“Φένια”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

[Όνομα βάπτισης: Φωτεινή]

Μέρες βροχής. Ένα καλοκαίρι ασθμαίνοντας τον ανήφορο κατά τη χώρα του ήλιου, αγωνιά να ορίσει τη θέση του μέσα στον χρόνο. Να πει: «Να’ μαι, έφτασα! Ήρθα να λάβω το μερίδιο της ζωής που μου ανήκει.» Κι οι στάλες, παχιές, ασημένιες το φως που τυλίχτηκαν. Να πέφτουν η μια δίπλα στην άλλη, να κοροϊδεύουν τον χρόνο του ανθρώπου.

Μόνο τα χελιδόνια πετούν αψηφώντας τις στάλες και το φύσημα του ανέμου.

Τα φτερά γυρίζοντας ξαφνικά, ορίζοντας το πέταγμα με μια ξαφνική στροφή, κατευθύνουν αλλού το σώμα. Να ’ναι, άραγε, αδιάβροχα τα φτερά; Να ’χει, λες, πιο μεγάλη αξία το πέταγμα;

Λίγο πιο πριν, στην άκρη μιας ταράτσας, εκεί που συνήθως κοντοστέκονται οι αγγέλοι να ξαποστάσουν, έξω απ’ το σκουριασμένο κάγκελο, δυο περιστέρια τραγουδούσαν τον έρωτα, ενώνοντας τα δυο ράμφη σ’ ένα στιγμιαίο φιλί. Μετά, το βούτηγμα στο κενό, ξέχωρο .Και το φτερούγισμα προσωπική υπόθεση. Δεν ζούνε τα πετούμενα θλιβερές καταστάσεις. Τουλάχιστον δεν τις μιλούν με λέξεις. Η απουσία καταγραφής σε λέξεις μπορεί να σημαίνει κι ανυπαρξία.

 (Ύστερα, εκλείπουν τα φροντιστήρια εκμάθησης Πουλιστικών, όπως Γαλλικών, Αγγλικών, Ισπανικών, κ.λ.π.).

 Αυτό, είναι, αποκλειστικά, ανθρώπινο προνόμιο.

Γι’ αυτό, κάθε πρωί, περνώντας το χέρι μ’ έναν αέρα ζωγράφου πάνω από τα μαλλιά, συγυρίζω όποια τούφα λοξοδρομεί, σε μια αέναη επίγεια επιμονή μου, να φτιάχνω τον κόσμο στρογγυλό κι άξιο για να ειδωθεί για ακόμη μια μέρα. Κι ας είναι από το κεφάλι και κάτω, ολόκληρος σωρός, τμηματικά σπαρμένες οι αποδείξεις, σαν γιούκα από προικιά νύφης, τακτικά κι ερμητικά κλεισμένες η κάθε-μια ζυγιάζοντας τον πόνο και την ομορφιά της, ορίζοντας την αξία μου, οι αποδείξεις του χρόνου που πέρασε, λέω.

Για τα μάτια, ούτε λόγος! Άλλος κοιτάζοντας θα τα ’λεγε γουρλωτά, άλλος κόκκινα, άλλος να περισσεύουν απ’ τις κόγχες ,άλλος σημαδεμένα στην άκρη τους ρυτίδες χαμόγελου, άλλος δακρυσμένες θάλασσες, -δακρύζουν οι θάλασσες τον πόνο των ανθρώπων;-κανένας, μάλλον, ακόμα κι αν σαν λόγια τυπώνονταν στην σκέψη δεν θα τα ‘λεγε, μάτια που ξεχύθηκαν στ’ άνοιγμά τους ν’ αγκαλιάσουν μ’ αγάπη, μάτια που ζητιάνεψαν ν’ αγαπηθούν.

Πιο κάτω, εκεί στο λακκάκι του λαιμού, ακολουθούσαν η μια πίσω απ’ την άλλη οι ρυτίδες, λιμνάζοντας τα δάκρυα τις φορές που η ομορφιά ή η λύπη ξεχείλιζαν κι έψαχναν δρόμο να κυλήσουν. Κι έβρισκαν εκεί, στο λακκάκι την παρηγοριά τους. Σαν τη βροχή όταν ακουμπάει το χώμα και ποτίζει τη γη. Και βλασταίνει ξάφνου μπροστά σου μια παπαρούνα. Εκεί, ένα διάσπαρτο λιβάδι με παπαρούνες- ρυτίδες το λακκουβάκι μου. Να κοκκινίζει ο κόσμος κι η καρδιά από θύμησες.

Και τα χέρια! έφτιαξαν παιδικές τούρτες ανακατεύοντας πότε αλεύρι και νερό, πότε χώμα, πότε άμμο, έπλασαν καστράκια και κεκάκια, οδήγησαν πλαστικά γιότ σε δρόμους στη θάλασσα, αφήνοντας το νερό να κυλήσει ώρες πολλές μέσα τους, μουλιάζοντας παιχνίδι, χέρια που ίδρωσαν την αγωνία της επιτυχίας, τα ερωτηματικά του έρωτα, που σήκωσαν το βαρύ του φορτίου, χέρια που τάισαν κι ανάθρεψαν, που τυραννίστηκαν τη σκόνη της προσπάθειας και στέγνωσαν στον καυτό ήλιο της υπομονής. Χέρια απολήξεις φτερών να ταξιδεύουν στον άνεμο, χέρια που ακόμη βρίσκονται εκεί να μαρτυράνε την ομορφιά που μπορεί να’ χει το άγγιγμα, το πλάσιμο της ζωής σε σχήμα, τα’ ανακάτεμα των χρωμάτων στο γύρεμα μιας ζωγραφιάς, χέρια που ακόμη με περίσσια φροντίδα μαζεύουν τα ψίχουλα επάνω απ’ το τραπέζι και τα σκορπούν στον αέρα, να βρουν κάτι να τσιμπήσουν τα σπουργιτάκια και τα κοτσύφια. Χέρια που αν το δώσει έτσι η Ζωή, θα γυρεύουν το στήριγμα πάνω σε στύλους, στα χερούλια από τις πόρτες, στις καρέκλες, επάνω στο τραπέζι, να στυλωθεί το σώμα όχι το ύψος του, μα την επιμονή του να περπατάει αργά αλλάζοντας τα πόδια σε βήματα συρτά, τη μέρα μετρώντας μ’ ένα άλλο μέτρημα, εκείνο της γνώσης του τέλους του χρόνου!

Θαρρείς κι ήταν αόρατο το χαρτάκι που πέρασε μέσα τους ο πατέρας όταν έφυγε, κι ασυνείδητη η κίνηση όταν διπλώνοντάς το, το ‘βαλαν στην κωλότσεπη του παντελονιού.

Πώς ξέχασα πως είναι η μόνη κοινή προίκα μας!

Μέσα στη μοναξιά του ταξιδιού και πέρα από τις μικρότητες των προσωπικών μας διαφοροποιήσεων, την ομορφιά που δώσαμε, που είδαμε,, τα λόγια που κάναμε ή που δεν κάναμε λέξεις, τα ταξίδια, τις φιλίες, τα σώματα που αγαπήσαμε, τα όνειρα, τις προσμονές, τις χιλιάδες αμέτρητες καθημερινές ανούσιες ή ουσιαστικές αντιπαραθέσεις, ο δρόμος μονόδρομος. Ο χρόνος αλλάζει.

«Του ανθρωπίνου βίου

ο μεν χρόνος στιγμή,

η δε στιγμή ρέουσα,

η δε αίσθησις αμυδρά»

[Μάρκος Αυρήλιος]

Γι’ αυτό  σου λέω καρδιά μου, χαίρου το πέταγμα!

Ίσως σας αρέσει και

5 Σχόλια

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    20 Ιουνίου 2017 at 07:18

    “Γι’ αυτό σου λέω καρδιά μου, χαίρου το πέταγμα!”
    Όσο έχεις φτερά… όσο αντέχεις!

  • Ρόζα Σαντοριναίου
    20 Ιουνίου 2017 at 22:56

    Μας ταξιδεύεις σε κόσμους άγνωστους, μα πάλι τόσο γνωστούς. Καράβι η καρδιά, πανί η ψυχή…
    Υμνείς τα χέρια, μακάρι και να τόξεραν οι πρωτομάστορες, οι βοηθοί, τα παραπαίδια…
    Σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ ! Γράφε…

  • Μαριάννα Γληνού
    22 Ιουνίου 2017 at 01:18

    Σας ευχαριστώ τόσο πολύ και τις δυό σας! Δεν έχω φτερά, Βάσω μου! Τα ζηλεύω τα πουλιά! Λατρεύω τα χελιδόνια! Γρήγορο, ατίθασο, αλέγρο το πέταγμά τους. Η χαρά της ζωής! Να γράφω, έχω μια υποψία, Ρόζα! Μια τόσο δα μικρή, σαν υπόνοια στην άκρη των φράσεων. Η χαρά όλη στην ψυχή του αναγνώστη. Σας ευχαριστώ!

  • γιώργος
    22 Ιουνίου 2017 at 01:30

    Ότι είπε η Ρόζα τίποτα παραπάνω. Μας ταξιδεύεις σε ταξίδια του νου και της καρδιάς. Σ ευχαριστούμε πολύ. Μη σταματήσεις ….

  • Μαριάννα Γληνού
    23 Ιουνίου 2017 at 00:01

    Για εμένα είστε δύναμη. Που γίνομαι και μιλάω κομμάτια σας. Σας ευχαριστώ!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη