«Το γλυκό  της μαμάς», γράφει η Μαρία Πανούτσου

Είχαμε περίπου την ιδία ημερομηνία γέννησης, τον ίδιο μήνα,  την ίδια εποχή, έτσι  με τα δικά μου γενέθλια  γιορτάζω και τα δικά της. Κάθε  χρόνο κάτι νέο  ανακαλύπτω  για μένα και για εκείνη. Σ’ αυτά  τα γενέθλια  θυμήθηκα την διαδικασία των γλυκών που πάντα  υπήρχαν στο σπίτι φτιαγμένα από  εκείνη.

Η μυρωδιά της  ψημένης  κανέλας, της  σοκολάτας,  της βανίλιας,  του πορτοκαλιού, του γαρίφαλου και η γεύση του υλικού  πριν ψηθεί,  όταν με το δάχτυλο καθάριζα το βάζο που πάντα μου άφηνε  μπόλικο,  ξέροντας πόσο αυτό το άψητο υλικό,  μου  άρεσε και με  ερέθιζε για   σκέψεις και δράσεις και με έκανε λαλίστατη  επιτέλους, μια και  εγώ δεν μιλούσα πολύ  όταν ήμουν παιδί.

Το  γλυκό της  εβδομάδας ήταν  ένα ταψί με γλυκό  σιροπιαστό, πιο τακτικά γαλακτομπούρεκο ή δυο κέικ  αφράτα πορτοκάλι ή  κανέλα ή  σοκολάτα.  Το  γλυκό  αυτό ήταν για το σπίτι αλλά και για τους ξένους  που μπορούσαν να έρθουν. Βέβαια, αν γνώριζε η μητέρα μου την  έλευση συγγενών ή  φίλων της οικογένειας, το γλυκό μπορούσε να  έχει παραλλαγές. Ήμουν πολύ  γλυκατζού μικρή  και μια και ήμουν  πολύ αδύνατη και δεν έτρωγα και όλα τα φαγητά,  το γλυκό μου το επέτρεπαν  σε κάθε περίσταση. Παρακαλούσα να χαλάσει το γλυκό  της εβδομάδας -να μην είναι, δηλαδή,  τόσο πετυχημένο όσο το ήθελε η μητέρα μου- και τότε το γλυκό προοριζόταν  για τα μέλη της οικογένειας μόνο.

Η Μητέρα μου  έπινε  τον καφέ  συχνά με την γιαγιά μου  που έρχονταν  στο σπίτι  -έμενε κοντά μας- αλλά  δεν  έτρωγε γλυκό γιατί   πρόσεχε  τα κιλά της. Και  η γιαγιά μου   τα  απέφευγε. Αυτές τις ώρες δεν τις ήξερα  γιατί βρισκόμουν στο σχολειό συνήθως. Μου  τις διηγιόταν η μητέρα μου.  «Είπαμε με την γιαγιά αυτά και αυτά»  και  σχολιάζαμε.  Η μητέρα μου δεν μιλούσε πολύ  και κυρίως μιλούσε για πρακτικά θέματα και στην παιδική μου ηλικία και  όταν πια είχα  κάνει και εγώ τη δική μου οικογένεια. Μέσα από τη σιωπή της, τις επιλογές της στη ζωή,  τις κινήσεις της, το ντύσιμό της,  τη μάθαινα. Πολύ κοντά μου και πολύ μακριά μου. Ο αδελφός μου ήρθε πολύ αργότερα, έτσι  ήμασταν πολύ μόνες μαζί, αφού ο  πατέρας μου ταξίδευε πολύ συχνά.

Η μητέρα  είναι το πρόσωπο το πιο κοντινό, μαζί  με αυτό του πατέρα. Είναι  το πρώτο ζευγάρι,   η πρώτη δυάδα, η πρώτη γυναίκα και ο πρώτος άνδρας της ζωή μας… Τη θυμάμαι  σε πολλές   ιστορίες της  παιδική  και εφηβικής μου  ηλικίας. Και εγώ και ο αδελφός μου ήρθαμε στη ζωή της στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Οριακές στιγμές   για εκείνη και επιλογές δύσκολες. Τις έμαθα  πολύ αργότερα τις  στιγμές αυτές που τη σημάδεψαν και με σημάδεψαν. Καθώς  ο χρόνος περνάει,  έρχονται στιγμές που  είμαι εκείνη και  όχι εγώ. Που μιλάω με τη φωνή της, κάνω τις  κινήσεις της, φοράω τα ρούχα μου με τον τρόπο που τα φορούσε εκείνη. Όχι βέβαια,  δεν έχουμε τις  ίδιες επιλογές αλλά πολλές  ιδέες, γεύσεις, αισθητικές, αισθήσεις,  ήχοι,  ακούσματα… Ναι,  είναι  μια σχέση  πολύ ιδιόμορφη  η σχέση μου με τη μητέρα μου  και λέω είναι γιατί δεν ανήκει στο παρελθόν  αλλά το παρόν, στο κάθε παρόν που βιώνω.

Εικόνες αστείρευτης πηγής  έμπνευσης  μαζί της. Θυμάμαι  την  πιο τρυφερή. Θα πρέπει να ήμουν στο δημοτικό. Δευτέρα δημοτικού. Να ήταν Δευτέρα ή  Τετάρτη, πάντως καθημερινή  γιατί είχα σχολείο. Ακούγαμε  το θέατρο στο ραδιόφωνο, που ήταν οι  εκπομπές αυτές και οι πρώτες εκπαιδευτικές μου σχέσεις με το θέατρο. Για να φάω  είχαμε πάντα τηγανιτές πατάτες  στο τραπέζι,  που συνόδευαν ό,τι άλλο φαγητό  είχαμε μια και με το ζόρι  έτρωγα στην ηλικία αυτή. Έτσι αυτά  τα χειμωνιάτικα βράδια  με το  ραδιόφωνο   και το ζεστό φαγητό,   οι δυο μας  συγκεντρωμένες σε ό,τι ακούγαμε, σε ό,τι γευόμασταν,  σε ό,τι  οσφραινόμασταν και  στη θαλπωρή της  σχέσης μας, έρχονται και ξανάρχονται  στη θύμησή μου.  Η μητέρα μου  σίγουρα θα είχε και άλλα στο μυαλό της να την τριβελίζουν  κάτω από την πειθαρχημένη της  όψη. Την απουσία  του  άνδρα της. Ήμουν  ο καρπός του ερωτά της και αυτό την παρηγορούσε. Παραθέτω  ένα μικρό απόσπασμα από ένα αφήγημα που  βρίσκεται σε εξέλιξη και μου δείχνει   και εμένα   την αντιδραστική  θέση που πήρα  απέναντι της,   αργότερα στα χρόνια της νεανικής μου διαδρομής. Πολύ  πολύ  αργότερα όμως, όλα άλλαξαν βέβαια  και πάλι.

[…]Υπήρξε. Αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Εγώ ήμουν το  παιδί της. Η κόρη της ήμουν. Φουσκοθαλασσιά μέσα μου. Τη βλέπω όπως ήταν μέσα στην αρρώστια της και λίγο πριν.

Ή μάλλον  τη βλέπω πάντα όπως ήταν. Μελαγχολική, επιφυλακτική, με όλα  τα συναισθήματά της, σε μια πειθαρχία  συγκράτησης. Τρυφερή και κλειστή. Μια μεγάλη τρανή απουσία. Ένας άυλος πόνος, μια δύσκολη στιγμή.

Πώς  την άντεξα μικρή όταν ήμουν; Πώς κατόρθωσα να επιβιώσω από την αγάπη της;  Πώς κατόρθωσα  να αγαπήσω άλλα πράγματα, τον εαυτόν μου, τη δουλειά μου τους άνδρες…  Αναρωτιέμαι τώρα. Νοιώθω την έλλειψή της τώρα που έφυγε, ένα κενό χωρίς να είναι κενό.

Κράτησε και ζωγράφισε την ιστορία της όπως την ήθελε. Ένας καβαλάρης έπρεπε να   την πάρει με τη βία και να την φέρει μέσα στη ζωή. Μέσα στα πράγματα που ποθούσε  να κάνει και δεν τα έκανε.

Μου θύμιζε την Αντιγόνη και  ως Αντιγόνη αγάπησε την οικογένεια της πιότερο από κάθε άλλο όνειρο. Τον πονεμένο,  τον τραυματισμένο κόσμο της οικογένειας. Οι άλλοι μπορούσαν  να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς να θυμούνται, εκείνη όχι,  δεν μπορούσε να ξεχάσει  τον πόνο.[…]

 

Αθήνα,  16 /11/2018

 


[Copyright ©  Μαρία  Σκουλαρίκου-Πανούτσου]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη