“Το Χόρδισμα”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Το πιάνο το είχε πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Ήταν καλής μάρκας, πανάκριβο και χειροποίητο. Δεν υπήρχαν πια τέτοια. Για την ακρίβεια… δεν υπήρχαν πια καθόλου. Όλο γυαλισμένο σκούρο ξύλο, με κιτρινισμένα από τον χρόνο τα άλλοτε λευκά του πλήκτρα, τα φτιαγμένα από ελαφαντόδοντο, όρθιο, χωρίς ουρά, να στέκεται μοναδικό στολίδι στον βορινό τοίχο του σαλονιού της. Όλοι οι υπόλοιποι τοίχοι, από το πάτωμα ως το ταβάνι, ακόμα και γύρω απ’ τα παράθυρα και γύρω από το κάσωμα της πόρτας που οδηγούσε στο χωλ, ήταν πνιγμένοι στα βιβλία. Σε κείνον τον τοίχο όμως ήταν μόνο το πιάνο. Τίποτε άλλο. Όπως και τίποτε άλλο δεν είχε μείνει στη ζωή της, παρά μόνο οι νότες του.

Τίποτε δεν την εξέφραζε πια από την εποχή της. Είχε ζήσει αρκετά ώστε να γίνει μάρτυρας και κοινωνός της τεχνολογικής επανάστασης. Είχε ζήσει αρκετά ώστε να τη μισήσει. Τώρα από το παράθυρό της έβλεπε τα πάντα ίδια κι ένα γυάλινο θόλο, που τα προστάτευε να μη χαλάσουν. Ίδια τραγικά άχαρα και ολόλευκα σπίτια, ίδια ολογράμματα δέντρων, ίδιες ολόσωμες φόρμες κολλημένες σαν δεύτερο πετσί στα κορμιά των ανθρώπων να φωσφορίζουν διαφορετικά χρώματα ανάλογα με τη ρύθμιση της θερμοκρασίας, ίδιες αντανακλάσεις φωτός του κάποτε υπέροχου Ήλιου.

Εκείνη είχε αντισταθεί. Και της το είχαν επιτρέψει, τιμής ένεκεν στη μεγαλύτερη εν ζωή και δυστυχώς τελευταία πιανίστα, που είχε διασωθεί από τον Τρίτο Παγκόσμιο και είχε μετοικήσει στον Άρη μαζί με τις έσχατες φουρνιές των τυχερών εκείνων γήινων που μπόρεσαν να εγκαταλείψουν άρον – άρον τον κατεστραμμένο πλανήτη. Είχε αντισταθεί. Είχε πάρει μαζί της το πιάνο της. Το ονόμασαν «πολιτιστική κληρονομιά» και «μουσειακό κομμάτι» και την άφησαν να το «φιλοξενεί» σπίτι της έως τη λήξη των βιώσιμων αναβαθμίσεών της. Μετά θα το μετέφεραν στη Λεωφόρο της Δόξας, πιστό αντίγραφο της άλλοτε γνωστής λεωφόρου του Χόλυγουντ, μόνο που τώρα εκτός από αστέρια φιλοξενούσε και ό,τι είχαν καταφέρει να αποσώσουν απ’ τα πολύτιμα που κουβαλήσαν απ’ τη Γη, σε μια τελευταία προσπάθεια μνήμης…

Στο έκτρωμα που ονόμασαν «σπίτι της», σε ένα και μοναδικό δωμάτιο, στο σαλόνι της, της επέτρεψαν να επέμβει και να το διαμορφώσει σύμφωνα με τα γούστα της. Εκεί χώρεσε ό,τι άξιζε αναφοράς από όλη τη ζωή τη δική της και του είδους της, μέσα στα βιβλία και τις παρτιτούρες της. Όλα τα άλλα προσπαθούσε να τα ξεχάσει, να τα σβήσει, να τα διαγράψει. Μάταια όμως. Εκείνα γύρναγαν και τη στοίχειωναν κάθε βράδυ στα όνειρά της, κάθε που έβλεπε έξω από το παράθυρό της, κάθε που κοίταγε ένα αγέλαστο, πελιδνό πρόσωπο.

Ήταν πλέον διακοσίων σαράντα τεσσάρων ετών. Το προσδόκιμο ζωής ήταν πια τα πεντακόσια έτη, επομένως η ίδια θεωρούταν μεσήλιξ. Οι αναβαθμίσεις της είχαν επιτύχει δυστυχώς όλες, τυραννώντας την σε μια ζωή που δεν είχε διαλέξει και που δεν την άφηναν να ξεφορτωθεί. Τα εγκλήματα κατά του εαυτού, βάσει του Νέου Διαπλανητικού Συντάγματος, λογίζονταν ως τα πιο βαριά, γιατί συνήθως εμπεριείχαν και δόλο και προμελέτη για την αφαίρεση της ζωής, σε μια εποχή που οι άνθρωποι πλέον δεν γεννούσαν. Εξ’ ου και η αυστηρή ποινή της τεχνητής παράτασης των οργανικών λειτουργιών, με ή άνευ τη συμμετοχή των αισθήσεων, κατά ογδόντα επιπλέον χρόνια.

Φρίκη. Αυτό ερχόταν στο μυαλό της όταν αναλογιζόταν τις πιθανότητες. Όμως είχε βρει λύση. Ευτυχώς τα μυαλά των ανθρώπων συνέχιζαν να γεννάνε, μεταξύ αυτών και το δικό της. Κι αυτή θα ήταν η γέννα μιας αριστουργηματικής όσο και αριστοτεχνικής ιδέας, μιας και δεν είχε γεννήσει τίποτε άλλο στα στείρα της χρόνια. Η ειδοποιός διαφορά ήταν πως εκείνη έμεινε ανύμφευτη και άτεκνη από επιλογή. Μίσησε και σιχάθηκε από καρδιάς κάθε τι που ξεφύτρωσε, από την γενιά της κι ύστερα. Έτσι, αρνήθηκε πεισματικά να συμμετέχει στη διαιώνιση του είδους, αν και υπήρξε γόνιμη και καθόλα επαρκής, περιφρονώντας τήν ιδέα της κληρονομιάς και της εξέλιξης.

Το είχε διαβάσει και φρόντισε να το διασταυρώσει σε κάποια από τις αναβαθμίσεις της. Το ανθρώπινο σώμα έχει εβδομήντα δύο χιλιόμετρα νεύρα. Και το πιάνο της χρειαζόταν χόρδισμα…

–Χρήστης Πάπα – Ίντια – Άλφα – Νοβέμπερ – Ίντια – Σιέρα – Τάνγκο – Άλφα, καλεί Έξ`ρέι – Όσκαρ – Ρώμαιο – Δέλτα – Ίντια – Σιέρα – Τάνγκο – Ρώμαιο – Ίντια – Άλφα – Του – Ουάν, όβερ.

–Εδώ χρήστης Έξ`ρέι – Όσκαρ – Ρώμαιο – Δέλτα – Ίντια – Σιέρα – Τάνγκο – Ρώμαιο – Ίντια – Άλφα – Του – Ουάν, κλήση ελήφθη και καταχωρήθηκε, αναμείνατε, όβερ.

Η κλήση στη Χορδίστρια είχε γίνει χρησιμοποιώντας τους κωδικούς Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου, που είχαν όλοι ως δικλείδα ασφαλείας για επείγουσες κλήσεις κινδύνου.

Η Χορδίστρια κατείχε μια εξέχουσα θέση στην αλλόκοτη κοινωνία τους. Ο ρόλος της είχε την πλέον βαρύνουσα σημασία, σχεδόν όση το σύστημα δημιουργίας και φιλτραρίσματος αναπνεύσιμου αέρα. Ο λόγος της ήταν αδιαμφισβήτητος και αδιαπραγμάτευτος.

Η Χορδίστρια όριζε την τελευταία αναβάθμιση όλων. Και την εκτελούσε.

Το λειτούργημα της Χορδίστριας μπορούσε να το ασκεί μόνο γυναίκα και μόνο για μόλις πέντε έτη. Αυτό γιατί οι μελέτες είχαν δείξει πως μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να επεξεργαστούν εγκεφαλικά, αλλά και να ανταπεξέλθουν συναισθηματικά, στην πολυπλοκότητα της λήψης των αποφάσεων, που αφορούσαν την διατήρηση ή όχι της ζωής των ατόμων. Το χρονικό περιθώριο άσκησης του λειτουργήματος είχε οριστεί να είναι τόσο μικρό, γιατί μετά την πάροδο των πέντε ετών άρχιζαν να παρατηρούνται σε ορισμένες Χορδίστριες οι λεγόμενες «διαβρώσεις». Η διάβρωση ήταν ουσιαστικά η ραγδαία εκφύλιση των εγκεφαλικών τους κυττάρων.  Ίσως με αυτόν τον τρόπο η φύση να ισορροπούσε το πάθος και την αναλγησία που επιδείκνυαν στην εφαρμογή του καθήκοντος που είχαν αναλάβει, παίζοντας έναν ρόλο που κάποτε ανήκε μόνο στον Θεό.

Έτσι για κάθε οικισμό υπήρχε και από μία Χορδίστρια. Κανείς δεν ήξερε το όνομά της. Ποτέ δεν έμενε εντός του οικισμού ευθύνης της, παρά μόνο σε έναν ειδικά διαμορφωμένο οικισμό, όπου διέμεναν αποκλειστικά οι Χορδίστριες. Στη διάρκεια της θητείας τους απαγορευόταν ρητά και κατηγορηματικά η συναναστροφή τους με οποιονδήποτε άλλον πέραν του είδους τους. Οι Χορδίστριες αποτελούσαν ξεχωριστό είδος. Είχαν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό, βάσει του οποίου εξάλλου γινόταν και η επιλογή τους. Όλες έφεραν εκ γενετής το γονίδιο της πανούκλας. Σε όλες ήταν ανενεργό, καμία ποτέ δεν νόσησε. Παρόλα αυτά όλες τους είχαν τρομερά αναπτυγμένη την ενσυναίσθηση, πέρα από κάθε προσδοκία, πράγμα που τις καθιστούσε ιδανικές για Χορδίστριες.

Οι περισσότερες φορές που οι άνθρωποι θα έβλεπαν την Χορδίστρια να περνά, κρατώντας την μικρή ασημένια βαλιτσούλα της, ντυμένη στην αυστηρή μαύρη μεταλλιζέ ολόσωμη φόρμα της, ήταν φορές στενάχωρες. Τις περισσότερες φορές το πέρασμά της σήμαινε μία ακόμα αναγκαστική αναβάθμιση. Σπάνια σήμαινε το χαρμόσυνο γεγονός μιας λυτρωτικής αποβίωσης. Σε κάθε περίπτωση όμως, η εμφάνιση της Χορδίστριας, σε οποιοδήποτε οικισμό, δεν περνούσε απαρατήρητη. Ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός. Τα πάντα έπαυαν να λειτουργούν φυσιολογικά για λίγο, τουλάχιστον όσο φυσιολογικά γινόταν στον μικρόκοσμο κάθε οικισμού. Η αίσθηση αναμονής που δημιουργούταν στους ανθρώπους ήταν έκδηλη στη στάση του σώματός τους, στον τρόπο που ανάσαιναν μετρημένα μέχρι να την ξαναδούν να περνά και να φεύγει.

Αυτή την φορά η Χορδίστρια κατευθυνόταν στο σπίτι του πιάνου, όπως είχε επικρατήσει να το λένε. Αυτή την φορά ακόμα και η ίδια η Χορδίστρια είχε την απορία να δει πώς θα κατέληγε αυτή της η επίσκεψη. Δεν συνηθιζόταν να καλεί κανείς τις Χορδίστριες. Συνήθως εκείνες ενημέρωναν για τις επισκέψεις τους.

Το κουδούνι χτύπησε και η φωνή του κεντρικού υπολογιστή του σπιτιού ανήγγειλε την άφιξη της Χορδίστριας. Η πιανίστα χαμογέλασε με ευχαρίστηση και δεν θυμότανε από πότε είχε να χαμογελάσει για κάτι. «Επιτέλους!», σκέφτηκε με την ανυπομονησία να κάνει την καρδιά της να χτυπά εντελώς άρρυθμα. Άνοιξε την πόρτα. Την κοίταξε και της ένευσε να περάσει. Την οδήγησε κατευθείαν στο σαλόνι και της υπέδειξε με μια ευγενική χειρονομία του χεριού της να καθίσει σε μια από τις δύο πολυθρόνες που είχε τοποθετημένες διαγώνια αντικριστά στο πιάνο. Στην άλλη κάθισε εκείνη. Άκρη – άκρη. Με ίσια την πλάτη, τα πόδια σφιγμένα σε ορθή γωνία και τα χέρια της να ακουμπούν στα γόνατά της. Η Χορδίστρια άνοιξε την βαλιτσούλα της κι έβγαλε από μέσα ένα σκάνερ. Το έστρεψε προς εκείνη και άρχισε να μελετά σιωπηλά, με ύφος βλοσυρό, τις ενδείξεις της.

–Γιατί με κάλεσες; Ποιά είναι η έκτακτη ανάγκη;

–Το πιάνο…

–Δεν σε καταλαβαίνω.

–Χρειάζεται χόρδισμα…

–Συμβαίνει κάτι με την αναβάθμισή σου; Αντιμετωπίζεις κάποιο πρόβλημα; Μιλάς ασυνάρτητα και οι παλμοί σου είναι πολύ ανεβασμένοι.

–Το πιάνο αυτό το έχω από τότε που γεννήθηκα, το κληρονόμησα από την μητέρα μου… Άρα είναι μεγαλύτερο και από τις δυό μας. Δεν ξέρω πόσο αλλά είναι…

–Τι σχέση έχει το πιάνο με εμένα; Κάλεσες με τον κωδικό έκτακτης ανάγκης που σου έχει παρασχεθεί. Ανέφερε τον κίνδυνο.

–Είναι  το μοναδικό πιάνο που διασώθηκε από τον πλανήτη μας, το γνωρίζεις;

–(μικρή παύση) Το γνωρίζω.

–Χρειάζεται επειγόντως χόρδισμα…

–Ανέφερε τον κίνδυνο.

–Αλλιώς θα πεθάνει! Αυτός είναι ο κίνδυνος!

–(παύση) Δεν πεθαίνουν τα άψυχα αντικείμενα.

–Ώστε αλήθεια; Και ποιός σου είπε ότι είναι ένα άψυχο αντικείμενο;

Πετάχτηκε σαν ελατήριο, πήγε και κάθισε στο σκαμπό του πιάνου της.  Ακούμπησε απαλά τα δάκτυλά της στα πλήκτρα για μια στιγμή μόνο. Κι ύστερα ξεκίνησε να παίζει φρενιασμένα το τρίτο μέρος της Σονάτας στο Σεληνόφως. Η Χορδίστρια πάγωσε από την έκπληξη. Ποτέ στη ζωή της ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακούσει μουσική. Ποτέ πιάνο. Ποτέ ζωντανά. Η κίνηση των δακτύλων της πιανίστας καθώς έτρεχαν επάνω στο κλαβιέ τής μαγνήτισαν το βλέμμα και την άφησαν άπρακτη να την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Η πιανίστα ολοκληρώνοντας το κομμάτι γύρισε και την κοίταξε με μάτια που πετάγανε φλόγες.

–Μπετόβεν. Έζησε μόλις τώρα. Για έξι ολόκληρα λεπτά…

Η Χορδίστρια απέμεινε να την κοιτά άφωνη.

–Δεν θα ζούσε αν δεν υπήρχε αυτό το πιάνο…

Γύρισε και πάλι στο πιάνο της. Άγγιξε με τις άκρες των δακτύλων της και πάλι τα πλήκτρα και μετά ξεκίνησε να παίζει τόσο απαλά και ήρεμα που θαρρείς κι αν έκανε μία απότομη κίνηση το πιάνο της θα έσπαζε σε χίλια μικρά κομμάτια. Η Χορδίστρια απέμεινε αποσβολωμένη να ακούει. Ακόμα και την αναπνοή της έλεγχε για να μην κάνει θόρυβο και χάσει έστω και μία νότα.

–Αυτός ήταν Σοπέν, γύρισε και της είπε απαλά. Ένα από τα Νυχτερινά του. Έζησε μόλις τώρα για τέσσερα λεπτά…

Η Χορδίστρια ξεροκατάπιε και πήρε επιτέλους μια βαθιά ανάσα, σμίγοντας προβληματισμένη τα φρύδια της. Προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί, αν και το βλέμμα της έπεφτε κλεφτά συνεχώς πάνω στο πιάνο.

–Εμένα η δουλειά μου είναι οι αναβαθμίσεις και οι τερματισμοί…

–Το ξέρω, γι’ αυτό σε κάλεσα. Το πιάνο πεθαίνει. Αν πεθάνει αυτό, θα πεθάνω μαζί του. Μόνο εσύ μπορείς να μας σώσεις και τους δύο.

–Μα πώς; Δεν έχω ιδέα από πιάνα. Δεν έχω ιδέα από μουσική.

–Άκου, άκου, μην μιλάς, μόνο άκουσε. Κλείσε τα μάτια σου μαζί μου, νιώσε.

Ξεκίνησε να παίζει και πάλι. Και ο χρόνος σταμάτησε. Η μελωδία του Clair de Lune ξεχύθηκε από το πιάνο και γέμισε το δωμάτιο, γέμισε τις ψυχές τους, γέμισε το θόλο του οικισμού τους. Τα πάντα έπαψαν. Τα πάντα ανέπνεαν στο ρυθμό της μουσικής του Debussy. Γύρω από το σπίτι της είχε μαζευτεί πλέον κόσμος. Κι εκείνη έπαιζε χωρίς παρτιτούρα. Με τα μάτια κλειστά. Δάκρυα αυλακώνανε τα μάγουλά της. Η Χορδίστρια σηκώθηκε απότομα όρθια.

–Πάψε! Σταμάτα το! Δεν το αντέχω άλλο, θα τρελλαθώ!

Εκείνη συνέχισε να παίζει. Κι αυτή τη φορά έπαιξε και πάλι τον αγαπημένο της Μπετόβεν, μόνο που διάλεξε το πρώτο μέρος της σονάτας. Και η Χορδίστρια σε κάθε νότα τιναζότανε σαν να την χτύπαγε ρεύμα, έτρεμε σύγκορμη. Έπεσε στα γόνατα κι έπιασε το κεφάλι της φωνάζοντας απελπισμένα:

–Θα το κάνω! Ό,τι μου πεις θα το κάνω! Μόνο πάψε, δεν αντέχει άλλο η καρδιά μου, θα σπάσει!

Εκείνη ξαφνικά σταμάτησε από ένα δυσοίωνο ήχο. Η φυσική Μι είχε κοπεί. Έφερε τα χέρια της στα μάγουλα της και ούρλιαξε με όση δύναμη της επιτρέπανε τα πνευμόνια της. Ούρλιαξε! Κι έπειτα γύρισε, με τα μάτια της γυάλινα να καθρεπτίζουν την αγωνία της, στη Χορδίστρια.

–Το ανθρώπινο σώμα έχει εβδομήντα δύο χιλιόμετρα νεύρα. Θα πάρεις τα δικά μου και θα φτιάξεις το πιάνο. Και αυτό θα ζήσει κι εγώ θα ζήσω για πάντα μέσα από αυτό! Μίλησε γρήγορα, επιτακτικά, σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα.

–Μου ζητάς να σε βοηθήσω να διαπράξεις το μεγαλύτερο έγκλημα! της είπε έντρομη η Χορδίστρια.

–Σου ζητάω να με αναβαθμίσεις! Να με μεταποιήσεις σε κάτι πιο μεγάλο από εμένα, από εμάς όλους! Σου ζητάω να με περάσεις στην αιωνιότητα ανόητη!

–Μα θα τιμωρηθώ, δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο!

–Ακριβώς! Είναι το μοναδικό πιάνο που διασώζεται στον άθλιο κόσμο μας! Θα σε βραβεύσουν, το καταλαβαίνεις; Θα σώσεις ένα σπουδαίο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Σκέψου το!

Η Χορδίστρια έμεινε για λίγο σιωπηλή. Δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο. Η εμπειρία που μόλις είχε της προκάλεσε έκπληξη, σχεδόν τρόμο! Πώς ζούσε χωρίς μουσική τόσα χρόνια; Πώς θα συνέχιζε να ζει χωρίς μουσική; Πόσα άλλα πράγματα στερούταν άραγε χωρίς να ρωτάει, χωρίς να ζητάει, χωρίς να ελπίζει; Η συνείδησή της δεν της επέτρεπε να αφήσει το τελευταίο πιάνο να χαθεί για πάντα. Η λογική της τής επέβαλε να αναβαθμίσει την πιανίστα, διαφορετικά ήξερε, ένιωθε, πως εκείνη θα έβρισκε τρόπο να αποβιώσει αν δεν μπορούσε πια να παίξει… Ναι, το σκέφτηκε. Ναι. Θα το έκανε.

–Θέλω μόνο να σου ζητήσω οι χειρισμοί σου να γίνουν σταδιακά, να έχω τις αισθήσεις μου μέχρι την εξαγωγή όσου… υλικού είναι απαραίτητο για το πιάνο.

–Έχεις τρελλαθεί τελείως; Ο πόνος θα είναι αφόρητος! Ουσιαστικά θα είσαι μάρτυρας ενός αργού, βασανιστικού θανάτου. Του δικού σου!

–Δε με νοιάζει! Πρέπει να το αντέξω… Θα το αντέξω! Μόνο εγώ ξέρω να σου πω πώς να κουρδίσεις τη Μι όταν την αντικαταστήσεις…

Ίσως σας αρέσει και

3 Σχόλια

  • Μαριάννα Γληνού
    1 Ιουλίου 2017 at 14:51

    Τελικά, πεθαίνει κανείς κι από την ομορφιά! ΄Σ’ έναν κόσμο που, καταρρέοντας, ξέρει να βλέπει και να ακούει την ομορφιά και ν’ αγαπάει , φυσικά κι αβίαστα, ο Θεός κρατάει ακόμα λίγη ελπίδα για τον άνθρωπο. Οι χορδίστριες δεν είναι μικροί Θεοί.. Τα πιάνα, αν δεν υπάρχουν δυο χέρια, δεν μπορούν να μιλήσουν καμιά μουσική.. Κι οι χορδίστριες δεν φτιάχνουν ανθρώπους! Σε όποιον κόσμο… Όμορφη ιστορία..

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    1 Ιουλίου 2017 at 18:20

    “–Σου ζητάω να με αναβαθμίσεις! Να με μεταποιήσεις σε κάτι πιο μεγάλο από εμένα, από εμάς όλους!”
    Εξαιρετική η ιστορία σου, Κατερίνα μου! Με πολλή φαντασία κι ακόμη περισσότερη ευαισθησία!

  • Μαρκος Κωνσταντινου
    9 Ιουλίου 2017 at 10:22

    Τελικά το σύμπαν έχει τρόπο να χορδίζεται? Το DNA μας ή η προσωπικότητα μας έχει τέτοια ανάγκη? Θα προσφέραμε την φυσική μας διαιώνιση για χάρη ενός φυσικού … “ΜΙ”? Μιας συχνότητας, έστω μέρος μιας θεϊκής μελωδίας? Δύσκολο να απαντηθεί . Κατερίνα, σε ευχαριστώ για τον υπέροχο αυτό προβληματισμό!
    ΥΓ: Το έχω διαβάσει τρεις φορές, περιμένω το επόμενο να αλλάξω μοτίβο διάθεσης!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη