“Το τανγκό”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

–Τι έγινε Κωστάκη; Καιρό έχω να σε δω, εξαφανίστηκες… Πώς πάει; Η δουλειά καλά; Ρωτάει ο Αλέκος τον φίλο του με αληθινό ενδιαφέρον.

–Τι να γίνει ρε Αλέκο, δε βαριέσαι… Τι να πάει η δουλειά, εκεί το παλεύουμε, μέχρι πότε δεν ξέρω. Κόβουνε από δω, κόβουνε από κει… και τα έξοδα, έξοδα, πώς να βγούνε; Αν δεν είχα τα δάνεια, κάπως τέλος πάντων θα τα κουτσοβόλευα, τώρα… του απαντάει ο Κώστας συννεφιασμένος.

–Εμένα μου λες, μια από τα ίδια είμαστε όλοι ρε φίλε. Εγώ δεν ξέρω πού να κρυφτώ, ένα βήμα πριν τη φυλακή είμαι μου φαίνεται…

–Σώπα μωρέ, που θα μας κλείσουν και φυλακή… Εδώ άλλοι χρωστάνε εκατομμύρια κι ούτε που τους πειράζουνε, εμάς τους κακομοίρηδες θα κλείσουνε; Και τι θα κερδίσουν καημένε; Του κάνει ο Κωστής σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα. Εγώ το φιλοσόφησα το πράγμα, ας με κυνηγάνε, τι θα μου κάνουν; Δεν έχω τίποτα να μου πάρουν… Άσε ρε Αλέκο, αλλού είναι τα προβλήματα… κατέληξε βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό.

— Τέλος πάντων, ας πούμε τίποτα πιο ευχάριστο γιατί θα μας πάρει από κάτω πάλι και δε βγαίνει πουθενά. Η Μαρία καλά; Τα παιδιά; Τον ρωτάει ο Αλέκος, αλλάζοντας εσκεμμένα το θέμα της συζήτησης, για να φτιάξει λίγο τη διάθεσή τους.

–Δε βαριέσαι… Προβλήματα κι εκεί, δεν μπορώ ν’ ανασάνω τελευταία απ’ τη στενοχώρια… του λέει ο φίλος του και ξεφυσάει πλανταγμένος.

–Τι προβλήματα, υγείας; Ρωτάει ανήσυχος ο άλλος.

–Όχι, όχι, ευτυχώς από υγεία σφύζουμε όλοι. Άστα ρε Αλέκο, μ’ έχουν πιάσει ξανά αυτές οι κρίσεις ζήλειας που περνάω κατά καιρούς και τρελαίνομαι… του απαντάει εκείνος, μ’ ένα κόμπο να του φράζει τη φωνή και ν’ αναδεικνύει περισσότερο τη σύγχυσή του.

–Αααα, τώρα μάλιστα! Όλα τα ‘χε η Μαριορή… ο φερετζές της έλειπε, που λέει κι η παροιμία. Δε βαρέθηκες ρε Κωστή ήθελα να ‘ξερα! Πού σου περισσεύει μυαλό ρε παιδάκι μου και το παιδεύεις με ζήλειες και κουραφέξαλα; Δε σου φτάνουν όλα τ’ άλλα; Γιατί κάθεσαι και βάζεις περίσσιους μπελάδες στο κεφάλι σου; Τα έχουμε πει τόσες φορές ρε φίλε, η Μαρία δε σου έχει δώσει δικαίωμα ποτέ. Μόνος σου κάθεσαι και πλάθεις σενάρια και βασανίζεσαι. Πάλι μ’ αυτόν τον φίλο σας τα ‘χεις; Γιατί δεν τον κόβεις από παρέα να τελειώνεις, αφού όλο υποψίες είσαι; Του λέει ο Αλέκος αγανακτισμένος με όσα ακούει από τον φίλο του.

–Τώωωρα… τον έκοψα βέβαια, αλλά το μυαλό μου, όποτε έχω σκοτούρες, αρχίζει να δουλεύει προς τα πίσω κι όλο και κάτι ανακαλύπτω από το παρελθόν, που τότε, δεν του είχα δώσει σημασία… Τι να σου λέω μωρέ, θα με κράξεις πάλι… δεν το ξέρω;

–Δηλαδή; Για κάντα μας λιανά ρε Κωστή γιατί δε σε πιάνω… Σαν τι θυμήθηκες; Τον προγκάει ο Αλέκος, προσπαθώντας να δείξει πως τον συμμερίζεται κι είναι πρόθυμος να μοιραστεί μαζί του τον πόνο του.

— Άσε, άσε… έχω λαλήσει τελείως σου λέω. Ξέρεις τι μου κόλλησε τώρα; Πως κάποτε, σε μια έξοδό μας, η δικιά μου… μεταξύ σοβαρού και αστείου, του είχε χαρίσει ένα τραγούδι της Αλεξίου… το τανγκό, το ξέρεις; Υπέροχο, ερωτικό τραγούδι! Εεεε, δε φεύγει το μυαλό μου από κει. Κόλλησε… πάει! Κατέληξα να μισήσω και το τραγούδι, κατάλαβες; Ποιος; Εγώ… που λατρεύω όλα τα τραγούδια της Χαρούλας!

–Αααα, τόσο σοβαρά! Κουνάει το κεφάλι με απογοήτευση ο Αλέκος, κάνοντας προσπάθεια να συγκρατήσει το γέλιο του.

–Αλέκο εγώ βασανίζομαι κι εσύ με δουλεύεις μου φαίνεται… Η ζήλεια ρε φίλε είναι σαράκι, πώς να στο πω αλλιώς; Νομίζεις πως εγώ το θέλω να παιδεύω τον εαυτό μου; Δεν μπορώ να το χειριστώ γαμώτο μου και στο τέλος τρελαίνομαι, με παίρνει από κάτω… συνεχίζει ο συννεφιασμένος Κωστής να βγάζει από μέσα του όσα τον βασανίζουν.

–Μάλιστα. Άκου να σου πω Κωστή μου, επειδή είσαι φίλος δηλαδή και δε μ’ αρέσει ούτε να σε δουλεύω ούτε να σε βλέπω να παιδεύεσαι για βλακείες… Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να το χειριστείς, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις. Πώς να σε βοηθήσω εγώ, αν μόνος σου δεν κάτσεις να το δουλέψεις λίγο σωστά; Να έλεγα ρε φίλε πως σου έχει δώσει δικαιώματα η γυναίκα σου, να έλεγα πως έχεις κάτι χειροπιαστό που έχει συμβεί μπροστά σου, θα καταλάβαινα κι εγώ που να με πάρει η ευχή! Τώρα τι να πω; Δε μας φτάνουν τόσα προβλήματα που μας βασανίζουν κάθε μέρα, εσύ πας και προσθέτεις κι άλλα! Αυτό λέγεται μαζοχισμός, να το ξέρεις… του κάνει με περίσσια σοβαρότητα αυτή τη φορά στη φωνή και στο ύφος του ο φίλος του,  να του επιστήσει την προσοχή για το πρόβλημά του.

–Άσε, άσε ρε Αλέκο. Το ‘’δεν μου έχει δώσει δικαιώματα’’, δεν το έλεγα κυριολεκτικά, σε εισαγωγικά το έβαλα… μη με βάζεις τώρα να σου απαριθμήσω κι άλλα γεγονότα που έχουν συμβεί στο παρελθόν και τα είχα προσπεράσει ως ασήμαντα. Ήμουνα στον κόσμο μου, δεν έπαιρνα γραμμή τίποτα, το καταλαβαίνεις; Δεν πίστευα πως μπορεί να μου τη φέρει ένας φίλος πισώπλατα ή ότι η ίδια η γυναίκα μου μπορεί να χαριεντίζεται με φίλο μας… Να, αυτά σκέφτομαι και θα μου στρίψει τελείως!

–Ρε συ… Πάλεψέ το, σκέψου κάτι άλλο, όταν σε πιάνει αυτός ο πανικός. Σκέψου όμορφες στιγμές που έχετε περάσει μαζί τόσα χρόνια, σκέψου τα παιδιά σας… Για να μη σε βάλω δηλαδή να σκεφτείς ξανά όλα τα σοβαρά που αντιμετωπίζουμε και δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουμε στο τέλος. Εδώ χρωστάμε και της Μιχαλούς ρε Κωστή κι αντί να σκεφτόμαστε το αύριο και πώς θα πορευτούμε, εσύ παιδεύεσαι με τη ζήλεια; Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ… συνεχίζει ο Αλέκος την προσπάθεια να τον προσγειώσει, μπας και καταφέρει να ξεκολλήσει το μυαλό του απ’ τη γυναίκα του κι όσα ισχυρίζεται πως τον προβληματίζουν.

–Τι να κάνουμε ρε Αλέκο, ο καθένας κάπου ξεσπάει… άλλος πίνει για να ξεχνάει τα βάσανά του, άλλος παίζει το χαρτάκι του για να ξεχαστεί, ε… εμένα μ’ έριξε εκεί. Μήπως το θέλω; Έκανε ξανά με ύφος μεταμελημένο ο Κωστής, για να δικαιολογήσει την κατάστασή του και να υπερασπιστεί τον ‘’ζηλιάρη’’ εαυτό του.

–Μάλιστα! Πολύ ωραία, τι να σου πω… Αφού παραιτείσαι τόσο εύκολα, πώς να ξεκολλήσεις; Για πες μου τώρα –για να γυρίσουμε στα πραγματικά σοβαρά– τι έκανες μ’ εκείνα τα χρήματα, που κέρδισες τις προάλλες στο στοίχημα; Έκλεισες καμιά τρύπα τουλάχιστον; Έδωσες καμιά δόση στο ΤΕΒΕ, έκανες καμιά ρύθμιση;

–Α, γι’ αυτά λες; Μπα… πού να περισσέψουν για δόσεις ρε Αλέκο; Πήρα το Μαράκι και πήγαμε ένα τριήμερο Μονεμβασιά! Το είχαμε ανάγκη κι οι δυο μας. Εγώ κυρίως, για να ξελαμπικάρω, όπως λες κι εσύ… του κάνει ο Κωστής κι ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του στη θύμηση του περασμένου τριήμερου.

–Καλά ρε φίλε… να με τρελάνεις θες; Φάγατε τα κέρδη σε εκδρομή και δεν κοίταξες να κλείσεις καμιά τρύπα; Λοιπόν Κωστάκη, μη σ’ ακούσω να παραπονεθείς πάλι για λεφτά, γιατί δεν πρόκειται να σε συμμεριστώ. Δεν κάνεις που δεν κάνεις οικονομίες… τα σπαταλάς κιόλας! Του κάνει αγανακτισμένος ο Αλέκος.

–Δε βαριέσαι… Μήπως δε θα χρώσταγα και πάλι αν έδινα μια δόση; Τι βρεγμένος, τι μούσκεμα… ρε Αλέκο, το ίδιο πράγμα δεν είναι; Του τονίζει ο Κωστής, δηλώνοντας την αδιαφορία του για τα προβλήματα που θεωρεί σοβαρά ο φίλος του.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη