«Ταινία ‘Trainspotting’, του Ντάνι Μπόιλ», γράφει η Ρόρη Μάτη

Aς γυρίσω σήμερα μια εικοσαετία πίσω. Δεν είναι και εύκολο, όταν έχεις να κάνεις με μια ταινία όπως το Trainsportting, που όταν την πρωτοείδα είχα μείνει βιδωμένη στο κάθισμα.

Δεν πρέπει να την είχα ξαναδεί έκτοτε. Αλλά ήταν από αυτές που θα ήθελα να γράψω.

Είχα την τύχη να τη βρω στο διαδίκτυο σε πολύ καλή κόπια με πολύ καλό χρώμα, ήχο και κυρίως πολύ καλούς ελληνικούς υπότιτλους.

Συμβουλεύτηκα και κάποια κινηματογραφικά sites, κυρίως για την καταγραφή των κύριων συντελεστών της. Και ιδού.

*

Το Trainspotting δεν είναι μια εύκολη ταινία. Υπάρχουν πολλά πράγματα σε αυτή που ενόχλησαν (και ενοχλούν ακόμα), τόσο από άποψη φόρμας όσο και, πολύ περισσότερο, περιεχομένου. Ήταν μια ταινία μαζικής απεύθυνσης, που ο πυρήνας της κινούνταν ενάντια στην μαζικότητα, με τόση επιθετικότητα που κανείς δεν την περίμενε, ίσως ούτε οι δημιουργοί της.

Ωστόσο αυτός ήταν και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ και επέζησε του αρχικού «θαψίματος» και αδιαφορίας που δέχθηκε από πολλούς κριτικούς, που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι μπροστά τους έβλεπαν το προοίμιο και όχι το τέλος μιας γενιάς χαμένης, χωρίς όνειρα και ελπίδες.

Η ιστορία του Trainspotting ξεκινά την δεκαετία του 1980, την  δεκαετία που περιγράφεται στο βιβλίο Trainspotting, από τον Irvine Welsh, έναν Σκωτσέζο συγγραφέα που πέρασε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του συναναστρεφόμενος άτομα που μοιάζουν στους χαρακτήρες των έργων του. Το 1993 συλλέγει κάποιες μικρές ιστορίες που αφορούν μια παρέα τοξικομανών, μικροεγκληματιών και νεαρών χωρίς κανένα σκοπό ή όνειρο για την ζωή και τις εκδίδει υπό τον γενικό τίτλο Trainspotting.

Η ωμότητα, τόσο της γλώσσας όσο και πολύ περισσότερο των πράξεων που περιγράφει ο  Welsh στο έργο του, μαγνητίζουν την προσοχή του κοινού και γρήγορα το βιβλίο αποκτά έναν σκληρό πυρήνα θαυμαστών και μια cult υπόσταση.  Πέρασαν τρία μόλις χρόνια προτού το έργο μεταφερθεί στον κινηματογράφο και γίνει γνωστό πλέον παγκόσμια. Την διασκευή του βιβλίου σε σενάριο ανέλαβε ο John Hodge  και την σκηνοθεσία του  ο  Danny Βoyl.

Το Trainspotting του 1996 είναι μια σκληρή, ακραία μηδενιστική κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής πριν την κρίση, που σε μεγάλο βαθμό συνοψίζει την φιλοσοφία του punk κινήματος της περιόδου, αλλά σε μια πιο «εξευγενισμένη» μορφή. Τα αυστηρά πλαίσια κοινωνικής ζωής και επαφής, το καθορισμένο από πριν μονοπάτι, που επέβαλαν οι  κυρίαρχες κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες  ορίζουν το τι είναι φυσιολογικό, πρέπον και ανεκτό, μπαίνουν στο μικροσκόπιο και μετέπειτα στον κάλαθο των αχρήστων. Για τον «ήρωα» του Trainspotting η κοινωνία και αυτό που του επιτάσσει δεν έχει το παραμικρό νόημα. Ο λόγος; Ποιος χρειάζεται λόγο;

Τα ναρκωτικά είναι στον πυρήνα του film. Ωστόσο η ταινία δεν είναι στην πραγματικότητα για αυτά. Μπορεί η απεικόνιση της ζωής των ναρκομανών να στερείται κάθε μορφής ωραιοποίησης ή στυλ και να μας δίνεται σχεδόν νατουραλιστικά, τα ναρκωτικά είναι όμως το μέσο που επιλέγει η ταινία για να τονίσει την σουρεαλιστική της οπτική. Στο σκληρό βρετανικό cinema, που επηρεάστηκε βαθιά τόσο από τον ρεαλισμό των 60s όσο και τον νέο, σοσιαλιστικό ρεαλισμό , η οπτική του ήρωα και της κάμερας-θεατή χρειάζεται πάντα ένα μέσο υλοποίησης, μια γέφυρα για να περάσει στην πραγματικότητα. Τα ναρκωτικά, λοιπόν, είναι η πύλη για τους εφιάλτες της συντροφιάς, οι οποίοι ζωντανεύουν μπροστά τους, μέχρι να συνειδητοποιήσουν πως ήταν τελικά εκεί από την αρχή. Οι χαρακτήρες τα επιλέγουν ως μια απόπειρα φυγής, στο τέλος όμως γίνονται και αυτά κομμάτι του κόσμου που δεν αντέχουν.

Αυτό φάνηκε με έξοχο τρόπο στον τομέα των ερμηνειών. Όχι μόνο ο νεαρός τότε Ewan McGregor (The Ghost Writer), αλλά και το υπόλοιπο cast κατάφεραν να αποδώσουν αυτήν την τόσο απόλυτη απογοήτευση που κυριαρχούσε τότε, που είναι ίσως μια σπάνια περίπτωση ταινίας όπου δεν υπάρχει κακή ερμηνεία. Η κωμικοτραγική φιγούρα του Ewen Bremner , ο βαθιά ψυχαναλυτικός ρόλος της Kelly Macdonald , ο εκρηκτικός Robert Carlyle , αλλά και όλοι οι άλλοι φέρνουν ένα ξεχωριστό κομμάτι στο ψηφιδωτό της ταινίας. Αποτελούν ταυτόχρονα τους χαρακτήρες και το περιβάλλον της ταινίας, σε μια σπουδαία χρήση του ηθοποιού από τον δημιουργό της ταινίας.

Όσον αφορά την σκηνοθεσία του Boyle, αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί από μία φράση: Φρενήρης ρυθμός. Ο σκηνοθέτης, με κατεξοχήν εκφραστικό του μέσο το μοντάζ και τα κοντινά πλάνα, δημιουργεί έναν κυκεώνα εικόνων,  που στιγμές  μοιάζουν με εφιάλτη. Η καταιγιστική ταχύτητα της αφήγησης και των αλλαγών του θέματος προσδίδουν στην ταινία, εκτός από έναν βιογραφικό χαρακτήρα και μια τεράστια ενέργεια, που αποτελεί το χαρακτηριστικό της γνώρισμα.

Τα διάφορα φίλτρα, οι αδύνατες γωνίες λήψης, που επιλέγει ο πληθωρικός Danny Boyle, συντελούν σε αυτό και ταυτόχρονα κατευθύνουν την ενέργεια πάνω στα θέματα που θέλει να θίξει η ιστορία, όχι πάντα επιτυχημένα.

Ταυτόχρονα, η ταινία στην ολότητά της μηδενιστική, συχνά χρειάζεται κάποια εξωτερική ανάγνωση, ένα μάτι που δεν έχει ακόμα μεθύσει με την καταιγιστική της ενέργεια, για να την βάλει σε κάποιο αφηγηματικό δρόμο.

Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνουν περιστατικά αλλά και χαρακτήρες (που δεν ξεχωρίζουν από το περιβάλλον τους ή μάλλον ταυτίζονται πλήρως με την αστική αισθητική που τους περιβάλλει), που σποραδικά εμφανίζονται και θέτουν τα όρια της αφήγησης, σε μια σειρά ιστοριών που αποτελεί μια σπουδαία απόπειρα,  κοινή συνισταμένη πολλών ταινιών του Boyle. Η ταινία δεν πάει στην πραγματικότητα μπροστά ή πίσω. Στην ουσία της αρνείται την κίνηση συλλήβδην. Παρά τις προτροπές των ορίων που η ίδια θέτει (χαρακτηριστική είναι η φράση «The world is changing, music is changing, drugs are changing, even men and women are changing»), η πορεία που διατηρεί μοιάζει με στρόβιλο: μανιασμένη, βίαιη αλλά κυκλική.

Τελικά, 20 χρόνια αργότερα, τι απομένει σήμερα από το Trainspotting; Χωρίς αυτή είναι μάλλον αμφίβολο αν το κοινωνικό σινεμά θα είχε την επιτυχία που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ενώ σίγουρα πολλοί νέοι δεν θα είχαν γνωρίσει ποτέ τις ταινίες που το επηρέασαν, όπως το Κουρδιστό Πορτοκάλι, το Goodfellas και άπειρες άλλες. Σήμερα το Trainspotting θεωρείται το μεταίχμιο, η ταινία που ισορροπεί μεταξύ pop και artsy cinema και οδηγεί από τον πρώτο στον δεύτερο, αλλά και αντίθετα. Ωστόσο, μένει και κάτι άλλο.

Δύο δεκαετίες αργότερα, η χαμένη γενιά των 80s, μπορεί τελικά να αφομοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, να «επέλεξε» τελικά την ζωή, έδωσε όμως την θέση της σε κάτι ακόμα χειρότερο. Πλέον η νέα χαμένη γενιά δεν έχει καν την ψευδαίσθηση της επιλογής. Δεν της προτάσσεται η «επιλογή» της ζωής, της «καριέρας». Το καπιταλιστικό όνειρο πέθανε και πλέον υπάρχει μονάχα η επιβίωση. Και  ο αγώνας για  πραγματική ζωή. Γιατί, στην τελική, όλα αλλάζουν.

Αναμφίβολα μια από τις ταινίες που αξίζει να την ξαναδεί κανείς.

 

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    16 Οκτωβρίου 2016 at 00:01

    “τα ναρκωτικά είναι όμως το μέσο που επιλέγει η ταινία για να τονίσει την σουρεαλιστική της οπτική”
    Μια αναμφισβήτητα ξεχωριστή ταινία – και η κριτική/σχολιασμός της Ρόρης Μάτη έξοχη όπως πάντα!

    • ΝIKOS PAPAGOERGIOU
      19 Οκτωβρίου 2016 at 04:55

      Δεν θα την αποκαλούσα σουρεαλιστική μα απόλυτα ρεαλιστική ! Βιωματικά σας αναφέρω ότι δεν έκανε τίποτα άλλο απ’το να σας ‘εισάγει’ στον πραγματικό κόσμο των ναρκωτικών κι όχι στη μυθοπλασία του Holywood . Τα δρώμενα στην ταινία είναι μια απλή καθημερινότητα για τους χρήστες στην Αγγλία (Μ.Βρετανία) ,σαφώς υπάρχουν κάποιες διαφορές με τις συνθήκες σ’ άλλες χώρες ,μέσα σ’ αυτές κι η Ελλάδα ! (…)

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη