“Το κότερο”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η Ελίζα αφ’ ότου γέννησε την κόρη της απέκτησε και μια συνήθεια, οικονομικής φύσεως. Αποταμίευε ό,τι περίσσευε από τα καθημερινά έξοδα του σπιτιού. Αποταμίευε για τα… προικιά της μονάκριβής της, για να μην δυσκολευτούν οι γονείς όταν θα έφτανε η ώρα να παντρευτεί και να φτιάξει τα δικό της σπιτικό. Εμμονές…

Η γνωστή παροιμία “μάζευε και ας είν’ και ρώγες’’ ή ‘’φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι’’ βρήκε την πλήρη εφαρμογή της στον κουμπαρά της Ελίζας.

Πράγματι όταν το κοριτσάκι ήρθε εις ώραν γάμου που λένε, το σπίτι των ονείρων την μάνας της που εκείνη ποτέ δεν απέκτησε ήρθε να το αποκτήσει η μικρή της θυγατέρα. Και ήταν κτισμένο πετραδάκι πετραδάκι. Να δεις δε που η αγορά του έγινε την κατάλληλη εποχή γα το ‘’σπάσιμο’’ του κουμπαρά, για να γίνουν τα χιλιάρικα τούβλα, γιατί στο τσακ πρόλαβαν την αλλαγή του  νομίσματος. Λίγο ακόμη και οι αποταμιεύσεις της Ελίζας δεν θα ήταν παρά ‘’φλύαρες’’ δραχμές μηδαμινής αξίας. Και όταν ο σκοπός επετεύχθη, τον σπασμένο κουμπαρά αντικατέστησε ένας καινούργιος, για λογαριασμό αποκλειστικά δικό της αυτή τη φορά.

Αιματηρές οικονομίες η καψερή.

«Μα βρε γυναίκα τι σε έχει πιάσει; Το παιδί μας το προικίσαμε και με το παραπάνω χωρίς να μας το ζητήσει αυτό κανείς. Ο άντρας της δόξα τω Θεώ είναι ευκατάστατος και η δουλειά του δεν έχει επηρεαστεί από την κρίση. Τι φαγώνεσαι λοιπόν να παραχώνεις;»

Για να σκεφτεί κανείς το μέγεθος του πάθους για αποταμίευση να πούμε ότι όταν στα 30ντάχρονα του γάμου τους ο κυρ Μίλτος, ο άντρας της, τής έκανε δώρο ένα μαργαριταρένιο πανάκριβο κολιέ και της έδωσε τα χρήματα να πληρώσει το κοσμηματοπώλη, εκείνη αντί να κάνει αυτό, ακύρωσε την αγορά και τα χρήματα έκαναν θριαμβευτική είσοδο στον νεοαποκτηθέντα κουμπαρά της. Ένα φευγαλέο όνειρο είχε αρχίσει να σχηματοποιείται στο μυαλό της αλλά ήταν τόσο απίθανο και τόσο τρελό, που μόνον όταν την έπιαναν οι ’’μαύρες’’ της του επέτρεπε να απασχολεί τη φαντασία της και με μιας τα μαύρα σύννεφα σκόρπιζαν από τον χαμηλωμένο και απειλητικό ουρανό της, με τον ήλιο να λάμπει πολλά υποσχόμενος και να ζεσταίνει την ψυχή της.

Ποιο ήταν το όνειρο αυτό;

Όταν σε δέκα έτη και κάτι ψιλά έπαιρνε τη σύνταξή της και βέβαια το εφ’ άπαξ της, μαζί με τις οικονομίες του περίφημου κουμπαρά, που αυτή τη φορά δεν θα εξαργυρώνονταν σε… τούβλα, αλλά σε ένα σκαρί που θα το λίκνιζαν τα κύματα των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών. Ένα μικρό κότερο δηλαδή που θα το είχαν για ΣΠΙΤΙ τους όχι γι τις διακοπές του καλοκαιριού μόνον αλλά για όλους τους μήνες.

‘’Θεούλη μου τι ομορφιά’’ σκεπτόταν. ’’Να με  νανουρίζει ο Φλοίσβος, να μην ακούω το ντούκου-ντούκου του κλεισίματος της πόρτας της πολυκατοικίας μου κάθε δύο δευτερόλεπτα, από τους δεκάδες των ενοίκων… Να μυρίζω θάλασσα και ιώδιο και όχι την απαίσια μυρωδιά του πατσά, που καθημερινώς ψήνει η κυρά Μαριάνθη κατόπιν εντολής του διατροφολόγου του άντρα της που υπέφερε από το στομάχι του και ο πατσάς του έκανε καλό… Μα κι εγώ τι σου φταίω κυρά Μαριάνθη μου που τον πατσά και τη μυρωδιά του δεν την αντέχω και που νιώθω να έχει ποτίσει τα ρούχα μου, τη ζωή μου όλη;… Τι σου φταίω να παίρνω τους δρόμους βρέξει χιονίσει  για να αναπνέω καθαρό αγέρα;’’

Και συνέχιζε:

‘’Σκέψου Ελίζα να είσαι σήμερα σε ένα λιμάνι, αύριο σε άλλο και παρ’ άλλο!

Μονοτονία τέλος.’’

Όταν μια μέρα τρελών εξομολογήσεων ανέπτυξε στον Μίλτο τον σύζυγό της  το σχέδιο και όνειρό της, ο Χριστιανός μόνο που δεν πνίγηκε από το γέλιο το παροξυσμικό που τον κατέλαβε.

Όταν με τα πολλά ηρέμησε, βλέποντας την γυναίκα του να τον κοιτάζει με σοβαρό και επιτιμητικό ύφος κατάλαβε ο άνθρωπος ότι όσα άκουσαν τα αυτιά του δεν ήταν ένας αστεϊσμός παλαβός αλλά ότι η Ελίζα εννοούσε την κάθε λέξη που ξεστόμιζε, της είπε κα αυτός το ίδιο σοβαρά:

«Αγάπη μου μού επιτρέπεις μία ερώτηση; Το καράβι σου μικρό ή μεγάλο, ποιος θα το κουμαντάρει; Απ’ όσο ξέρω και ξέρεις εμείς οι δυο ούτε αυτοκίνητο οδηγούμε που όσο να ‘ναι πατάει και σε στέρεο έδαφος. Το πλοίο θέλει καπετάνιο όπως το αεροπλάνο αεροπόρο. Λοιπόν;»

«Μα αυτό προσπαθώ να σού πω τόσην ώρα. Εγώ, η καπετάνισσα. Έχω μπροστά μου δέκα χρόνια μέχρι να το αγοράσουμε. Θα φοιτήσω σε ναυτική Σχολή. Θα μάθω, θα πάρω δίπλωμα, θα…»

Ο Μίλτος τα έχασε. Βρε η γυναίκα του δεν αστειευόταν, το αντίθετο μάλιστα, ουδέποτε του είχε ξαναμιλήσει με τόση σοβαρότητα και πάθος.

Πήγε και έπιασε το μεγάλο του παιδί το νιόπαντρο που περίμενε και το πρώτο του εγγόνι.

«Κόρη μου το και το. Η μάνα σας θέλει τώρα στα γεράματα να γίνει καπετάνισσα. Πώς θεραπεύεται αυτή η νόσος, ξέρεις;»

«Με τον καιρό πατερούλη μου μην ανησυχείς. Σε λίγο θα ασχολείται με τα εγγόνια της και δεν θα έχει χρόνο να σκέπτεται ανεμόμυλους. Πού θα τον βρίσκει τον καιρό για μαθήματα ναυσιπλοΐας μου λες; Προσωρινή λόξα είναι, απόρροια της εμμηνόπαυσης που καθυστέρησε. Μέχρι να πάρει τη σύνταξή της θέλει ακριβώς 13 χρόνια, αν μέχρι τότε δεν αλλάξει και το συνταξιοδοτικό και πάει στα 70 χρόνια. Μην ανησυχείς λοιπόν», είπε στον πατέρα της καθησυχάζοντάς τον.

‘’Σαν να έχει δίκιο το παιδί», σκέφτηκε ο Μίλτος πηγαίνοντας στον καφενέ της γειτονιάς που τον περίμενε η παρέα του για την καθιερωμένη παρτίδα τάβλι.

‘’Βλέπεις κύριε Μίλτο καθ’ ένας με τις φυγές του. Εσύ με τους ταβλαδόρους φίλους σου κι΄ εκείνη με τα ναυτικά της μαθήματα. Ποια λες να είναι πιο δημιουργική απασχόληση;’’ μουρμούρισε.

Το ερώτημα στον εαυτό του τον προβλημάτισε. Και βρήκε πρόσφορο έδαφος όταν μια μέρα γυρίζοντας η Ελίζα από το μάθημα ενθουσιασμένη του είπε:

«Σκέψου Μίλτο μου, το καράβι μου εκτός από καπετάνιο δεν θα θέλει υποπλοίαρχο; Βοηθό μου ρε παιδί μου, πώς το λένε; Αντί για τάβλι δε έρχεσαι να πάρεις μαθήματα κι εσύ; Θα ξετρελαθείς σου το υπογράφω».

Και ποιος είναι ο σύζυγος ο σωστός που δεν θα δελεαστεί από προτάσεις που του τίθενται τόσο ευγενικά τόσο πειστικά και τόσο ωραία από το έτερον ήμισυ που σημειωτέον το λατρεύει;

Έτσι οι μαθητές έγιναν δυο. Το δε όνειρο κοινό τους πια. Ένα όνειρο που ήρθε και γέμισε στη ζωή τους το κενό που ένιωθαν με την απομάκρυνση του παιδιού τους, της μοναχοκόρης τους. Καλύτερη ψυχοθεραπεία δεν μπορούσαν να έχουν.

Το σπίτι γέμισε με ανάλογα περιοδικά και προσπέκτους σκαφών εκατοντάδες.

Τα Σάββατα και Κυριακές έφερναν βόλτες στις μαρίνες του Σαρωνικού, θαυμάζοντας τα σκάφη, ρωτώντας, μαθαίνοντας, ονειρευόμενοι την μεγάλη μέρα που ναι μεν αργούσε όπως το κάθε τι που περιμένεις με λαχτάρα αλλά που τελικά ήρθε κι’ αυτή.

Το πρώτο τους εγγόνι είχε πια γίνει παλικαράκι 13 ετών και το μικρότερο 7 μηνών. Γιαγιά και παππούς την ημέρα στο καθήκον της φύλαξής των, μα τα δειλινά και τα βράδια ήταν ολοδικά τους, όρος απαράβατος και οποιανού του άρεσε. Το καθήκον τους απέναντι στο όνειρο εξ’ ίσου μεγάλο και όποιος αυτό αδυνατούσε να το κατανοήσει το πρόβλημα δικό του. Σιγά, σιγά συνειδητοποίησαν οι πάντες ότι δεν επρόκειτο περί μιας ‘’λόξας’’ ή μιας πομφόλυγας που θα έσκαγε με τον καιρό αλλά για μια στάση ζωής την ρότα της οποίας ήταν και οι δύο αποφασισμένοι να ακολουθήσουν.

Και όπως είπαμε η μεγάλη τους μέρα έφτασε.

Οι οικονομίες των τόσων χρόνων συν το εφ’ άπαξ εκείνου και εκείνης συν η πώληση του μικρού τους σπιτιού αποτέλεσαν ποσόν επαρκές για το καραβάκι του ονείρου, και τα έξοδά του. Μη θεωρηθεί επιπολαιότητα η πώληση του σπιτιού τους. Τι να το έκαναν; Σπίτι τους ήταν πια ο πλωτός μικρός παράδεισος.

 Και μια πανέμορφη αλκυονίδα ημέρα του Γενάρη μπάρκαραν με βάρκα την ‘’Ελπίδα’’ όπως και ονόμασαν το όμορφο κοτεράκι σπίτι τους.

Είχε όλες τις ανέσεις. Το δωμάτιό τους, αυτό των παιδιών τους, των επισκεπτών, το σαλόνι και μια κουκλίστικη κουζίνα όπου χαιρόσουν να μαγειρεύεις τα πάντα μα τα πάντα, εκτός πατσά. Έτρωγαν σ’ αυτήν και μετά έπιναν το καφεδάκι τους στην υπέροχη βεράντα με ανεμπόδιστη θέα νυχθημερόν τη θάλασσα τη μάγισσα, που ήταν ερωτευμένοι μαζί της απορώντας μάλιστα πώς τόσα χρόνια μπορούσαν μακριά της.

‘’Και δεν μας λες κυρά Μπουμπουλίνα τι γίνεται με την γαλάζια ξελογιάστρα θεά σας τις ημέρες που την πιάνουν οι θυμοί της και σηκώνει το κύμα θεριό; Τον αντέχετε τον πεντοζάλη της μεγάλοι άνθρωποι;’’

‘’Θέμα συνήθειας και καλή επιλογή απάνεμου λιμανιού’’ απαντούσαν.

Άλλος τρόπος ζωής πια και πλήξη μηδέν. Οι διάφορες και πολλές δουλειές που απαιτούσε το καραβάκι πού να τους αφήσουν να πλήξουν. Αφ’ ετέρου τους κρατούσαν ενεργούς και όχι παθητικούς και αποβλακωμένους μπροστά στην οθόνη μικρή ή μεγάλη της TV.

Το ζευγάρι θαρρείς και ξανάνιωσε. Εξήντα οκτώ χρόνων και έμοιαζαν μικρότεροι των εξήντα. Οι συνεχείς δουλειές του πλεούμενου δεν άφηναν τους αρμούς τους να μπλοκάρουν σκουριάζοντας, παρά την υγρασία που εισέπρατταν νύχτα ημέρα. Ένα ήταν το moto τους. ‘’Καλύτερα λιγότερα χρόνια και με επισφαλή υγεία παρά πολλά με άριστη υγεία και ανούσια ζωή χωρίς ομορφιά’’. Είναι και αυτός ένας τρόπος σκέπτεσθαι…

Για πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν τι εστί να ανατέλλει ο ήλιος από τη μιαν άκρη της θάλασσας και να χάνεται από την άλλη. Εν πολλοίς κατάλαβαν και δικαιολόγησαν τον ναυτικό που υποφέρει να ζεί μακριά της παρά τα βάσανα που έχει τραβήξει εξ αιτίας της.

Ένας μικρός φτωχοδιάβολος μεταναστάκος ο Μισελίνο ερωτευμένος με την καλοσύνη της Κυράς, πού τον έχανες πού τον εύρισκες στα πόδια της να της κάνει τα όσα θελήματα του ζητούσε και να εισπράττει παραδάκι πιότερο από το καπηλειό του λιμανιού που βρώμαγε τσιγαρίλα και ιδρώτα ξινισμένο. Η καπετάνισσα το είχε αγαπήσει αυτό το παλικαρόπουλο και πες-πες, ο Μισελίνο έγινε το τρίτο μέλος του… τσούρμου. Άξιος ο μισθός του έτσι ξύπνος και δραστήριος που ήταν. Τις πιο πολλές δουλειές αυτός τις έκανε αγόγγυστα και με υπερηφάνεια, ένας πραγματικός ναύτης ετών 17 που συν τοις άλλοις ήταν και μαθητής της Κυράς. Τον μάθαινε αγγλικά και ήταν από τους μαθητές που μια ζωή δίδαξε, ο καλύτερος. Το λάτρεψε η Ελίζα το παλικάρι αυτό, άριστος μαθητής, άριστος ναύτης, άριστος φίλος κάτι σαν γιος. Και η καπετάνισσα εργοδότης φίλη και μάνα…

Γρήγορα ο μεγάλος της εγγονός έγινε κολλητός με τον Μισελίνο, και τα καλοκαίρια πρόσφερε και αυτός στο πλοιάριο τις υπηρεσίες του υπό τας διαταγάς του πρώτου τη τάξη μούτσου! Μια πανέμορφη μικρή κοινωνία με ποιότητα, ομορφιά και φιλία ουσίας και συντροφικότητας μέσα σε ένα καραβάκι που βέβαια και δεν ήταν παντός καιρού… για να θυμηθούμε και τον Ζαχαρία Παπαντωνίου που ίσως κάτι τέτοιο να είχε κατά νου όταν έγραφε εκείνο το αθάνατο: ’’ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ  ΚΑΙΡΟ;….’’

Στίχοι που ήταν γραμμένοι με κόκκινα και μπλε γράμματα στην ξύλινη προμετωπίδα της βεράντας. Πιθανόν για να τους υπενθυμίζει ότι δεν είχαν αυτοί κανέναν λόγο να θέλουν μιμηθούν το τόλμημα εκείνου του καραβιού που το ύμνησε ο ποιητής. Όχι δεν τα έβαζαν με την γαλάζια Θεά, σέβονταν του θυμούς και τα μπουρίνια της. Γι’ αυτό και παρακολουθούσαν τα νέα προς ναυτιλλομένους της ΕΜΥ με θρησκευτική ευλάβεια, θα λέγαμε.

Υπάρχουν όμως και κάτι περιπτώσεις που η κυρά θάλασσα είναι απρόβλεπτη.

Όπως π.χ. την ημέρα εκείνη που ένα ξαφνικό μπουρίνι ήρθε από το πουθενά  εκεί που πριν λίγα λεπτά η επιφάνεια ήταν λάδι και που κανένας μετεωρολόγος ΔΕΝ μπόρεσε να το πιάσει και βέβαια να επιστήσει την προσοχή των ανθρώπων της θάλασσας.

Ένα τέτοιο λοιπόν κακό συναπάντημα είχαν οι τέσσερις καλοί φίλοι.

Εκείνα δεν ήταν κύματα, ήταν αφηνιασμένα άλογα, εξαγριωμένα πεινασμένα θεριά που πεινούσαν για ανθρώπινη σάρκα και για ξύλινα σκαριά. Κύματα βουνά αντιπάλευαν με χαώδεις βυθούς και το καραβάκι μια στον αφρό τ’ ουρανού μια σε απροσμέτρητα βάθη.

Και εδώ είναι που λένε ότι ‘’ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται’’.

Όλοι, τούς είχαν ξεγραμμένους. Πώς να επιζήσει ένα καραβάκι με 11 μποφόρ Ούτε ίχνος τους θα εύρισκαν κάποια μελλοντική ημέρα.

Η Ελίζα όμως με απίστευτη ψυχραιμία κατάφερε να σωθεί όχι μόνον το πλήρωμα αλλά και το λατρεμένο της σκαρί που πάνω του είχε επενδύσει πολλά. Με εκπληκτική δεξιοτεχνία κατάφερνε σαν να ήταν ένα skate board να ακολουθεί την φορά των κυμάτων μέχρι που μια στιγμή με έναν απίστευτο ελιγμό το καραβάκι ξεγέλασε το θεριό που ορμούσε να τους καταπιεί και βρέθηκε σε έναν απάνεμο ορμίσκο που θαρρείς και ήταν Θεόσταλτος. Είχαν οι πάντες σωθεί.

Ο μικρός εγγονός όλη αυτή την ώρα του χαλασμού είχε την αίσθηση ότι να όπου να’ ναι θα εμφανιζόταν η ΓΟΡΓΌΝΑ να τους ρωτήσει θυμωμένα αν ο ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο αδερφός της ζει, προεξοφλώντας αρνητική απάντηση για να δικαιολογήσει το χαμό τους.

Μα με γοργόνα ή χωρίς, το θέμα είναι ότι η καπετάνισσα τους έσωσε. Βέβαια στο κότερο δεν έμεινε ποτήρι για ποτήρι και πιάτο για πιάτο γερό και ζημιές στο πλεούμενο αρκετές από αυτές όμως που επιδέχονται γιατρειάς. Έταξαν λαμπάδες στον Αι Νικόλα.

Τι τα θέλεις . Είτε Άι Νικόλα τον λένε τον θεό της θάλασσας, είτε Ποσειδώνα, εκείνη δεν χαμπαριάζει έτσι και την πιάσουν οι θυμοί. Και αν θέλει να σωθείς αυτό θα γίνει, αλλιώς!!!…

«Τι τα θέλετε φίλοι μου οι μεγάλες φουρτούνες θέλουν μεγάλα πλοία. Στο εξής ας μας λείπουν τα μακρινά ταξίδια σε ακατάλληλες εποχές. Δεύτερη ευκαιρία δεν θα μας δώσει η φίλη μας. Το μήνυμά της το πήρα όχι υπερβολές στην ηλικία μας έτσι Μίλτο μου;

Από αύριο μας περιμένει πολλή δουλειά με την καημένη μου την ‘’ΕΛΠΙΔΑ.’’ Τραυματισμένη είναι, αλλά όχι βαριά. Σηκώνουμε λοιπόν μανίκια απαξάπαντες. Σαν πολύ αλάτι δεν έχει ετούτη η περιοχή ή μού φαίνεται;» είπε σκασμένη στα γέλια και βρεγμένη μέχρι το κόκαλο.

«Μίλτο κοιμάσαι;»

«Όχι. Γιατί;»

«Φτηνά τη γλυτώσαμε άντρα μου δεν νομίζεις;»

«Περιμένεις να διαφωνήσω; Πώς το λέει η παροιμία να δεις; ‘’Σαν σ’ αρέσει μπάρμπα Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άντρο’’ αυτό πώς και σου διέφυγε τολμηρή μου καπετάνισσα; Το ήξερες βέβαια, αλλά τώρα εμπέδωσες το τι είναι ΚΥΚΛΑΔΕΣ. Μα τέλος καλό όλα καλά. Όμως για να επιτρέψει η κόρη μας να ξανά μπαρκάρει ο εγγονός μας με την ΕΛΠΙΔΑ χλωμό το βλέπω.

 Ελίζα τι λες;

Ελίζαααα τι λεεεεες;»

Μα η Ελίζα κοιμόταν ήδη στην αγκαλιά του Μίλτου τρισευτυχισμένη. Ακόμη και μετά τον θανάσιμο κίνδυνο που πέρασαν, δεν θα άλλαζε το καραβάκι της ούτε με τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ.

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη