«Στο Ναό», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Καθόταν στο Ναό του Ποσειδώνα, εκεί ψηλά στο Ακρωτήρι του Σουνίου και νοερά χαιρετούσε τα πλοία της γραμμής για τα νησιά μας. Παράλληλα ένιωθε την ανάγκη να προσευχηθεί στον ένα και μοναδικό Θεό, είτε τον έλεγαν Χριστό, ή Δία, ζητώντας Του συγγνώμη που στο όνομα Του οι συνάνθρωποι έκαναν του κόσμου τα εγκλήματα στο βαθύ της Παγκόσμιας Ιστορίας. Ένιωθε γελοίος σε τούτον τον ιερό βράχο, στην σκέψη ότι ο άνθρωπος προσεύχεται συνήθως για πάρτι του, εις βάρος συνήθως ενός συνανθρώπου του, θαρρείς και ο Θεός παίρνει φακελάκια για τις προτιμήσεις Του.

Τον Διονύση τον είχαν πιάσει οι υπαρξιακές του ανησυχίες από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και με το χέρι, χάιδεψε απαλά μια Αρχαία Καβοκολόνα, μια χειρονομία επαφής του με τις χιλιετίες που τον χώριζαν από τη Ιστορία του Ναού του αρχαίου Θεού της Θάλασσας.

Ένιωσε δέος, μηδαμινότητα.

 ‘’Τι είναι τελικά ο άνθρωπος παρά ένας κόκκος άμμου σαν αυτή που χρυσίζει στα ριζά του βράχου’’ σκέφτηκε απελπισμένα και κατανυκτικά. Πόσες εκατοντάδες εκατοντάδων χιλιάδες συνανθρώπων του δεν θα είχαν νιώσει το ίδιο δέος σαν αυτόν και τα ίδια συναισθήματα…

Το μάτι του διέκρινε λαξεμένο πάνω στο Αρχαίο μάρμαρο ένα σύμπλεγμα  γραμμάτων, Λ.Μ. Να ήταν τα αρχικά κάποιου προγόνου ή τα αρχικά δύο ερωτευμένων που θα έμεναν αναλλοίωτα ανά τους αιώνες; Έστειλε νοερό χαιρετισμό στον Έλληνα πρόγονο, όπως μαρτυρούσαν τα ελληνικά του Γράμματα, που η ανάμνησή του θα έχει ξεχαστεί ακόμη και από τους απογόνους του μετά από 280 τόσα χρόνια όπως είδε χαραγμένη και την ημερομηνία 1734 παραδίπλα στα αρχικά, «όπως θα συμβεί και με εμένα και με όλους μας», είπε σχεδόν φωναχτά. ’’Και αν τώρα έδινα ένα τέλος πέφτοντας από τούτον δω τον βράχο, ποιον θα ένοιαζε στην τελική; Ένας ψυχασθενής ίσως, φουκαράς, λιγότερος, θα έλεγαν.’’

Γρήγορα έδιωξε από το μυαλό τις πικρές σκέψεις και με τα μάτια αγκάλιασε την εξαίσια ομορφιά που απλωνόταν μπροστά του. Η Φύση συμφιλιωμένη εδώ και χιλιάδες χρόνια με τόσους πολιτισμούς, που ήρθαν, έφυγαν και ξαναήρθαν σε ένα αέναο ταξίδι ζωής, χαμού και επιστροφής. Και στη βάση των πάντων η ΑΓΑΠΗ στο Θεό, στον συνάνθρωπο, στον Έρωτα, πάντα η ίδια, όπως δήλωναν αυτά τα δύο αρχικά, λαξεμένα πάνω στο μάρμαρο, Λ.Μ., για να θυμίζουν την διαβατάρικη ύπαρξη τους μα και την αθάνατη Αγάπη τους.

Έκλεισε τα μάτια μεθυσμένος από το κάλλος, και Την είδε: Η ΑΓΑΠΗ.

Μα δεν κουράστηκε να πεθαίνει και να ανασταίνεται, άλλοτε δυνατή, άλλοτε σύντομη και πικρή, μα πάντα αθάνατη; Να την τώρα σκυφτή, σε κανέναν δεν μιλά, κανέναν δεν θέλει να δει, μόνη της με σκέψεις θολές και ερωτηματικά αναπάντητα που πια δεν την νοιάζει και αν δεν απαντηθούν. Έχασε. Ξέχασε. Τέλειωσε. Ένα παιχνίδι ήταν και αυτή τη φορά με αρχή, μέση και τέλος. Ένα τέλος που όμως ήρθε ξαφνικά και απρόσμενα σαν μια καλοκαιρινή μπόρα που σάρωσε τα πάντα Το οικοδόμημα κατέρρευσε σε ερείπια βρίσκοντας έδαφος σαθρό. Και η Αγάπη έφυγε γιατί μισεί να κτίζει φωλιές πάνω στο τίποτα.

Ένα χάδι στον ώμο, τον έκανε να πεταχτεί ορθός. Τον είχε πάρει ο ύπνος πιθανόν ζαλισμένος από τον ήλιο του Σεπτέμβρη που ήταν ακόμη καυτός.

‘’Δεν είναι δυνατόν. Τούτο που τώρα βλέπω μπροστά μου είναι μια παραίσθηση συνέχεια του ύπνου μου’’ η ΑΓΑΠΗ, έτσι  όπως την είχε οραματιστεί δευτερόλεπτα πριν, στεκόταν μπροστά του και τον ρωτούσε με ενδιαφέρον:  «Σας συμβαίνει  κάτι; Θέλετε λίγο νεράκι, μια κόκα κόλα, κάτι, τέλος πάντων; Ίσως σας πείραξε ο ήλιος, ξεγελάει βλέπετε το αεράκι  που φυσά εδώ πάνω».

Ντράπηκε. Την ευχαρίστησε για την φροντίδα της και την παρακάλεσε να καθίσει για λίγο δίπλα του. Πού το βρήκε αυτό το  θάρρος, απορούσε και ο ίδιος, Όμως την ένιωθε τόσο οικεία… και προσιτή.

«Πώς σε λένε;» την ρωτά σίγουρος σχεδόν για την απάντηση που θα του έδινε.

«Αμορόζα», του απαντά.

«Τι παράξενο όνομα… Πρώτη μου φορά το ακούω…»

«Έλεγαν την νενέ μου έτσι. Ιταλικής καταγωγής. Σύνθετο όνομα. Amo-Rosa».

Ο Διονύσης τρελάθηκε. Ήταν πανσίγουρος πια. Ήταν η Αγάπη ολοζώντανη εκεί μπροστά του, όπως την είχε στο όραμα του δει. Αν δεν απαγορευόταν δια Νόμου, θα σκάλιζε εκείνη την ίδια στιγμή το όνομά της πλάι στο δικό του, σε μια από τις καβοκολόνες. Το όνομά της που θαρρείς βγήκε από εκείνο το άλλο σύμπλεγμα του Λ.Μ. και ήρθε να φωλιάσει κοντά του, αφήνοντας πίσω της κάποια ερείπια.

Θάνατος και Ζωή. Έτσι δεν γίνεται πάντα;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη