«Τι να θυμηθώ», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Ο παραδοσιακός καφενές του κυρ Μιχάλη του Βολαστού στο κέντρο της Χώρας,  κληρονομιά πάππου προς πάππου, μετράει στα χέρια του σαράντα ολόκληρα χρόνια. Βρίσκεται κάτω απ’ το επιβλητικό κάστρο, στη βόρεια πλευρά του λιμανιού και σφύζει από κόσμο τα καλοκαίρια σαν ξεφορτώνουνε τα καράβια ταξιδιώτες. Είναι κοντά έναν αιώνα το αγαπημένο στέκι των ντόπιων μα και σταθμός ανάπαυσης για τους ταξιδιώτες, όπου μπορούνε να απολαύσουνε τα καλύτερα γλυκά του κουταλιού, τη παραδοσιακή μαστίχα σε υποβρύχιο, τη σούμα τους με μεζεδάκια. Οι τοίχοι του είναι στολισμένοι με παλιές φωτογραφίες του τόπου και παλιά μουσικά όργανα που διηγούνται το παρελθόν και δίνουνε στους ξένους μια γεύση της νησιώτικης ζωής. Η ξυλόσομπα που δεσπόζει στη μέση τού καφενέ μαζεύει γύρω της τους θαμώνες το χειμώνα που στήνουνε κουβέντες για πολιτικά ή ξεθάβουνε απ’ τη μνήμη τους παλιές ιστορίες απ’ τα μακρινά ναυτικά τους μπάρκα. Η ευωδιά απ’ τις γλάστρες των βασιλικών στους ντενεκέδες της πλακόστρωτης αυλής συνοδεύει τα καφεδάκια τους και τους βοηθάει να χαλαρώνουνε και να ξεχνούνε για λίγο τα βάσανά τους.

‘’Μη πετάει φτερό στο πέλαγο και μαντάτο απ’ την Αθήνα

 τι να θυμηθώ απ’ τα μάτια σου που ’χω να τα δω ένα μήνα…’’

‘’Βρε ίντα κάμνεις; Ξαναμπίρντα; Εν σου ‘πα να βάνεις το μπρίκι να ‘τοιμάσεις τους καφέδες; Πάλι ξεβγοδώνεις την ώρα σου μ’ ευτό το μαραφέτι; Α το πάρω μια μέρα ευτό το διάολο κρυφά και α σου το κάμω κομμάτια. Ίντα καημός σε τρώει βρε, κι όλο με το τραγούδι τη περνάς ολημερίς; Κουνήσου κακομοίρη μου να προλάβουμε τους πελάτες. Εν α ξανάρθουνε βρε ακαμάτη άμα δεν τους περιποιούμαστε. Και μη τα ξετρουλώνεις τα ποτήρια με τα νερά, α σου χυθούνε…’’

Έβαλε τη φωνή ο κυρ Μιχάλης στο γιο του, σα τον έπιασε η ματιά του να κάθεται πίσω απ’ το τεζιάκι και ν’ ακούει τραγούδια  στο κινητό του. Εδώ κι ένα μήνα ο μικρός όλο αχ και βαχ ήτανε. Όλο τραγούδια άκουγε κι όλο αναστέναζε. Κάποια σουσουράδα τον έχει ξελογιάσει, συλλογιότανε σκοτισμένος ο γονιός του και δεν ήξερε με ποιο τρόπο να τον χειριστεί για να τον κάμει καλά. Όλο τον απόπαιρνε μπας και τον ξεκουνήσει να κάμει καμιά δουλειά στον καφενέ. Είχε σηκώσει παντιέρα ο γιος του από εκείνη τη μέρα που φανήκανε εκείνες οι σουρλουλούδες απ’ την Αθήνα. Δυο βδομάδες δε πατούσε στον καφενέ, όλο στις στράτες γυρνοβόλαγε. Μα τώρα που φύγανε, είχε σκοπό ο κύρης του να τον συμμορφώσει και να τον βάνει ξανά στη σειρά του.

‘’Ωχου… Άσε με πατέρα κι εσύ, έτοιμους τους έχω τους καφέδες. Εν τους βλέπεις; Τώρα ‘τοιμάζω και τα νερά. Εν μ’ εμποδίζουν τα τραγούδια…’’ Του απάντησε συγχυσμένος ο γιος απ’ τις φωνές του κι έβγανε τα ποτήρια για να ετοιμάσει  τα νερά στο δίσκο με τους καφέδες.

Ο κύρης του εκούνησε το κεφάλι του ξεφυσώντας πλανταγμένος και συνέχισε να σφουγγίζει ένα τραπέζι όπου καθίσανε δυο ντόπιοι γνωστοί του και του πιάσανε κουβέντα. Αφού του ζητήσανε να τους φέρει τη σούμα τους και κάνα μεζεδάκι, τον ρωτήσανε γιατί τσακώνεται πάλι με τον μικρό. Κι ο κυρ Μιχάλης εβρήκε αφορμή να βγάνει από μέσα του τη στεναχώρια που του έτρωγε τόσες μέρες τα σωθικά.

‘’Εν τον εβλέπετε μωρέ που κάμνει μια ώρα να κουνήσει τα ποδάρια του; Πώς να του μπιστευτώ τον καφενέ μου τ’ ανεπρόκοπου; Αύριο μεταύριο που α κλείσω τα μάτια μου α πα στράφι το μαγαζί μου στα χέρια του. Τον καλύτερο καφενέ της Χώρας α κληρονομήσει αφ’ το γονιό του και εν του καίεται καρφί. Οληνώρα με το μαραφέτι του παλεύει. Για ευτό εβουρλίζομαι. Ίντα να κάμω που εν ημπορώ να τον ξεκουνήσω; Ολημερίς μονάχος μου βολοδέρνομαι εδά μέσα αφ’ το λιόβγαρμα…’’ γκρίνιαξε μέσα απ’ τα δόντια του και τους άφησε αναστενάζοντας βαριά να πάει να ετοιμάσει τη παραγγελιά τους.

‘’Στ’ άγρια σοκάκια της ψυχής ψάχνω μα δε σ’ ανταμώνω

Α να κοιμηθώ να σ’ ονειρευτώ που με ξέχασες και λιώνω…’’

Σιγοτραγούδησε ο Ηλίας καθώς απογέμιζε με τη κανάτα τα ποτήρια στο δίσκο.

‘’Ίντα να κοιμηθείς μωρέ όπου ολημερίς κοιμάσαι όρτιος; Γειάντα την έβαλες τα πίκουπα τη κανάτα; Εν βλέπεις ίντα κάμνεις; Εν μας φτάνουν τα κεσέτια μας, έχουμεν και τις αγάπες τρομάρα μας να βγάνουμεν πέρα. Ποιάν σ’ εξέχασε μωρέ κι εβαλαντώνεις; Κουνήσου, περιμένουνε τους καφέδες τους οι ανθρώποι. Βάνε και κάνα λουκούμι να τους κεράσεις, πάλι τα ξέχασες… ’’ τον τσίγκλισε ξανά ο κύρης του νευριασμένος, σαν πλησίασε σιμά του.

‘’Ποια κεσέτια μας μωρέ πατέρα; Γιομάτος είν’ ο καφενές κάθε μέρα. Να με τρελάνεις γυρεύεις με την γκρίνια σου;’’ Τ’ απάντησε άκεφα ο Ηλίας.

‘’Τους χειμώνες βρε εν έχουμε κεσέτια; Άμα εν κουνηθούμε τώρα, το χειμώνα α μας κόψει λόρδα. Με τους παράδες τού καφενέ εγίνηκες σκορπαλευράς και εγύρναγες τις σουρλουλούδες στα πανηγύρια… Το εξέχασες;

Ο Ηλίας δεν του αποκρίθηκε. Πήρε το δίσκο που ετοίμασε πίσω απ’ το τεζιάκι  κι ετράβηξε να πάει τους καφέδες που του παραγγείλανε. Το γνωρίζει πως ο πατέρας του είναι αψύς και δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Δε του φτάνει ο καημός του, έχει κι αυτόν να μουρμουρίζει συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι του. Αυτός φταίει που ξέμεινε στο νησί και δεν εμπάρκαρε σε κάνα καράβι τότες, που εφύγανε όλοι οι φίλοι του. Με τον κύρη του δε τα επήγαινε ποτές καλά, όλο τον εζόριζε. Αλλά, έχει χάρη που, λυπότανε τη μάνα του που θα πλάνταζε αν παρατούσε τον καφενέ τους σε χέρια ξένου.

Η αλήθεια, όμως, είναι πως κι αυτός το πονάει το μαγαζάκι τους. Εκεί μέσα μεγάλωσε. Εκεί περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας του από παιδί. Σαν σχολούσε απ’ το σχολειό του, εκεί μέσα έτρεχε με λαχτάρα κι όχι στο στο σπιτικό τους. Φορούσε μια άσπρη ποδιά, που του ’χε ράψει η μάνα του με τσέπες, για να βοηθήσει τον κύρη του σ’ ό,τι του ζητούσε. Άμα περπατούσε ντιντινίζανε τα κέρματα μες στη ποδιά του, αυτά που του δίνανε οι θαμώνες για να τον φχαριστήσουνε, και γελούσανε ως και τ’ αυτιά του απ’ τη χαρά, σαν έφτανε η ώρα να τα μετρήσει στο τέλος της μέρας. Από παιδάκι ακόμα τρελαινότανε να στήνει αυτί και να ακούει τις ιστορίες των γέρων καραβοκοίρηδων απ’ τα μπάρκα τους σ’ όλη την οικουμένη. Κι ονειρευότανε κάποια μέρα να μπαρκάρει κι αυτός, να σεργιανίσει το ντουνιά, να γνωρίσει από κοντά αυτά τα μέρη τα ξωτικά που περιγράφανε οι γέροι ναυτικοί με νοσταλγία και αγάπη.

‘’Άιντε κουνήσου βρε ακαμάτη, πήαινε να σφουγγίσεις τη σταμένια μ’ ένα πανί. Τόσες μέρες μένει ασκούπιστη. Εν ημπορούν οι ανθρώποι να ιδούν τι γίνεται όξω. Γειάντα εν σαλαγιάζεις μια στάλα μ’ ευτό το μαραφέτι; Σύρε να ποτίσεις και τους βασιλικούς που εγείρανε το κεφάλι αφ’ τη δίψα. Εν τους είδες μπροστά σου που εβγήκες;’’

Ο Ηλίας δεν του ’δωσε σημασία. Σήμερα δεν έχει όρεξη για τσακωμούς. Έχει πάλι τις μαύρες του. Ούτε ένα μήνυμα δεν ήρθε στο κινητό του εδώ και μια βδομάδα. Δεν έχει όρεξη μήτε για δουλειά, μα τι να κάμει, που έχει όλη μέρα τον πατέρα του να τον παίρνει από πίσω και να τον ψέλνει. Μια βδομάδα τώρα δε μπορεί να κλείσει μάτι τα βράδια, μήτε να φάει, μήτε να πιει, τίποτα. Δε βρίσκει ησυχία πουθενά, αφού τον εξέχασε η κοπελιά του και δε του στέλνει ούτε ένα μήνυμα. Και πλαντάζει απ’ τη στεναχώρια του που δε μπορεί να εξηγήσει το φέρσιμό της.

Αυτή, φεύγοντας απ’ το νησί, του υποσχέθηκε πως θα του γράφει μήνυμα κάθε μέρα και πως, αν τα καταφέρει και πάρει πάλι άδεια απ’ τη δουλειά της, θα ξανάρθει στα τέλη του Σεπτέμβρη. Και τις πρώτες μέρες, του έστελνε συνέχεια μηνύματα και του έλεγε πόσο πολύ τον σκέφτεται και πόσο καλά πέρασε στις διακοπές μαζί του. Κι αυτός της έγραφε πως δε φεύγει απ’ το μυαλό του η μορφή της και πως την αγαπάει και την περιμένει να ξανάρθει, όπως του υποσχέθηκε, διαφορετικά, άμα δεν της δώσουνε την άδεια, να κανονίσει αυτός να κατέβει στην Αθήνα για λίγες μέρες.

Πέντε μηνύματα της έχει στείλει απ’ το πρωί κι ούτε μιαν απόκριση δεν έλαβε. Ο λογισμός του όλο σε κείνη πετάει και στις μέρες που περάσανε μαζί σαν γνωριστήκανε. Σα νεράιδα του εφάνηκε, μόλις την πρωτοείδε, που επρόβαλλε στον τόπο του και σκόρπισε το φως με την ομορφάδα της. Έδωνα, σ’ ετούτο το τραπέζι όπου σφουγγίζει τώρα την απάντησε για πρώτη φορά. Ήρθανε μια παρέα κοπελιές να επιούνε τον πρωινό καφέ τους, σαν κατεβήκανε στο νησί απ’ το βαπόρι και του γυρέψανε να τις βοηθήσει να βρούνε κάνα δωμάτιο καλό. Αμέσως ο Ηλίας πέταξε την ποδιά του κι έτρεξε πρόθυμα στη θεια του την Αγγελική, που ‘χε δωμάτια μπροστά στη θάλασσα, να τις εξυπηρετήσει. Για να μη χάσει τη νεράιδα του και να τη ματαδεί πιο εύκολα όταν θελήσει.

Ευτυχώς, έβαλε ο Θεός το χέρι του κι εμπόρεσε η θεια του να τις βολέψει σε δυο δωμάτια που της ακυρωθήκανε κι είχε πλαντάξει απ’ το κακό της. Οι κοπελιές χαρήκανε πολύ σαν τους το ‘πε και βαλθήκανε να τον ευχαριστούνε με τη σειρά όλες. Εκείνη, μάλιστα, του άπλωσε πρώτη το χέρι και του συστήθηκε. ‘’Σ’ ευχαριστούμε πολύ. Πώς είναι τ’ όνομά σου; Εμένα με λένε Ειρήνη‘’, του είπε με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλια. ‘’Εμένα με λένε Ηλία…’’τραύλισε ντροπαλά αυτός κι ένιωσε ένα φτερούγισμα χαράς στο στήθος του σαν έσφιξε το χέρι της μες στο δικό του.

Από εκείνη τη μέρα γίνανε αχώριστοι με το Ρηνιώ του. Έτσι την εφώναζε χαϊδευτικά κι αυτής της άρεσε κι όλο γελούσε με τη νησιώτικη προφορά του. Όλο του γύρευε να της λέει ιστορίες απ’ τον τόπο του. Και κάθε πρωί, θυμάται, πως  η πρώτη του έγνοια ήτανε να της κόψει σπαθινάκια απ’ τον μπαξέ της μάνας του για να της τα χαρίσει. Δυο βδομάδες που μείνανε στο νησί και πού δεν τις γύρισε ο Ηλίας. Στις καλύτερες παραλίες της Χίου τις σεργιάνισε, με το αυτοκίνητο που του εδώρισε ο κύρης του πέρσι το καλοκαίρι, σαν έκλεισε τα εικοσιπέντε του.

Από την Αγία Δύναμη ξεκινήσανε την πρώτη μέρα, με τα βράχια και τη λευκή άμμο, τη δεύτερη τις επήγε στην Κώμη με τα γαλάζια νερά κι ύστερις περπατήσανε στα στενά σοκάκια της Καλαμωτής. Την τρίτη μέρα επήγανε στην Αγία Μαρκέλα να προσκυνήσουνε στο μοναστήρι κι εμείνανε στο πανηγυράκι της, ίσαμε αργά το βράδυ. Την τέταρτη κινήσανε για το Ναγό με τα πλατάνια και τα πολύχρωμα βότσαλα, να φχαριστηθούνε οι κοπελιές το μπάνιο τους. Την επομένη φτάσανε στα Μαύρα Βόλια, πιο πέρα απ΄το Πυργί, ν’ απολαύσουνε τα παγωμένα κρυστάλλινα νερά της με τα ολόμαυρα βότσαλα, και την παράλλη, τραβήξανε για την Ελίντα με το ψιλό λευκό βοτσαλάκι και τα ονειρικά γαλαζοπράσινα νερά. Φεύγοντας, περάσανε κι απ’ το Γιόσωνα να δούνε το φαράγγι και να απολαύσουνε το ηλιοβασίλεμα το δείλι. Μέχρι και στα Βρουλίδια επήγανε για να θαυμάσουνε οι κοπελιές τον Πύργο των Δοτιών που φτιάξανε παλιά οι Γενοβέζοι. Την τελευταία μέρα επήγανε και στο πανηγύρι της Παναγιάς της Αμανής, ν’ ανάψουνε το κεράκι τους και να αγναντέψουνε το επιβλητικό Πελινναίο που δέσποζε με την άγρια ομορφιά του.

Το φχαριστήθηκε κι ο Ηλίας με την ψυχή του.  Άλλο δεν ήθελε απ’ το να είναι πλάι στο Ρηνιώ του και να του κάμνει τα χατίρια. Όσο εκαθίσανε στον τόπο του οι κοπελιές, δε μάζευε το νου του για δουλειά. Μονάχα όταν αυτές κοιμόντουσαν τα πρωινά μέχρι αργά, επήγαινε να βοηθήσει τον πατέρα του, μα αυτός όλο τον απόπαιρνε για την ανεμελιά του και του εφώναζε να λογικευτεί.

‘’Πόσο σε ζηλεύω Ηλία που ζεις εδώ πέρα. Είναι πανέμορφος ο τόπος σου. Ξαλαφρώνει η ψυχή σου…‘’ του έλεγε το Ρηνιώ του με τη μελιστάλαχτη λαλιά της την τελευταία μέρα. ‘’Να ’ρτεις εδώ τότε κι εσύ, να ζήσεις κοντά μου, α παντρευτούμε άμα θες κι α κάνουμε προκοπή με τον καφενέ μας. Και μη σε μέλλει τίποτις, εγώ α δουλεύω κι εσύ α κάθεσαι να μεγαλώνεις τα παιδιά μας. Κορόνα στο κεφάλι μου α σ’ έχω… ‘’ της έλεγε κι αυτός με βαριά καρδιά απ’ τη στεναχώρια του,  που θα του έφευγε την άλλη μέρα.

‘’Ούτε που σαλεύει το νερό ούτε μου μιλούν οι γλάροι

Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα ’ρθεις πριν να σβήσουνε οι φάροι.’’

‘’Εεεε, εν εννογάς που σου μιλά ο κύρης σου μωρέ; Όλο σκορπάει ο νους σου.  Εσάλεψες βρε ουριαμπέ; Εμιλούν οι γλάροι; Ίντα κουτουράδες είναι ευτές που ακούς; Άμε τους φάρους και τους γλάρους στην ησυχία τους βρε κι εσήκω να παστρέψεις όξω τα τραπέζια. Ποιανε ανημένεις μωρέ κι εβαριαναστενάζεις; Η Αννέτα εγύρισε, γειάντα εν επήες να την ιδείς; Εν πιστεύω να ’χεις βάνει κατά νου καμία σουσουράδα Αθηναία, να ’χουμε ντράβαλα; Πρόσεχε κακομοίρη μου. Σου το ’χω ματαπεί. Παπούτσι αφ’ τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο, λέανε οι παππούδες μας. Εννογάς ίντα πα να πει εύτη η παροιμία; Η Αννέτα μωρέ είναι φαντίνα τώρα και τη γλυκοκοιτάς από κοπελουδάκι, γειάντα  την ελησμόνησες;’’ Του φώναξε ο πατέρας του από μακριά καθώς τον είδε να κάθεται σ’ ένα τραπέζι σαν ονειροπαρμένος.

Ο Ηλίας σαν  τον άκουσε να του μιλάει ξανά για την Αννέτα,  πιότερο ενευρίασε. Η μορφή της είχε πια ξεθωριάσει στο μυαλό του, από τότε που έφυγε κι αυτή για τις σπουδές της στην Αθήνα. Κι ας της είχε τάξει πως θα την παντέχει να γυρίσει. Τι να κάμει; ‘’Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται’’ το λέει κι η παροιμία, έλεγε στον εαυτό του, σαν γύρευε να απαλλαγεί από τις τύψεις που του τριβέλιζαν τη σκέψη όταν πετούσε στην Αννέτα. Το Ρηνιώ κατάφερε να τον μαγέψει και να σβήσει απ’ τη μνήμη του την πρώτη του αγάπη και τις τόσες υποσχέσεις που δώσανε ο ένας στον άλλον, όταν εκείνη εμίσεψε μακριά απ’ τον τόπο τους.

‘’Ωχου άσε με πατέρα, μ’ εζάλισες… Όλο με προπαίρνεις. Πολύ πίζουλος είσαι. Εν αντέχω άλλο τη μουρμούρα σου. Α σηκωθώ να φύω, εύτο θες; Ίντα μ’ επέρασες; Κάναν αναμικιώρη; Είμαι ικανός να βρω μονάχος μου το ταίρι μου. Ίντα βουρλίζεσαι  συνέχεια;‘’

‘’Ίντα ’πες μωρέ; Α σου δώκω καμιά αξανάστροφη να ιδείς εσύ. Γειάντα ’σαι τόσο απλάκωτο και εν επήρες αφ’ τον κύρη σου μια στάλα; Εγυρίζουνε λόγο στους γονιούς τα κοπέλια; Εν ντρέπεσαι; Σ’ εξελόγιασε η σουρλουλού η Αθηναία κι έχασες τα λοϊκά σου; Ίντα θαρρείς μωρέ πως γυρεύγει εύτη; Τόσο ούργιος είσαι πανάθεμά σε; Εύτη μωρέ ήρτε να επεράσει καλά την ώρα της έδωνα το καλοκαίρι κι ύστερις σαν επάτησε το πόδι της στη πόλη σ’ εξέγραψε αφ’ το νου της. Άιντε μη μανιάσω καμιάν ώρα και εβρείς τον περάντη περασμένο στην πόρτα κάνα βράδυ μ’ ετούτα που μου κάμνεις…’’ του σφύριξε συγχυσμένος ο πατέρας του, αλλά συνέχισε αλλάζοντας κουβέντα, μπας και καταφέρει να μερώσει το θυμό του.

‘’ Άμε να πα στη μάνα σου τον ταμπουρά που μας έφερε πεσκέσι ο θειος σου ο Παντελής.  Έδεκει τον έχω, πίσω αφ’ το τεζιάκι… Ωχονούς κάμε, την παντέχει. Ίντα να προκάμω κι εγώ ο έρμος; ’’

Ο Ηλίας έχωσε το κινητό στη τσέπη και σίμωσε ανόρεχτα στο τεζιάκι να πάρει την κολοκύθα. Κάλλιο το ‘χει να κάμει το θέλημά του, ίσαμε να του περάσει ο θυμός.  Επήρε την κολοκύθα αγκαλιά κι επροχώρησε στην πορτοσιά να πάρει τη στράτα για το σπιτικό τους.

‘’Μη πετάει φτερό στο πέλαγο και μαντάτο απ’ την Αθήνα

Τι να θυμηθώ απ’ τα μάτια σου, που ’χω να τα δω ένα μήνα…’’

Έπιασε ξανά να μουρμουρίζει το σκοπό του τραγουδιού απ’ την αρχή. Σαν πέρασε την πορτοσιά κι εβγήκε στη πλακόστρωτη αυλή, η γλυκιά λαλιά ενός κοριτσιού όπου εστεκότανε εμπρός του τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του που  φτερουγίσανε πάλι κοντά στο Ρηνιώ.

‘’Γειά σου Ηλία. Ωραίο τραγούδι… Μήπως είναι για μένα;’’ Τον ρώτησε γελαστή η Αννέτα.

Ο Ηλίας στήλωσε το βλέμμα του απάνω της σαν χαμένος κι απ’ την ταραχή του που την αντίκρισε, ενόμισε πως έχασε τη λαλιά του. Ένα κύμα αγάπης ένιωσε να τον συνεπαίρνει σαν άκουσε ξανά τη γνώριμη φωνούλα της. Του κόπηκε η ανάσα εμπρός στην κορμοστασιά της και πήρε να σαρώνει αργά με τη ματιά του τις αλλαγές που έφερε ο χρόνος στη θωριά της. Είχανε δυο χρόνια κοντά ν’ ανταμωθούνε, συλλογίστηκε καθώς συνέχισε να την χαϊδεύει με το βλέμμα του.

‘’Μα γιατί δε μου μιλάς; Δεν σου είπε ο πατέρας σου πως εγύρισα;  Έχω τρεις μέρες στο νησί κι ακόμα ν’ απαντηθούμε.  Σε πρόσμενα να φανείς απ’ το σπίτι αλλά… ‘’κόμπιασε για λίγο η κοπέλα, κοκκινίζοντας ελαφρά από ντροπή που φανέρωσε τις σκέψεις της και συνέχισε. ‘’Τι τρέχει; Έχεις κάτι μαζί μου μήπως;’’ Τον ρώτησε ανήσυχη απ’ το φέρσιμό του.

Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του Ηλία σαν του γλυκομίλησε η Αννέτα κι ένιωσε ν’ ανοίγουν στην ψυχή του οι ασκοί της νοσταλγίας. Αισθάνθηκε να ξεχειλίζει μέσα του αυτό το γλυκό νιώμα της παιδικής του ψυχής που είχε φυτέψει μέσα του τον πόθο για την πρώτη του αγάπη.

‘’Καλώς όρισες στο νησί Αννέτα…’’ ψέλλισε με κόπο κι έκανε ένα βήμα για να ακουμπήσει την κολοκύθα που τον εβάραινε σ’ ένα απ’ τα τραπέζια της αυλής.

Η καρδιά του συνέχισε να χορεύει στους ρυθμούς της αγάπης και της νοσταλγίας που ξυπνήσανε μέσα του με τον ερχομό της. Βρε μπας κι έχει δίκιο ο γονιός μου που με θέλει νοικοικυρεμένο στον τόπο μας με την Αννέτα; Ετούτη είναι αληθινή ζωγραφιά, λουκούμι σκέτο, συλλογίστηκε θωρώντας την κι αμέσως έλαμψε η ματιά του.

‘’Α φύγεις πάλι, για εγύρισες για πάντα;’’ Τη ρώτησε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που εκδήλωνε τη χαρά του για τον ερχομό της.

‘’Θα μείνω. Τέλειωσα τη σχολή μου και θα κάμω τα χαρτιά μου για να με πάρουνε να διδάξω στο δικό μας σχολειό… ‘’ του εξήγησε η κοπελιά που αναθάρρησε κι εκείνη μόλις τον είδε να τη γλυκοκοιτά, όπως παλιά.

‘’Ωραία, πολύ χαίρομαι για ετούτο…’’ της απάντησε κεφάτα ο Ηλίας. ‘’Α ’ρτεις μαζί μου να πάμε στη μάνα μου την κολοκύθα κι ύστερις να κάμουμε μια βόλτα στο γιαλό;’’ Της πρότεινε χαμογελαστός με το καρδιοχτύπι να συνεχίζει να φτερουγίζει στον κόρφο του.

Η κοπελιά  αποδέχτηκε με χαρά  την πρότασή του κι αμέσως του άπλωσε το χέρι της. Ο Ηλίας άρπαξε την κολοκύθα μονόπλευρα στην αγκαλιά του για να ’χει το άλλο του χέρι λεύτερο και να κρατάει το δικό της.

Ο κύρης του ο Μιχάλης σαν τους επήρε χαμπάρι μέσα απ’ τον καφενέ να μιλούνε οι δυο τους, πήρε να στρίβει τη μουστάκα του φχαριστημένος. Ο γείτονας απ’ τη διπλανή παρέα που ’χε ακούσει λίγο πριν τα παράπονά του για τον γιο του, δεν έχασε καιρό και πετάχτηκε να τον πειράξει. ‘’Ορίστε βρε Μιχάλη που επλάνταξες για τις Αθηναίες. Παπούτσι αφ’ τον τόπο του α πάρει το παιδί…’’ του έκαμε γελώντας καθώς εχάζευε κι αυτός τα δυο παιδιά να ξεμακραίνουν χέρι-χέρι.

‘’Δόξω τω Θεώ! Εν είναι να ’χεις μπιστοσύνη στα νιάτα μωρέ. Σήμερα σ’ αγαπούνε κι αύριο σ’ εξεχνούνε. Είδες τονε τον μπερμπάντη; Σαν αντάμωσε με την παλιά, εξέχασε και τα φτερά όπου πετούνε και τα γλάρια όπου μιλούνε…’’ του αποκρίθηκε γελώντας φχαριστημένος από την τροπή που πήραν τα πράματα με τον γυρισμό της Αννέτας.

‘’Α να κοιμηθώ να σ’ ονειρευτώ… που με ξέχασες και λιώνω…’’ σιγοτραγούδησε στο τέλος κι ο κυρ Μιχάλης το σκοπό που ’χε μάθει αυτές τις μέρες  απ’ τον Ηλία  κι έπιασε να γιομίσει τον κουβά για να ποτίσει τα μαραμένα βασιλικά που εξέχασε πάλι ο  γιος του.


Νησιώτικο γλωσσάρι:

 Ίντα—τι

Ξαναμπίρντα—πάλι απ’ την αρχή

Γειάντα – για ποιο λόγο

Πίκουπα—ανάποδα

Ξεβγοδώνεις—περνάς την ώρα σου

Ακαμάτης—τεμπέλης

Ξετρουλώνεις—γεμίζεις ως απάνω

Τεζιάκι—πάγκος

Βουρλίζομαι—φωνάζω, ουρλιάζω

Βολοδέρνομαι—κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι

Λιόβγαρμα—η ανατολή

Πίκουπα—ανάποδα

Κεσέτια—αναδουλειές

Βαλαντώνεις—στεναχωριέσαι, πλαντάζεις

Σκορπαλευράς—σπάταλος

Σταμένια—τζαμαρία

Σαλαγιάζεις—ηρεμείς,ησυχάζεις

Σάλεψες—χάζεψες, τρελάθηκες

Ουριαμπές—κουτός

Ούργιος—αγαθός

Ταμπουράς—μεγάλη κολοκύθα

Ανημένει—περιμένει

Ντράβαλα—φασαρίες

Φαντίνα—κοπέλα της παντρειάς

Ωχονούς—γρήγορα

Παντέχει—προσμένει

Προπαίρνεις—με παίρνεις από  μπροστά

Πίζουλος—ιδιότροπος

Αναμικιώρης—αυτός που δεν μπορεί να αγαπηθεί ή να αγαπήσει

 Απλάκωτος—άμυαλος

Εδωνά—εδώ

Περάντης—σύρτης

Μερώσει-απαλύνει


Ακούστε το τραγούδι ‘Τι να θυμηθώ’

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη