητο οροφοδιαμέρισμα και άμεση προοπτική επέκτασής του στον από κάτω του όροφο εν είδει μεζονέτας;

Και τι να το κάνω κυρία Λίτσα μας τώρα το  μεγαθήριο σπίτι μου; Να κάνω πατινάζ στα άδεια του δωμάτια;»

«Μα εδώ που τα λέμε βρε συ Μηνά, αυτό είναι που σε νοιάζει; Το πατινάζ;»

«Όχι  ρε φίλε. Αλλά ξέρεις τι είναι να το παλεύεις, να παίρνεις τα ρίσκα σου και πάνω εκεί, η άλλη να σου τα στρίβει;»

«Σου κάνανε ΕΣΕΝΑ τέτοιο χουνέρι καημένο παιδί; Τς Τς Τς !»

«Βρε θα την σκοτώσω την άτιμη και θα την φάω ο κανίβαλος.»

Μπαίνει σπίτι του τελικά ο Μηνάς, τον βλέπει ο γάτος του, και κατατρομαγμένος πάει να λουφάξει κάτω από  την μπερζέρα για να μην τον φιλοδωρήσει με καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά όπως συνέβη πέρσι, που κάτι  ανάλογο συνέβη με κάποια άλλη Λίτσα, Νίτσα, Ρίτσα, δεν θυμάται ακριβώς. Εκείνο όμως το περιστατικό κανείς πέραν  του γάτου δε το έμαθε ποτέ,  σώθηκαν τα προσχήματα και το πρεστίζ παρέμεινε ακέραιο. Για κάτι  τέτοιο ζούμε, τι στην ευχή…

Τώρα όμως; Τι γίνεται τώρα; Λίγο πριν μοιραστούν οι προσκλήσεις, με το νυφικό έτοιμο, ραμμένο από την μεγαλύτερη φίρμα των Αθηνών, που του κόστισε μια περιουσία; Τι να το κάνει τώρα; Να ψάχνει νύφη να το φορέσει; ΑΝΑΠΟΔΑ δηλαδή από ό,τι είθισται; Βρε χουνέρι που το ‘παθε ο Βουδιστής, που για χάρη της Λίτσας ως και Χριστιανικό γάμο δέχτηκε να κάνει. Τέτοιες θυσίες ο έρμος. Και ορίστε πώς του το ξεπληρώνει η μαντάμ.

Και ο Μηνάς βάζει τα κλάματα.

Ο ποιος;

Ο Μηνάς ντε, γι΄ αυτόν δεν μιλάμε;

Δεν κλαίει μωρέ για το νυφικό, μηδέ για τις προσκλήσεις και τα χουνέρια του, αλλά για το ότι συνειδητοποιεί ότι δεν θα ξαναπη@@@@…, δε θα ξαναφιλήσει (!) το γλυκό της στοματάκι, που όταν έλεγε Μηνά ΜΟΥ ήταν σαν να άκουγες  τον Χατζή να σου τραγουδά το ‘’Κοχύλι από το Αιγαίο’’. Μαγεία. Έπεσε του θανατά που λέτε ο Μηνάς. Τι γίνεται λοιπόν; Πέσανε όλες οι γέφυρες, δεν υπάρχει καμιά παρακαμπτήριος;

Κοίταξε τώρα. Η υπόθεση Μηνά-Λίτσας φαντάζει περίεργη και γλυκερή και θα βρεθούν πολλοί μα πάρα πολλοί να σιχτιρίσουν την κοπέλα που εγκατέλειψε ένα τέτοιο παλικάρι. Να δεις που κάποιο τρίτο πρόσωπο παίζει, Θα πουν. Ε, και αν παίζει; Αυτό σημαίνει ότι η Λίτσα είναι παλιοκόριτσο; Ενώ αν συνέβαινε το αντίθετο, θα ήταν απλά μαθηματικά, μια συνηθισμένη σημερινή ιστορία, ναι;

Το θέμα όμως με τον άντρα αυτόν  χειροτέρευε συνεχώς, σαν κακοφορμισμένο σπυρί. Κατάντησε ένα ράκος. Ένα ζόμπι να πούμε καλύτερα που περιφερόταν στο σπίτι μέσα, σαν χαμένο. Ούτε φαγητό, ούτε νερό. Μόνο ποτό και τσιγάρα. Σαν πόσο ν’ αντέξει ένας άνθρωπος έτσι και όσον αφορά  το ίδιο το σπίτι, σε τέτοια κατάσταση βρώμας και ανοικοκυρεψιάς που οι του διπλανού διαμερίσματος παραπονέθηκαν στο διαχειριστή ότι πνίγονται στις αναθυμιάσεις, κινδύνευε η υγεία τους έλεγαν και είχαν βέβαια δίκιο. Πολλές φορές ήταν τέτοια η αποφορά, που υπέθεταν ότι είτε ο ίδιος είχε πεθάνει και βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη, είτε κάποιο ψοφίμι έλιωνε εκτεθειμένο. Χρειάστηκε  εισαγγελική παρέμβαση να μπουν, να δουν τι συνέβαινε εκεί μέσα.

Όπως δε χαρακτηριστικά είπαν οι άνθρωποι που εισέβαλαν και οι στάβλοι του αρχαίου Αυγεία κολέγια μπροστά σε ό,τι αντίκρισαν τα μάτια τους εκεί μέσα.

Καλά λέγεται ότι ο άντρας, σε γενικές γραμμές, είναι το πιο βρώμικο ον του ζωικού βασιλείου και οι εξαιρέσεις ελάχιστες. Και τούτο έχει και την εξήγησή του γιατί από εποχής   του Αδάμ ακόμα στηριζόταν το νοικοκυριό του στη όποια         Εύα έμενε μαζί του και δεν έμαθε ποτέ δυο στοιχειώδη πράγματα όπως δηλαδή, ότι κάθε δωμάτιο έχει διαφορετική χρήση και δεν μπερδεύουμε το WC. π.χ. με την κουζίνα ή την κρεβατοκάμαρα. Το μόνο ίσως που ήξερε ήταν πώς να βάζει μία κουβέρτα ή ένα σεντόνι αν υπήρχε, στο κρεβάτι του και να ‘ναι καλά ο  στρατός που του τα ‘χε και αυτά μάθει όταν υπηρετούσε τη θητεία του.

Η συμβίωση με τρωκτικά και άλλα πανέμορφα αίσχη, δεν τον ενοχλούσαν  καθόλου, ίσα-ίσα που ένιωθε συντροφικότητα και αλληλεγγύη, είπαν οι ψυχίατροι.

Οι άνθρωποι του Υγειονομικού, έβαλαν τις λευκές διαστημικές στολές τους και παραβιάζοντας την πόρτα όπως είπαμε εισέβαλαν.

Η επιτομή της φρίκης.

Βρώμα, βρώμα, βρώμα. Ο Μηνάς δεν θα πρέπει να ανήκε πια στο ανθρώπινο γένος, αλλά μια κινούμενη προέκταση της τουαλέτας με τη  λεκάνη ξέχειλη από το βούλωμα και την μπανιέρα να έχει αναλάβει εκείνης το ρόλο και ως που να γεμίσει και αυτή υπέθετε ότι κάτι θα γινόταν, αν και ούτε αυτό τον πολυένοιαζε. Η εικόνα δεν επιδέχεται περαιτέρω περιγραφής. Ηλίου φαεινότερο ότι ο Μηνάς από πολλού  θα πρέπει να είχε απολέσει τας φρένας. Απορίας άξιον και μελέτης, πώς και δεν τον κτύπησε καμιά χολέρα, πράγμα που τόσο πολύ το φοβήθηκαν οι άνθρωποι του Υγειονομικού ώστε  και οι ίδιοι περνούσαν από αυστηρές ιατρικές εξετάσεις μη και παρ΄ όλες τους τις προφυλάξεις βουτήξουν κανένα νέο μικρόβιο άγνωστο ακόμη στη ανθρωπότητα. Μα φαίνεται, ότι ο πρότερος ‘’καθαρός’’ βίος που του είχε επιδαψιλεύσει η Λίτσα του και οι άλλες Λίτσες του παρελθόντος, είχε καλό υπόβαθρο που άντεχε ακόμη. Αυτά όσον αφορά το σώμα του, γιατί για την ψυχή του τα πράγματα ήταν μη αναστρέψιμα πια. Κρίμα μωρέ το παλικάρι.  Κρίμα.

Δεν βρέθηκε ούτε ένας να αποδώσει ευθύνη στη Λίτσα γιατί όλοι ήξεραν τι κύριος ήταν όσο εκείνη τον είχε υπό την σκέπη της. Ευτυχώς.

Σε μιαν άλλη χώρα, ίσως και να μην απέφευγε τον λιθοβολισμό ή τον δήμιο να της παίρνει το κεφάλι, υπό τα όμματα του αλαλάζοντος αρσενικού πλήθους.

Θέμα κουλτούρας.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη