“Το οποίον, Έρκυνα…”, ένα διήγημα της Αργυρώς Αγγελίνα-Ζωγράφου

Σκρου, μεθυσμένο, μεθύστακα, πιοτή, πιωμένο, αλκοολικό! Έτσι τον χαρακτήριζαν οι άνθρωποι… Για την Έρκυνα, το ποτάμι της πόλης, όμως, ήταν ο πιο πιστός, ο πιο σημαντικός της φίλος. Πιο αγαπησιάρης κι από σύντροφος, πιο βολικός κι από σκύλος αφού δεν πεινούσε, δεν κρύωνε, δεν βαριόταν ποτέ, ούτε καν βόλτα δε ζητούσε για τις ανάγκες του. Βουβός εξομολογητής η Έρκυνα, τον άφηνε να κρασομιλάει, να ξεκουράζεται, να ακολουθεί με τις ώρες το όνειρο. Αυτό που δεν χωρούσε στην καρδιά, όταν τη φούσκωνε το κρασί.

      Αόρατο σκαρφάλωνε στην κρεμασιά του βράχου κι εκεί πλανιόταν στα φωτισμένα παράθυρα αναζητώντας στις ζωές αγαπημένων του προσώπων τη θαλπωρή που στερήθηκε από μικρό παιδί και την ευτυχία που για λίγο δεν άγγιξε. Κουβαλούσε τις θολές ονειρικές εικόνες μέσα του, που του πύρωναν το κορμί σαν καυτό σίδερο και τις πετούσε στα κρύα τιρκουάζ νερά της Έρκυνας. Αγόγγυστα εκείνη τις έσβηνε. «Πάρε κι εσύ λίγη κάψα, Έρκυνα, να μετριάσεις (ελαφρώσεις) το μαρτύριό μου και κυνήγησέ τες στα νερά σου γιατί δεν τις αντέχω». Αβάστακτο φορτιό η ανάμνηση, γινόταν ευχαρίστηση μόνο με το κρασί. Σ’ αυτό το μαγικό πιοτό έσβηνε τις επιθυμίες του, κι έπλαθε καινούργιες, διαφορετικές. Μαράζι το ΄χε η Έρκυνα να πιει λίγο από το δικό της νεράκι, να ξεδιψάσει. Παραδομένος στο γλυκό τραγούδι των σειρήνων που ξεπηδούσαν από το αλκοόλ ξεχνούσε τα πάντα.

      Για τον Φρίξο, αυτόν τον δραπέτη της πραγματικότητας το ποτάμι ήταν κάτι άλλο, ας πούμε, η μάνα που δεν γνώρισε, η αδερφή που δεν είχε. Ήταν, πώς να σας το πω, ίσως να φανεί υπερβολικό, ό,τι τον κρατούσε στη ζωή.

      Κάπου πριν βγεις απ’ την πόλη, στη δεξιά όχθη του ποταμιού, βρισκόταν η ταβέρνα του φίλου του Παναγιώτη. Κάθε βράδυ, χάρις σ’ αυτόν, είχε εξασφαλισμένο φαγητό από τα περισσεύματα. Επίσης κρασί, που άφηναν στα ποτηράκια τους οι πελάτες. Ο Φρίξος έβγαινε καθημερινά απ’ την ταβέρνα με τα καλούδια του, κι ένιωθε ανώτερος κι απ’ τον Διόνυσο! Στο μόνο που διέφεραν αυτοί οι δύο ήταν ότι ο θεός δεν μεθούσε, όσο κρασί κι αν γλιστρούσε στο λαρύγγι του. Ενώ ο θνητός (ο Φρίξος) γινόταν λιάρα κάθε μέρα. Ανηφόριζε δίπλα στο ποτάμι ευτυχισμένος με τη σακούλα να μυρίζει τσίκνα κι ο ίδιος γιοματάρι που ξέχασαν να το ταπώσουν. Όσο για το μπουκάλι με το κρασί, θύμιζε μωρό να κοιμάται (που κοιμόταν) στο μπράτσο του. Στην ίδια πάντα γνωστή διαδρομή προς το «ησυχαστήριον», όλοι τον έβρισκαν εύκολα. Μη νομίζετε ότι ήταν κάμαρα (κάμαρη) το «ησυχαστήριον», το παγκάκι ήταν δίπλα σ’ ένα χάλασμα, κοντά στις πηγές. Είχε ακούσει τη λέξη από έναν ασκητή και του καρφώθηκε, αλληγορικά (με άλλη έννοια) φυσικά. Άνοιγε την ίδια κουβέρτα εδώ και πέντε χρόνια, που είχε βρει στα σκουπίδια γεμάτη «απολιθώματα», κι άρχιζε να λαγοκοιμάται, παραλαλώντας ξοπίσω στα οράματα που του έστελνε το μεθύσι. Πρωταγωνιστούσε σε μια χαμένη ζωή, που εμείς οι νηφάλιοι («κανονικοί») άνθρωποι ούτε σαν σκέψη δεν τολμούμε να την αγγίξουμε. Δεν άντεχε το στημένο παιχνίδι της μοίρας. Έσερνε το πιοτό σαν παιχνίδι δεμένο με κλωστή απ’ το χέρι κι έβγαινε τραυματισμένος θανάσιμα από την ψευδαίσθηση, την αυταπάτη, τη ζάλη, αποπροσανατολισμένος ακόμα και σ’ αυτή την καθημερινή, γνωστή, ίδια διαδρομή (προς το «ησυχαστήριον»). Άκαρπες οι προσπάθειες που έκανε κατά καιρούς να αποτοξινωθεί. Γρήγορα ξαναφύτρωνε η ουρά του δράκου που έκοβε, και τον έσπρωχνε πάλι πίσω στην ταβέρνα του φίλου του Παναγιώτη, που άδικα περίμενε ν’ ακούσει τη φράση που θα λύτρωνε τον φίλο του: «Το ‘κοψα το παλιόκρασο!»

      «Το οποίον, Έρκυνα, εσένα αγαπώ πιότερο κι απ’ τη μάνα μου!» της έλεγε, κι εκείνη του έστελνε ένα δροσάτο φιλί. Αυτή δεν τη γνώρισα, εσένα ξέρω από μικρό παιδί.

      Ορφανός, μόνος ξενοζούσε από αγουρόπαιδο, ο Φρίξος. Το ποτάμι αγάπησε ειλικρινά περισσότερο κι απ’ τους ανθρώπους. Αυτοί του αγρίευαν, τον πρόγκαγαν, ενώ η άπιαστη νερένια συντροφιά του τον καλοδεχόταν, τον άκουγε, τον έπλενε, τον δρόσιζε, τον νανούριζε. Αυτή κι ο Παναγιώτης ο φίλος του με την ταβέρνα, «Το τσιτσί»· έτσι την είχε βαφτίσει. Από μικρός λάτρευε το κρέας. Ό,τι κι αν του ’δινε η μάνα του, ο Παναγιώτης φώναζε «τσιτσί θέλω!» Τα καλύτερα αποφάγια τού φύλαγε, από μικρά παιδιά και  καλοχορτασμένους, που τρώγανε λίγο και αφήνανε πολύ. Οι γυναίκες άθελά τους τον φρόντιζαν περισσότερο. Άφηναν στο τραπέζι ανέγγιχτο το κρασί στο ποτηράκι τους. «Δεν πίνω» έλεγαν στους άντρες από λεπτότητα. Άντε να έλειπε μια γουλιά για (ίσα ίσα) να πιάσουν οι ευχές.

      Άλλη φορά, πάλι, άφηναν το κρασί τους ζευγαράκια που τσακώνονταν και τα ’βρισκαν αλλού καλύτερα. Απ’ την φούρια ούτε στην υγειά τους δεν προλάβαιναν να τσουγκρίσουν. Για τον ίδιο σκοπό φρόντιζαν κι αυτά, το κρασί του Φρίξου! Έτοιμο το μενού. Καλοδιπλωμένο στη λαδόκολλα, δέκα το βράδυ. Μέσα στη σακούλα και το μπουκάλι με κρασί άφθονο, όρθιο μη χυθεί. Κρατώντας τα αγαθά του, τραβούσε τρεκλίζοντας προς το «ησυχαστήριον». Σκοντάφτοντας στις πέτρες κουτουλούσε στους κορμούς των πλατανιών. Ευτυχώς απ’ τα χρόνια οι φλούδες τους έχασκαν κούφιες κι έπεφτε στα μαλακά. Συνήθως τέλειωνε το κρασί μέχρι (προτού) να φτάσει στο παγκάκι. Το τσιτσί, όμως, δεν τ’ άγγιζε τις περισσότερες φορές. Όλο και κάποιο πεινασμένο σκυλί θα του το έκλεβε το βράδυ, κι εκείνος θολωμένος, το κοιτούσε και φχαριστιόταν.

      «Καλά κάνεις παλιόσκυλο, να χορτάσεις, για να με φυλάς!»

       Έτσι μάλωνε το ζωντανό και συνέχιζε την τρεχάλα στο κατόπι της νεράιδας, που τη φιλούσε στο στόμα. Όλα στο όνειρο, ψηλά, ψηλότερα απ’ τη γη. Συνήθως μεσημέρι σηκωνόταν. Άδικα τον έψαχνε ο ήλιος παντού. Του κρυβόταν. Είχε διαλέξει έναν πλάτανο με πυκνοδεμένη φυλλωσιά και ξεγελούσε τον αφελή πυροκέφαλο.

      «Ας είσαι καλά η Έρκυνα, που μ’ έχεις στην έγνοια σου, και μένα μαζί με τα πλατάνια. Ήξερε ο Δίας τι έφτιαχνε! Έκρυψε μια χήνα, άνοιξε μια πηγή κι ανάβλυσε νερό, κύλισε ένα ποτάμι και καθάρισε μ’ όλη την περιοχή. Μια κατεβασιά δική σου κι έλαμψε ο τόπος, όσο με χίλιες καλονοικοκυρές και τα φρόκαλά τους. Να πώς στήνονται (ορθώνονται, φτιάχνονται) οι θεοί!»

      Οι άνθρωποι που τον ήξεραν παραμέριζαν (από λύπηση). «Πάλι τρεκλίζει ο Φρίξος». Έμεινε στην ιστορία της πόλης, όπως ο Φρίξος και το χρυσόμαλλο δέρας. «Ποιος του φταίει; Ο πίνων μεθά και ο παίζων χάνει!»

      Μια μυστήρια (παράξενη) βραδιά άρπαξε τη σακούλα και χαιρέτησε τον φίλο του, Παναγιώτη, και τους θαμώνες υψώνοντας το γεμάτο μπουκάλι με νόημα.

      «Υγιαίνετε!»

      Άρχισε το τραγούδι από νωρίς. Είχε δει στον ύπνο τη μάνα του, που πέθανε από πυρετό πριν σαραντίσει. Έτσι ξύπνησε, μ’ αυτή τη μαλακοσούρα στο στόμα από το στήθος της. Δεν το λες κι εφιάλτη, μάλιστα όταν βυζαίνεις και χορταίνεις γάλα! Άρχισε να φτύνει σαν να του ’ρθε η ξινίλα του στο στόμα. Το ξέπλυνε με μπόλικο κρασάκι, άσπρο-κόκκινο-ροζέ ανακατεμένο. Σαν τριαντάφυλλο του μύριζε. Κι ανάσανε. Στήλωσε τα πόδια στη σκέψη της μάνας και κοίταζε κατά το ουρανό με το κορμί να πηγαινοέρχεται σαν σε κούνια. Ποθούσε να την ξαναφέρει στη μνήμη με το ανακάτεμα μυαλού και κορμιού.

      «Εγώ που λες, θεία, απευθύνθηκε στο ποτάμι, έχω επτά πληγές στην καρδιά».

      Άρχισε να τις απαριθμεί. Έφαγε σχεδόν μια ώρα καταμεσής του πεζόδρομου μέχρι να τις αραδιάσει όλες.

      «Η μια της μάνας μου, άσ’ την αυτήν. Η άλλη του πατέρα μου, άσ’ τον αυτόν. Η άλλη των γειτόνων που μ’ αποδιώχνουν, στο διάβολο να πάνε. Η άλλη του σπιτιού που πούλησα εξ αιτίας του ψιλικατζίδικου, στον αγύριστο!»

      Όλες τις θυμήθηκε τούτο το βράδυ ο Φρίξος. Τι του ʼφερε (ξύπνησε), όμως, αυτό το γάλα που βύζαξε! Πόσο ζωντάνεψε το θυμητικό…

      Πουλούσε κουμπιά κάποτε, καρφίτσες και μετρητόχαρτα. Κάτι χαρτιά με χρωματιστά τετραγωνάκια να κεντούν οι γυναίκες τα όνειρα στους καμβάδες, και να ξεπουλάει ο Φρίξος τις δαχτυλήθρες, τις βελόνες, τις κλωστές «Πεταλούδα», που δεν ξέβαφαν. Να ξημερώνουν δίπλα στο παράθυρο νυχτέρια οι όμορφες. Έτσι θυμήθηκε ο Φρίξος τη Μαρίνα. Της έκανε καντάδα κάποιο βράδυ. Η Μαρίνα, με μια κοτσίδα πιο χοντρή κι από το σημερινό κοκορέτσι του Παναγιώτη και πιο σφιχτοδεμένη κι απ’ αυτό, ξεπρόβαλε στο παράθυρο που της τραγουδούσε με τους φίλους.

      «Πιες γλυκό κρασί, δεν είν’ ντροπή…»

      Και το ποτάμι τού κρατούσε σεγκόντο.

      «Το οποίον, θεία, εδώ την πρωτοφίλησα!»

      Έγειρε τόσο πολύ προς την πλευρά των νερών, που, αν δεν ήταν το κάγκελο, θα χανόταν. Και εδώ ξόδεψε άλλη μια ώρα μέχρι να ευθυγραμμιστεί.

      «Αυτή θα παντρευόμουν! της το επιβεβαίωσε μετά από τόσα χρόνια. Υπήρχε και η Χριστίνα, του Ανέστη, του καρβουνιάρη, αλλά αυτός μεθούσε και μου τα γύρισε. Την έδωσε στο Σώστη, που είχε το παντοπωλείο «Το κεντρικόν». Πλούσιος γάμος. Την έσωσε, καλό να ’χει!»

      Ήπιε άλλο τόσο.

      «Η πώς τη λεν…»

      «Η Μαρίνα» του υπενθύμισε η Έρκυνα.

      «Αυτή, που λες, η τσαπερδόνα γλυκάθηκε και κάθε μέρα ψώνιζε. Κάτι πιάστρες για τα μαλλιά, κάτι βελόνια, μεζούρες, κουμπιά. Το οποίον, κάτι κάλτσες ψιλές ώρες τις ψάχναμε στα ράφια του μαγαζιού. Βάλε βγάλε τις κάλτσες, μας έφευγαν πόντοι και στο τέλος δεν είχα να πουλήσω. Τι γελάς, θεία; Βάλε βγάλε γείραμε σε κάτι σακιά και ξέχασα το τσιγάρο πάνω στον πάγκο, παρέα με τα ψώνια. Μας έπνιξε ο μαύρος καπνός. Συμφορά μεγάλη! Πάνω στη γλύκα έπεσε το φαρμάκι. Η καταστροφή! Τίποτα δεν έμεινε. Κι εσύ, άτιμο ποτάμι, δεν ξάκρισες να με βοηθήσεις να τη σβήσουμε… Δεν θύμωσες, μωρέ, με την αδικία;»

      Έκανε μια έτσι το πουκάμισο και το ‘σκισε. Καιγόταν ο άμοιρος στ’ αλήθεια, τσουρουφλιζόταν.

      «Από τότε μ’ αποδιώχνουν. Ήμουν τριανταπέντε χρονών και η Μαρίνα είκοσι επτά. Κι αυτή παντρεύτηκε, τον κυρ-Στάθη, τον ράφτη. Καλός ραφτάκος, έφτιαχνε τα μανίκια με τόση μαεστρία, που κόλλαγε το ρούχο πάνω στο δέρμα. Ζωγράφιζε τους ώμους, ο μερακλής! Λίγο σιτεμένος ήταν, σαράντα πέντε καλοκαίρια μέτραγε πίσω του. Πού να μένουν, άραγες;

      Γύριζε γύρω γύρω κοιτώντας τα φωτισμένα παράθυρα, τα σκαρφαλωτά στην πλαγιά, μέχρι που έγιναν πυγολαμπίδες. Τον τύφλωσε η λάμψη τους κι έπεσε χάμω. Άκουγε γέλια.

      «Μη γελάς, φταις! Δεν έσβησες την καψοφωτιά κακούργα. Μήπως ήθελες κι εσύ φιλί;» Προσπαθούσε να σηκωθεί για να της το δώσει.

      Ευτυχώς τα καλόπαιδα που περνούσαν τον βοήθησαν να στυλωθεί.

      «Πώς το λένε όταν κάποιος κάνει κάτι καλό; Κι ο κάποιος άλλος κάνει το καλό να το πει;»

      «Άσ’ το μπάρμπα» είπε ένας απ’ τους νεαρούς.

      «Ευχαριστώ, μήπως;» ο ψηλός της παρέας το ΄πιασε.

      «Α, μπράβο, στα μούτρα σου!» είπε ο Φρίξος.

      «Ε ρε, τι βλέπει και τι ακούει κανείς στην Έρκυνα!» απόρησε ένας άλλος.

      «Παρακαλώ… Το οποίον, την Έρκυνα έψαχνα! Φιλάκι, Έρκυνα! Μετά, που λες, Έρκυνά μου, συνέχισε ανακουφισμένος, έπινα σαν αρχαίος. Εσείς πίνατε έτσι και γινόσασταν θεοί. Εγώ έμεινα ο Φρίξος ο μεθύστακας. Αλλά για σένα είμαι θεός…»

      Η Έρκυνα τον είχε συγκρατήσει πολλές φορές να μη χαθεί στα νερά και να μην τσακιστεί στις κροκάλες της. Φίλος της καρδιακός, βλέπεις. Χρόνια πολλά στην ίδια διαδρομή είπαν τ’ ανείπωτα. Σήμερα (εκείνη την ημέρα), όμως, ήταν αλλιώς ο Φρίξος. Θυμόταν και, το κυριότερο, ήθελε να ξεριζώσει από μέσα του λόγια μιας ολόκληρης ζωής και να τα πετάξει γρήγορα στο ποτάμι.

      «Έπινα, Έρκυνα, πολύ, για να κλείσω την πληγή κι άνοιξα μια δεύτερη μεγαλύτερη. Αυτό το κρασί είναι σαν τη φωτιά. Όχι, δεν είναι φωτιά, θα μου την έσβηνες τόσα χρόνια δίπλα σου. Είναι σαν τη χόβολη, είναι πιο ύπουλη. Ξέρεις πόσες ζωές έζησα εγώ, Έρκυνα; Είκοσι! Μία…»

      Άρχισε πάλι να μετρά τα ίδια ροκανίδια.

      «…όταν ήπια νερό, το οποίον στα δεκάξι μου, και καθρεφτίστηκα, μ΄ ερωτεύτηκες, κατεργάρα. Γι’ αυτό με κράτησες τόσα χρόνια δίπλα σου».

      Εξήντα χρονών ήταν ο Φρίξος. Λεβέντης άνθρωπος. Τα φαρδιά, λερωμένα μπατζάκια έκρυβαν ψηλά, καλοσχηματισμένα, λεπτά πόδια Και οι παλάμες του ήταν σαν φωλιές χελιδονιού. Ανάλαφρα κινούνταν τα δάχτυλα και έλεγαν αυτά που έπρεπε, όταν του ’περνε τη μιλιά το κρασί. Μούσια και μαλλιά λιγδιασμένα, αλλά κόρες ματιών σαν της θολής λίμνης, της ανεξιχνίαστης, της αινιγματικής. Εξήντα χρονών, νέος άνθρωπος. Αλκοολικός ή οραματιστής; Κιοτής ή γενναίος;

      «Δεκαεννιά, το οποίον…»

      Τις υπόλοιπες ζωές τις κατάπιε η Έρκυνα για να τον βοηθήσει να μην να μην πελαγοδρομήσει μετρώντας άδικα.

      «…ο Παναγιώτης, ο φίλος μου, καλή του ώρα ‒πίνει, όμως, ο άτιμος καντάρια‒ όποτε μ’ επισκέπτεται το δηλαδή στο παγκάκι, αν δεν με δει στην ταβέρνα, ανησυχεί. Άλλοτε με ξεσκεπάζει ο χαζός τρομαγμένος. Να δεις τα μούτρα του! Αντάρα που τον πιάνει μέχρι να τον βρίσω, τον κιοτή. Νομίζει ότι πέθανα. Άλλοτε φέρνει δυο μπουκάλια και μου τα κρατά μπροστά στα μούτρα να μετρήσω. Νομίζει χάζεψα απ’ το κρασί. Στην αρχή του λέω ψεύτικο  νούμερο, οκτώ!  Κι αυτός γουρλώνει τα μάτια. Μετά του λέω το σωστό. Δύο! Όπως εμείς, φίλε μου. Και πίνουμε ασταμάτητα.

       »Φχαριστώ του ‘χω πει; Δεν θυμάμαι. Καλά, μεθαύριο θα θυμηθώ να του πω. Εικοστόν…»

      Πέρασε το γεφυράκι σαν ξεκούρδιστο παιχνίδι, ευτυχώς τον συγκράτησε πάλι το κάγκελο.

      «Εικοστόν, λέγω, το οποίον είσαι εσύ Έρκυνα, νεροπόταμο απ’ τα λίγα, ξακουστό σ’ όλη την Ελλάδα… Αγαπημένο».

      Κουβέντα κακή δεν είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Μόνο όταν κάηκε το μαγαζάκι την χαρακτήρισε κακούργα, επειδή δεν ξάνοιξε να σβήσει τη φωτιά.

      «Και το κρασί, συνέχισε, γι’ αυτό το ’πινα, να σβήσω αυτή τη φωτιά που δεν πρόλαβες εσύ. Τη ρούφηξα στα σπλάχνα μου. Ζεστή στάχτη απέμειναν και δαύτα».

      Γουλιά και όνειρο. Γουλιά και καρφί στ’ όνειρο. Γουλιά και πέταγμα, γουλιά και ξόβεργα.

      «Το οποίον… θυμάσαι εκείνη τη μέρα του χιονιά, που μου έστειλες τη νεράιδα; Τη γυάλινη κυρά, με τα χρωματιστά μάγουλα, τα γαλάζια μάτια, τα κόκκινα χείλια, τα μαύρα μαλλιά, τ’ άσπρα χέρια. Την έβαλα κάτω από τη χοντρή μπλούζα που μου χάρισε η κυρα-Λένη η πλέχτρα και μου ζέστανε την κοιλιά όλο το βράδυ. Το πρωί, σαν έσκασε ο ήλιος, χάθηκε το ξωτικό. Όλο το βράδυ, όμως, παλεύαμε. Το οποίον την άφησα να με νικήσει. Π’ ανάθεμά σε, Έρκυνα, ίδια μένεις στον όρκο της θεάς, δεν χαρίζεσαι. Κι εμείς όλοι οι άνθρωποι αλλάξαμε. Κάθε ένας με τα δικά του. Ποιο είναι το σωστό; Κανένας δεν έμαθε. Δεν μιλάς κι εσύ, για να μην απολογηθείς. Καλά το κάνεις. Αμ, το άλλο φαινόμενο…»

      Ευτυχώς δε μέτρησε.

      «… πλημμύρισες με την ανοιξιάτικη μπόρα, το οποίον Μάης και βροχή κι έφθασες μέχρι το κρεβάτι μου. Μούλιασες το απαλό βελούδινο στρώμα και με σήκωσες ένα μέτρο πιο πάνω, να μη βραχώ. Όταν ξανάπεσα ολόστεγνο το βρήκα. Ποιος θυμάται σαν τον παίρνει ο ύπνος ή ο μισός θάνατος! Λίγο απέχουν ο ένας απ’ τον άλλο (αυτοί οι δύο). Κάνει ο θάνατος μία ν’ απλώσει το χέρι, θυμώνει ο ύπνος. Κάνει ο ύπνος το ίδιο, του το κόβει ο θάνατος. Το οποίον ωραίος ο κύριος θάνατος!»

      Έφθασε στο παγκάκι κουνώντας περιπαιχτικά το δάχτυλο σε μια σκιά. Περνούσε και βαστούσε ένα τζιτζίκι στο χέρι.

      «Σε μένα κουνάς το δάχτυλο, μεθυσμένε;»

      «Ναι, ρε, τζιτζικοκλέφτη. Ναι, ρε, κλεφταρά!»

      «Δεν με φοβάσαι, μεθυσμένε;»

      Άδικα η Έρκυνα πετούσε τις φουσκάλες της γεμάτες δροσιά να σκάσουν στα κεφάλια τους, μήπως και κατευνάσουν τα νεύρα τους.

      «Μεθυσμένος είσαι εσύ! Αλλόκοτε, καταραμένε, φιλέ!»

      Κοντοστάθηκε η σκιά.

      «Είμαι ο θάνατος!» του ʼπε να τον κοψοχολιάσει. «Ψυχή είναι ο τζίτζικας που κρατάω!»

      «Το οποίον πικροθάνατε, καταραμένε… Χι, χο, χι! Αστειάκια μάς λες. Μας κοροϊδεύεις! Κόσα έπρεπε να κρατάς».

      Ποιος φοβάται τον θάνατο, όταν έχει το αντίδοτο! Ήπιε και τις τελευταίες σταγόνες.

      «Είσαι κι άσχημος γρουσούζη. Κι άπλυτος και φοβισμένος λωποδύτης, π’ ανάθεμά σε!»

      Κουνιόταν η Έρκυνα, λάχτιζε να τον φτάσει. Σαν από θαύμα ξάνοιξε και του ‘βρεξε τα πόδια μήπως τον συνεφέρει (συνετίσει), του  το χρωστούσε άλλωστε.

      «Ουστ τώρα, να κοιμηθώ! Κρυώνω, Έρκυνά μου, τη νεράιδα, αυτή τη νεροσταλιά του χιονιά θέλω».

      Η Έρκυνα έδωσε γρήγορα παραγγελιά στο πλάτωμα των μύθων να κατέβει η πιο όμορφη. Χτυπιόταν ν’ αποδιώξει τις προθέσεις του κακού που τον πλησίαζε. Δίνει μια στο χέρι του θανάτου και του ’φυγε ο τζίτζικας. Ξαναζωντάνεψε ο γέρος. Και ποιος νομίζετε ότι ήταν. Ο άντρας της Μαρίνας. Ο ραφτάκος, ο κυρ-Στάθης. Τρέχει ο ύπνος να προλάβει τον θυμό τού θανάτου. Να μην του αφήσει χώρο στο παγκάκι. Τον έσπρωξε ο Φρίξος και τον έριξε χάμω. Ίσα που πρόλαβε η νεράιδα να χωθεί κάτω απ’ το πουκάμισο του.

      Ο θάνατος κρατούσε μια πεταλούδα φεύγοντας.

      Η Έρκυνα σκέπασε το παγκάκι με φυσαλίδες χρωματιστές, τις πιο πολύτιμες αναπνοές της απ’ τα βάθη των αιώνων, που, όμως, δεν τον πρόλαβαν.

      «Είμαι ποιήτρια, αναφώνησε, είμαι η Έρκυνα η ποιήτρια!» και τον ξεπροβόδησε.

Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.

Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.

Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος
και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
αλήτη, δεν θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.

Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν: σπίτι.[1]


[1]  «Επίλογος από τα Σφυρίγματα του αλήτη» του Τεύκρου Ανθία.

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη