«Τύχη», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ο καιρός χάλια. Ερχόταν μπόρα. Ο αέρας που φυσούσε μανιασμένα την καθυστερούσε λίγο, μα ότι τα βαριά σύννεφα έπρεπε να αδειάσουν ήταν ολοφάνερο.

Η Πόπη κατάκοπη όπως ήταν δεν άντεχε στη σκέψη ότι και το λεωφορείο θα έπρεπε να περιμένει και σαν σαρδέλα να στριμωχτεί σαν έμπαινε μέσα, τέτοια ώρα αιχμής, με τέτοιο διαβολόκαιρο.

Πήγε λοιπόν και στάθηκε λίγο πιο μακριά από το προστατευτικό σκέπαστρο της στάσης ελπίζοντας να μην αρχίσει η βροχή, καθώς δεν είχε προνοήσει να πάρει μια ομπρέλα μαζί της. Αλλά και η ομπρέλα τι βοήθεια να πρόσφερε  με την καταιγίδα που ερχόταν και πώς να σταθεί από το κεφάλι της πάνω αλώβητη με τούτα τα μποφόρ; Περίμενε για ταξί, μα περίμενε και ταξί δεν φαινόταν.

Κοίτα τώρα γκαντεμιά. Άλλες φορές κιτρινίζει ο δρόμος από δαύτα και τώρα άφαντα. Και τα λεωφορεία να έρχονται το ένα πίσω από τ’ άλλο και να φεύγουν σχεδόν άδεια, ήταν σαν κάποιος να την κορόιδευε και η Πόπη δεν άντεχε άλλο. Και για να συνεχιστεί η γκαντεμιά της άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές σταγόνες βροχής και άλλο δεν σκεπτόταν  παρά το πώς να προφυλάξει τα βιβλία που μόλις αγόρασε και βρίσκονταν δυστυχώς σε μια από αυτές τις οικολογικές χάρτινες σακούλες. Βγάζει το φούτερ της και τυλίγει την τσάντα σαν μωρό έτοιμη να βάλει τα κλάματα από την απελπισία της.

Άρχισε να αστράφτει και να βροντά. Με το που μπήκε ο Σεπτέμβρης άρχισαν και τα πρωτοβρόχια σήμα κατατεθέν της εποχής. Μικρό καλοκαιράκι όπως το ξέραμε ούτε για δείγμα.

Και πια το Ποπάκι δεν ήξερε τι να πρωτοφυλάξει, τον εαυτό της μην την αρπάξει και καμιά γρίπη αν γινόταν παπί, ή τα λατρεμένα βιβλία της που τους αφιέρωσε τις οικονομίες της του μήνα.

Τα μαλλιά της ήδη μούσκεμα και μια το νερό, μια ο αέρας, άρχισε να τουρτουρίζει.

«Συγγνώμη δεσποινίς αν δεν γίνομαι φορτικός επιτρέψτε μου να σας προσφέρω μια μικρούλα θέση στην ομπρέλα μου, χωράμε στην αγκαλιά της ελπίζω και οι δυο. Παράλληλα θα σας απογοητεύσω με αυτό που  θα σας πω αλλά αν περιμένετε ταξί, άδικα περιμένετε τόσην ώρα που σας βλέπω, γιατί τα ταξί έχουν σήμερα απεργία. Δεν θα το έχετε φαντάζομαι σκοπό να περιμένετε μη και φανεί κανένα πειρατικό ή κανένας απεργοσπάστης και όπως βλέπετε η βροχή δυναμώνει. Μου είστε πολύ συμπαθής και αρρωσταίνω στη σκέψη μην αρρωστήσετε».

«Μιλάτε μιλάτε μα τη βροχή δεν την σταματάτε. Προς τι η ομιλία σας κύριε…»

«Αντρέα με λένε και προτείνω να σας πάω με το αμαξάκι μου όπου μού πείτε. Πιστέψτε με δεν ψάχνω για γυναικεία συντροφιά δεν το συνηθίζω και ούτε επίσης συνηθίζω να κάνω παρόμοιες προτάσεις σε κοπελίτσες. Οι συνθήκες είναι  ιδιαίτερα δυσμενείς και γι’ αυτό έλαβα το θάρρος. Αλλά και την πρόταση μου να μην δεχτείτε, σας συμβουλεύω να πάρετε το λεωφορείο πριν βραχείτε μέχρι το κόκαλο. Ελπίζω το σπίτι σας να είναι κοντά και γρήγορα να βγάλετε τα βρεγμένα σας ρούχα γιατί τη γριπούλα του Φθινοπώρου δεν την γλυτώνετε, σας το εγγυώμαι».

«Με πείσατε. Όλα συνηγορούν στο να δεχτώ την ευγενική πρότασή σας.

Πάμε και ευχαριστώ…»

Και αυτή κυρίες μου και κύριοι αναγνώστες υπήρξε η απαρχή μιας απίστευτης ιστορίας αγάπης που η Πόπη στα 39 τα χρόνια ούτε που φανταζόταν ότι μπορούσε να βιώσει. Μα η ζωή είναι όπως λέμε απίστευτη σεναριογράφος κι όταν έχει, ή και δεν έχει κέφια, γράφει κάτι σενάρια που εμπνέουν τους ποιητές, τους συγγραφείς και τους σεναριογράφους της 7ης Τέχνης που με τη σειρά τους και αυτοί γράφουν αριστουργήματα, ή πατάτες, ή δακρύβρεχτα μελό, πάνω κάτω σαν τούτο που γράφουμε και το οποίο εξελίσσεται ως ακολούθως:

Είπαμε πώς γνώρισε η Πόπη τον Αντρέα, η οποία σχεδόν ευγνωμονούσα έφθασε στ σπίτι της με το αυτοκινητάκι να κινδυνεύει  άσχημα από την βροχή, που είχε αναβαθμιστεί σε  θεομηνία. Και ενώ έβλεπες αμάξια μεγάλα να τα παίρνει το κύμα του… δρόμου και να τα οδηγεί Σαρωνικό μεριά, το αμαξάκι του Αντρέα ήρθε και σφήνωσε θαρρείς, έξω από την πολυκατοικία της Πόπης με τη στάθμη του νερού να έχει φτάσει μέχρι το χερούλι της πόρτας.

H Πόπη όσο έβλεπε τη στάθμη τού νερού να μην υποχωρεί, τόσο έχανε την ψυχραιμία της. Μα να είναι λίγο έξω από το σπίτι της και να κινδυνεύει να πνιγεί ήταν ένα σενάριο για έργο γκραν γκινιόλ.

«Έλα μη φοβάσαι Πόπη. Ας κάνουμε ένα τσιγάρο, να ακούσουμε τι λένε οι ειδήσεις και τι συμβουλές δίνουν προς ναυτιλομένους σαν εμάς, και πού θα πάει, δυνατό μπουρίνι είναι το άτιμο που βρήκε το δρόμο σου με βουλωμένα φρεάτια. Αύριο θα ακούμε να μαλώνουν οι αρμόδιοι για το τις έφταιξε εν προκειμένω. ΝΑ ΚΟΙΤΑ. Το νερό πόσο υποχώρησε, μέχρι πριν λίγο ήταν στο χερούλι, δες πού είναι τώρα; Εν ανάγκη αν δούμε τα σκούρα, κολυμπάμε και λίγο, ξέρεις κολύμπι φαντάζομαι. Αλλά και να μην ξέρεις, εγώ εδώ είμαι. Σού δίνω το λόγο μου μπορείς να στηριχθείς πάνω μου. Δεν το πιστεύω, δες, το ουράνιο τόξο, με τα επτά του βασικά χρώματα και τις άπειρες αποχρώσεις του. Κλαις; ΤΩΡΑ Πόπη μου κλαις; Μα τώρα η περιπέτειά μας τελείωσε. Τώρα μπορώ να σου το ομολογήσω. Για μια στιγμή είπα ‘’τώρα πάμε”. Αύριο η TV θα δείχνει τις φωτός μας και οι δημοσιογράφοι περίλυποι θα σχολιάζουν: ‘’τι κρίμα τόσο νέα παιδιά, χάθηκαν άδικα’’!

Άγιο είχαμε σου λέω».

«Και παρ’ όλα αυτά, δεν έδειξες τίποτα μη χάνοντας την ψυχραιμία σου όπως θα έκανε  καθένας, ευχαριστώ Αντρέα».

«Σε τι θα ωφελούσε ο πανικός ο δικός μου; Απλά θα επέσπευδε το τέλος και των δύο μας. Δεν το πήρες είδηση, αλλά ούτε τα κινητά μας λειτουργού-σαν, δεν μπορούσαμε καν να ειδοποιήσουμε για SOS. Είμαστε έξω από το σπίτι σου πια. Ο μόνος ίσως που πήρε χαμπάρι τι έπαιζε είναι ο τύπος που βλέπω, φαντάζομαι θα είναι ο θυρωρός. Θα έχει ήδη καλέσει για βοήθεια και όπου να ‘ναι θα καταφτάσει η πυροσβεστική. Τα κανάλια μόνο να μη πάρουν είδηση θα το κάνουν σίριαλ ξέρεις τώρα».

Μα δεν χρειάστηκε να επέμβει κανείς…

«Από τη μια να έχω τύψεις που σε πήρα στο αυτοκίνητό μου από εκείνη τη στάση που σε βρήκα και από τη άλλη να ευχαριστώ το Θεό που σε γνώρισα ειλικρινά σού το λέω… Α Πατρίδα πατρίδα, καλά μού το έλεγε η Σύλβια, έλα Αντρέα μου να δουλέψεις στην πατρίδα, λίγα τα χρήματα, μα αλλιώτικη η ζωή ρε παιδάκι μου, καθώς και οι άνθρωποί της».

«Κοίταξε τώρα Αντρέα, μια καταπληκτική σύμπτωση. Της φίλης μου τής Σύλβιας ο αδερφός και αυτός Αντρέας και αυτός μόλις αφίχθη εκ Σουηδίας όπου εργαζόταν μετά τις σπουδές του. Αν μού πεις ότι έχεις και έναν μικρότερο αδερφό ονόματι Λέανδρο θα πω ότι μου κάνεις πλάκα κι εγώ σαν χαζή κάθομαι και σε ακούω».

«Μη μου πεις. Ναι τον μικρό τον φωνάζω χαϊδευτικά Λεό από το Λέανδρος λες βρε η φίλη σου να είναι η αδερφή μου και εσύ η Πίτσα της, που μου έχει φάει το  κεφάλι από τα παινέματα που της κάνει; Έχω το επίθετο τής μάνας μου εγώ, τα παιδιά είναι ετεροθαλή αδέρφια μου Καστανιώτη το επίθετο τού πατέρα τους».

«Αυτό είναι λοιπόν. Έχω την τιμή να ομιλώ με τον δόκτορα ‘Αντριου Πικου, αδερφού της αγαπημένης μου φίλης που φαγώθηκε να μου τον συστήσει.

Η τύχη όμως αλλιώς τα σχεδίαζε και θέλησε αυτή να πάρει την πρωτοβουλία. Γιατί; Θα δείξει…»

Είπαν και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα, έφαγαν με όρεξη κάτι γευστικότατα σάντουιτς που έφτιαξε η Καλλιοπίτσα και ο Αντρέας σηκώθηκε να φύγει, υποσχόμενοι αλλήλους να μη χαθούν.

Η Πόπη κοίταζε σκεπτική την άδεια θέση που καθόταν πριν λίγο ο νέος της φίλος και μονολόγησε: «όλα για κάποιον λόγο πράγματι γίνονται. Σχέδια όταν κάνουν οι άνθρωποι γελούν οι Θεοί, μα τα σχέδια που η ζωή κάνει για τον άνθρωπο αυτός εκών άκων τα ακολουθεί. Μα να ‘ναι για καλό, για λιγότερο καλό; Ποιος το ξέρει;»

*

Περασμένα μεσάνυχτα και κτυπά το τηλέφωνο. Ας μη συνέβαινε κάτι στη μάνα της, όχι απόψε Θεέ μου.

Σηκώνει το ακουστικό και με την πρώτη συλλαβή καταλαβαίνει ότι είναι ο Αντρέας

«Κοιμάσαι; Εγώ αδύνατον. Σε σκέπτομαι! Και όσο περισσότερο σε σκέπτομαι, τόσο ο ύπνος απομακρύνεται».

Και η Πίτσα, Πόπη, Καλλιόπη, ακούει κατάπληκτη την φωνή της, να του λέει: «Τότε, έλα να ξενυχτίσουμε μαζί, γιατί και με εμένα το  ίδιο συμβαίνει».

Την επομένη όταν η Πόπη συναντήθηκε με τη φίλη της, της είπε σοβαρά σοβαρά:

«Σου έχω κατά καιρούς πει πόσο θα ήθελα να ήσουν αδερφή μου. Και να που αυτό θα γίνει κορίτσι μου, αν και δεν ξέρω την δική σου επιθυμία. Γιατί αν εσύ δεν με θέλεις, τότε κάποια σχέδια που έγιναν, θα ματαιωθούν. Για μένα προέχει η φιλία μας. Σκοπεύω να ζητήσω από εσένα το χέρι τού αδερφού σου του Ανδρέα, τον οποίο εδώ και τρεις ημέρες, έχω ερωτευτεί κεραυνοβόλα».

Η Σύλβια κοιτούσε απορημένη την φίλη της νομίζοντας ότι αστειεύεται, μια από τις συνήθεις της πλάκες, μα το ύφος της Πόπης κάθε άλλο παρά αστεϊσμό φανέρωνε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Άκουσε κατάπληκτη τα όσα συνέβησαν αυτό το τριήμερο της βροχής.

Αγκάλιασε την Πόπη και της είπε με άπειρη τρυφερότητα και αγάπη: «Τα σχέδια που έκανα για σένα και τον αδερφό μου τα ζήλεψε η Μοίρα και θέλησε αυτή να τα πραγματοποιήσει, πρωτοτυπώντας. Έτσι και αλλιώς, είτε εκείνη, είτε εγώ, βλέπουμε την επιθυμία μας να παίρνει σάρκα και οστά. Είμαι πανευτυχής.

»Βρε τον τυχεράκια τον καπετάν  Αντρέα Ζέπο, δεν έχασε τον  καιρό του γυρνώντας στην πατρίδα και πολύ καλά έκανε.

Το φαντάζεσαι Πίτσα μου; Μέσα σε 10.000.000 Έλληνες, δύο όμορφες υπάρξεις βρέθηκαν να αγαπηθούν πραγματοποιώντας κρυφές επιθυμίες των ΔΙΚΩΝ  τους ανθρώπων. Αν αυτό δεν λέγεται ΤΥΧΗ ας μας πει κάποιος πώς λέγεται παρακαλώ…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη