«Στο τρένο», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Κάθε φορά που έμπαινε στο metro, ή στον παλαιό σιδηρόδρομο του Η.Σ.Α.Π., ήταν αδύνατον να μη φέρει στο μυαλό της, μια από τις αγαπημένες αστυνομικές ιστορίες του σχετικού Ανθολογίου, των Πόε,  Σιμενόν και βεβαίως Άγκαθα, μα και τόσων άλλων αγαπημένων ‘’φίλων της μοναξιάς της’’, όπως τους χαρακτήριζε. Κατά την γνώμη της θείας Λουκίας, αυτό το είδος της Αστυνομικής Λογοτεχνίας ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από τις γλυκανάλατες ερωτικές, ρομαντικές, μυθοπλασίες, μιας τελείως πλαστής πραγματικότητας. Οι αστυνομικές ιστορίες ήταν, αν όχι πραγματικές, τουλάχιστον θα μπορούσαν να είναι πραγματικές και οι συγγραφείς άλλο δεν έκαναν, παρά να τις ανασύρουν από κάποιο αστυνομικό δελτίο ή κάποια εγκληματολογική ανθολογία που κοσμούσε τις βιβλιοθήκες των απανταχού λατρών του είδους.

Η θεία Λουκία, ήταν θα λέγαμε, χαρακτηριστικός τύπος ηρωίδας αστυνομικών κειμένων, τόσο ως προς την εμφάνιση, όσο και από χαρακτήρα, ακόμη και στις προτιμήσεις της όπως προαναφέραμε. Παράλληλα, ήταν και αυτή συγγραφέας τέτοιων κειμένων, με φανατικό αναγνωστικό κοινό, και με ένα fan club που το  στελέχωναν περισσότερο νέοι, παρά ηλικιωμένοι σαν την ίδια.

Έμπαινε λοιπόν στο μετρό, εύρισκε μια από τις αναπαυτικές του θέσεις, (και να μην εύρισκε, κατά κανόνα τής προσφέρονταν), έριχνε μια ερευνητική ματιά ολόγυρα και σημείωνε ’’σκηνές από το έργο της Δευτέρας…’’. Έφτανε μέχρι το τέρμα  της διαδρομής, όπου άλλαζε θέση με μια περισσότερο της αρεσκείας της και συνάμα άλλαζε εντυπώσεις συνεχίζοντας το μίνι ταξιδάκι της τής  επιστροφής.

Σε ένα όμορφο τετράδιο, χειροποίητο καταφανώς, κρατούσε σημειώσεις, προφανώς για το καινούριο μυθιστόρημά της. Υπήρχε καλύτερη ατμόσφαιρα για το είδος γραφής που υπηρετούσε; Σε ένα από αυτά τα μικρά της ταξίδια ‘’τις γοητευτικές μίνι αποδράσεις ‘’όπως τις χαρακτήριζε, συνέγραψε και το μυθιστόρημα που την έκανε  πασίγνωστη σαν συγγραφέα αλλά και σαν φιγούρα, ακόμη και εκτός Ελλάδας. Η θεία Λουκία ήταν πεπεισμένη ότι εκεί  μέσα μια μέρα θα έγραφε το master piece της. Αν μη τι άλλο και μόνο η αυτοπεποίθησή της ήταν άξια θαυμασμού. Λίγοι άνθρωποι την έχουν, χωρίς να επαίρονται και να κομπορρημονούν.

Ήταν ένα αλλόκοτο βροχερό καλοκαιριάτικο πρωινό, (γιατί άραγε οι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών προτιμούν τις βροχερές ημέρες σαν φόντο στις ιστορίες τους;). Το metro,παραδόξως σχεδόν άδειο, ενώ συνήθως τέτοιαν ώρα, έσφυζε από ζωή. Υπήρχε όμως εξήγηση του φαινομένου. Αποβραδίς στις ειδήσεις, είχε ανακοινωθεί μία 24ωρη απεργία θα ελάμβανε χώρα, αρχής γενομένης από τις πρωινές ώρες, η οποία όμως ανεστάλη χωρίς να ενημερωθεί  το επιβατικό κοινό. Ορισμένοι όμως που δεν  είχαν ακούσει ούτε τις ειδήσεις, πήγαν κανονικά  στο metro και να γιατί ήταν οι τυχεροί που δεν ταλαιπωρήθηκαν, μεταξύ αυτών και η θ. Λουκία.

Σε μία από τις πρώτες στάσεις, μπαίνει μια κοπελίτσα θα ‘ταν δε θα ‘ταν είκοσι ετών και σχεδόν κολλητά πάνω της ένας νεαρός γύρω στα τριάντα.

Η κοπέλα του ρίχνει μια απορημένη άγρια ματιά και εκνευρισμένα τον ρωτάει:

«Τι συμβαίνει; Θέλετε κάτι;»

«Α γεια σου. Συμβαίνει κάτι όντως. Ότι μού αρέσεις».

«Ναι, ε; Και για να μας πεις, εσένα όσες σού αρέσουν τις ενοχλείς όπως καλή ώρα ενοχλείς εμένα;»

«Εγώ; Εγώ ΕΝΟΧΛΩ ΕΣΕΝΑ; Και σαν πώς σε ενοχλώ δηλαδή; Σε ακουμπάω;»

«Δεν με ακουμπάς αλλά και δεν είσαι σε διεθνή ύδατα σαν να λέμε. Παραβιάζεις την αιγιαλίτιδα ζώνη μου και αυτό είναι παράνομο εκτός από αποκρουστικό. Το κουβαδάκι σου λοιπόν και σε άλλη παραλία. Άντε πριν καλέσω την ασφάλεια του τρένου».

«Σε κόβω να μην έχεις πιει τον πρωινό σου καφέ σήμερα, ούτε καν το πρώτο σου τσιγάρο. Μα τι νεύρα είναι τούτα τα δικά σου;»

«Δικά μου είναι τα νεύρα και ό,τι θέλω τα κάνω Ντάξει;»

«Τς τς τς ορίστε συμπεριφορά νεαρής κοπέλας…»

«Άκου κύριε τάδε ταδόπουλε, που βέβαια ουδόλως με ενδιαφέρει να μάθω το ονοματάκι σου, με ενοχλείς, δεν το καταλαβαίνεις;»

«Μα πες μου τι κακό κάνω;»

«Μού κόβεις την ανάσα, τον αέρα που αναπνέω, πώς αλλιώς το λένε άνθρωπέ μου;»

«Ουάου! Σού κόβω την ανάσα; Μωρέ μπράβο μου. Ήξερα ότι ήμουν  γοητευτικός αλλά μέχρι του σημείου να κόβω τις ανάσες γοητευτικών υπάρξεων, αλήθεια σού λέω, δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Μα για να το λες εσύ, έτσι θα’ ναι και πολύ χαίρομαι».

«Δεν το βάζεις κάτω, ε; Επιμένεις. Κοίταξε τώρα τι θα κάνω. Πλησιάζουμε στη στάση. Να ‘μαστε…

Παρακαλώ, είστε στην υπηρεσία ασφαλείας του metro; Ο κύριος δίπλα μου με παρενοχλεί».

«Χειρονόμησε πάνω σας;»

«Όχι. Λεκτικά».

«Βρωμόλογα σαν να λέμε;».

«Όχι».

«Μα αφού ούτε σας άγγιξε ούτε σας έβρισε, ούτε χυδαιολόγησε, πώς σάς ενόχλησε;»

«Μού μιλάει και εγώ δεν το θέλω».

«Μη τού μιλάτε και εσείς. Μα γιατί δεν αλλάζετε βαγόνι όλο το τρένο είναι άδειο…»

Και το κορίτσι βλέποντας ότι δεν βγάζει άκρη, αλλά και καμία συμπαράσταση από το όργανο της τάξης, πήγε μουτρωμένη και κάθισε σε μιαν άλλη θέση.

Μόλις ξεκίνησε το τρένο, ο νεαρός άντρας πλησιάζει το κορίτσι και κρατώντας τις χειρολαβές τις κρεμαστές, σκύβοντας πάνω της, λέει:

«Σιγά ρε φίλε, σιγά. Τι σπρώχνεις; Καλά έχεις δίκιο, το τρένο πατείς με πατώ σε, αλλά και λίγο τακτ δεν βλάπτει. Ζητάς συγγνώμη; ΟΚ συγχωρεμένος να’ σαι μακριά από μας!!!».

«Μα καλά, παραισθήσεις έχεις άνθρωπέ μου; Με τον φούφουτο μιλάς, Ή μήπως με τον άλλο σου εαυτό που φως φανάρι είναι μια από τα ίδια;» μουρμούρισε η κοπέλα κουνώντας το  κεφάλι της. «Και πού να πιάσουν και οι ζέστες…»

«Σε πειράζει η ζέστη; Εγώ τη λατρεύω. Απωθημένο μου, χειμωνιάτικο, που λαχταρά ζεστασιά στο παγωμένο του υπόγειο και δεν την βρίσκει. Το καλοριφέρ δεν το ανάβουν. Κινητή ηλεκτρική σόμπα με λογαριασμό να ξεπερνά το μισθό μου του μήνα, δεν διανοούμαι  να ανάψω, οπότε απολαμβάνω τη ζέστη που μού προσφέρεται αφιλοκερδώς έστω και ετεροχρονισμένα».

«Μάλιστα. Είναι μια άποψη και αυτή».

«Πού ωραία δεσποινίς μου. Να που κάναμε μιαν αρχή».

«Μιαν αρχή; Σε τι, περίεργε άνθρωπέ μου;»

«Επιτέλους συμφωνήσαμε σε μάτι μικρό μεν, αλλά κάτι. Δεν είν’ κακό…»

«Μ’ αυτό το μυαλό να κοιμάσαι».

«Γιατί δεσποινίς; Εσύ όταν κοιμάσαι αλλάζεις μυαλά;»

«Ώχου και τι πάθαμε με δαύτον… Κύριε μου κάνεις μία χάρη;»

«Μόνο μία; Όσες θέλεις. Ακούω».

«Μπορείς για λίγο να τιθασεύσεις την λογοδιάρροιά σου; Όχι, γιατί  ΑΝ ΔΕΝ  ΜΠΟΡΕΙΣ, πες το μου να κατέβω στην επόμενη στάση».

«Κοίτα τώρα λοιπόν φίλε μου σύμπτωση».

«Μα τι λες;»

«Μα αν αυτό δεν λέγεται σύμπτωση πώς λέγεται να ήξερα».

«Δηλαδή;»

«Στην ίδια στάση με σένα θα κατέβω κι’ εγώ.

«Και πώς ξέρεις σε ποια στάση θα κατέβω εγώ;»

«Δεν το ξέρω».

«Τότε;»

«Μα ναι τόσο απλό. Όπου κατέβεις εσύ, θα κάνω κι εγώ το ίδιο. Μ’ αυτήν μου την κίνηση θα τελειώσει και η σκηνή που γυρίσαμε απνευστί, χωρίς μάλιστα να ακουστεί από τον σκηνοθέτη ούτε ένα stop. Πρόσεξε Χρύσα μη το  χαλάσουμε τώρα θα ήταν κρίμα. Μια χαρά τα πήγαμε μια κι’ έξω. Θα σε φιλήσω να το ξέρεις».

«Και γιατί δεν το κάνεις; Απειλή το θεωρείς;»

«Ντρέπομαι τη γηραιά κυρία απέναντι. Τι θα λέει για τα αχαλίνωτα πάθη της σημερινής νεολαίας!»

«Και για πες τώρα. Η σκηνή του φιλιού που ακόμη δεν τέλειωσε, είναι μέρος του έργου; Δεν το έχω ακόμη αποσαφηνίσει».

«Ούτε αυτό το ξέρω».

«Να σας πω εγώ που το ξέρω, πετάχτηκε η miss Marple με ευλυγισία έφηβης. Όλο αυτό που αυτοσχεδιάσατε και εκτελέσατε με θαυμαστή φυσικότητα σε σημείο που κι εγώ να πιστέψω ότι επρόκειτο για πραγματική παρενόχληση, θα αποτελέσει  μέρος του στόρι, ’’στο τρένο’’. Ένα από τα καλά μου αστυνομικά-θεατρικά, ελπίζω. Μπράβο σας παιδιά…Φιληθείτε»…

«Ευχαριστούμε θεία Λουκία, τιμή μας…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη