“Σταύρος”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Σοκαριστικές  λεπτομέρειες!

Δυο χρόνια μια ζωή στο μπαλκόνι. Δυο χέρια δεμένα στο πίσω μέρος του σώματος και βημάτισμα πάνω-κάτω. Γρήγορο. Όσο ορίζουν εικοσιπέντε με τριάντα πλακάκια μήκος και οκτώ πλάτος. Βγάλε τις γλάστρες που κόβουν, όσο να ‘ναι, λιγάκι απ’ την άπλα. Πόσα βήματα πάνω, πόσα βήματα κάτω;

Ύστερα μέτρημα τα δάχτυλα, πόσα δάκτυλα μέτρησες, πόσες φορές; Πόσες στιγμές μέσα σε δυο χρόνια; Και τα λουλούδια ν’ αλλάζουν και να ξεπετάνε κατά τη βούληση του καιρού ή μιας αφέντρας- κηπουρού, τις μαργαρίτες, τις κολοκυθιές, τους κατιφέδες σαν ο καιρός ξανοίγει και φωτίζει ο Θεός τη μέρα ώρες πολλές, γαρυφαλλιές και μοσχομπίζελα τα φθινόπωρα, όταν οι στάλες της βροχής νοτίζουν τα φύλλα και την ανάσα.

Κι οι τέντες! Κατεβασμένες να κρατάνε λίγο απ’ τα’ αγιάζι, που όμως τρυπάει την ψυχή και κάνει τα πόδια να χοροπηδήσουν σε μια ύστατη προσπάθεια να ζεσταθεί αυτό το από μέσα που κρυώνει.

Κι ύστερα, σιγά-σιγά, τα βήματα πιο αργά. Η απλώστρα ανοικτή, φορτωμένη, να είναι, άραγε, η σκάλα για μιαν ελευθερία;

Και στον ουρανό δυο χελιδόνια, σ’ ένα χαρούμενο κυνηγητό-πέταγμα τσιτσιρίζοντας σε ποια γλώσσα, ποια ιαχή, ποια νίκη;

Δεν μιλούν οι κατιφέδες και τα μπουγαρίνια. Η ζωή κάθεται, κουρασμένη τη δούλεψή της, σκυφτή, κοιμισμένη στη δική της σκέψη που πια, δεν γίνεται λόγια. Λιγοστές φορές κι αυτές στο τέλος τους, μ’ ένα υπόκωφο χαμόγελο, αυτό της κρυφής υπεροχής:

«Σας κοροϊδεύω όλους, κορόιδα! Αυτός είναι ο κόσμος που πρέπει να είναι, ο δικός μου. Τραβάτε εσείς την  καλούμπα σας κι αφήστε με στο μέτρημά μου. Πέντε τα δάκτυλα του ενός χεριού, είκοσι τα πλακάκια, είκοσι, συρτά, τα βήματα, χιλιάδες τα κελαηδίσματα και τα πετάγματα! Όλα, στον δικό μου ορισμό, κι οι σκάλες, κι οι καιροί και τ’ ανοιγο-κλείσιμο των ματιών και τα λόγια.  Θέλω τη ζωή να ησυχάζει κάτω απ’ τον ίσκιο του φύλλου, καλοκαίρι καιρό, να κουρνιάζει δροσισμένη και ήσυχη στ’ ανέμισμα, έστω αυτό το αμυδρό, της κουρτίνας, στη μικρή πεταλούδα που πάει, θα τα ξεράνει τα γεράνια!

Αυτά τα χέρια που μετράω στο κενό και ξεχνώ κάθε τόσο, πόσα δάκτυλα, πόσοι κόμποι, πιο πολύ δεν μπορούσαν να δουλέψουν.

Αυτά τα πόδια που συρτά μετρούν τα βήματα, δεν θα μπορούσαν πιο πολύ, γυμνά, μικρό παιδί να χτυπήσουν στις πέτρες, να τρέξουν επάνω στη βρεγμένη άμμο στην άκρη της θάλασσας, σ’ ένα -σχεδόν χελιδονίστικο- κυνηγητό,  ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα στο τέλος της παραλίας;

Δεν θα μπορούσαν πιο πολύ να χορέψουν τη χαρά του γλεντιού, να φέρουν στροφές γύρω τριγύρω ζαλισμένες την πλήρωση, τη σιγουριά, Όλα καλά καμωμένα!»

Τώρα, καμιά φορά, κατά τύχη, κοιμόμαστε καθιστοί στην πλαστική καρέκλα. Και τούτο το ησύχασμα το διακόπτει φορές-φορές, το μηχανάκι του κηπουρού που ισιάζει τον χόρτινο τοίχο ή κουρεύει το γρασίδι, ο τροχός του μάστορα που φτιάχνει ένα καινούριο τζαμένιο κάγκελο στην αντικρινή πολυκατοικία, να κόβει το μάρμαρο ίσα-ίσα με το  τοιχάκι-τα μισώ τα μάρμαρα- το τιτίβισμα του καναρινιού ή το απότομο φρενάρισμα ενός αυτοκινήτου και μια θυμωμένη φωνή: «Πού πας ρε ηλίθιε, το στοπ δεν το είδες; Πιο μεγάλο κι από σένα είναι!»

Στην άκρη του ορίζοντα, στην κορυφή δυο σχεδόν μπλε βουνών, το θάμπος της ζέστης ν’ αχνίζει…

Κουφωμένα παντζούρια, τραβηγμένα ρολά, μυρωδιά από φρέσκα φασολάκια. Κι ανάμεσα στα φύλλα της ασημένιας λεύκας, ένα αεράκι από το πέταγμα ενός πουλιού.

«Αν μπορούσα να γύριζα πίσω! Ξανά θα έκανα θελήματα στον μπάρμπα-γείτονα, μια κούτα τσιγάρα  χιλιόμετρα θα περπατούσα διπλά ν’ αγοράσω για να με φιλέψει στο γύρισμα καραμέλες, που έχωνα με βιάση στη μπροστινή τσέπη του παντελονιού κι αλίμονο, τι απογοήτευση, θα ανακάλυπτα λίγο μετά πως είχα χάσει, πηδώντας από τράφο σε τράφο γυρεύοντας τη μεγαλύτερη σκιά για να τις απολαύσω, πάλι θα «έκλεβα» τ’ αυγά απ’ τις φωλιές να τα πουλώ, να μαζεύω χρήματα σ’ ένα σκουριασμένο τενεκεδάκι, ξανά θα γινόμουν μπακαλόπαιδο κάπου στην Καισαριανή, δίπλα στα προσφυγικά που μύριζαν αγιόκλημα κι αντηχούσαν τον ήχο μιας χαμένης πατρίδας, πάλι θ’ αλώνιζα, θα φύτευα, θα μεθούσα στον τρύγο, μια γυροβολιά η ζωή και στ’ αντίκρυ της τώρα πια, πόσο πολύ διάνυσα, πόσο ακόμα μπροστά;

Γι’ αυτό μετρώ κάθε μέρα ξανά και ξανά, τα βήματα, τα δάχτυλα, τις σκάλες.

Κι όλα τα ορίζω απ’ την αρχή κι αναρωτιέμαι, πόρεψα εγώ τα βήματα ή πάτησα τις πατημασιές που μου ήταν γραμμένες; Σαν δίνεται το βιολί και το δοξάρι στα χέρια του βιολιστή, διαλέγει εκείνος μπάλο ή συρτό, μα οι νότες ήδη από παλιά γραμμένες να ορίζουν το σκοπό. Τα τσαλιμάκια του χορευτή μόνο κι οι ρακές και τα λουκούμια  κερασμένα!»

Αχ, μωρέ Σταύρο! Ο καθένας τον Σταυρό του!

Κι η ζωή ν’ αλλάζει καθίσματα στο μπαλκόνι!

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Ελένη Στασινού
    27 Ιουνίου 2017 at 18:44

    “μια γυροβολιά η ζωή και στ’ αντίκρυ της τώρα πια, πόσο πολύ διάνυσα, πόσο ακόμα μπροστά;”
    Ευχαριστώ Μαριάννα.

    • Μαριάννα Γληνού
      1 Ιουλίου 2017 at 01:52

      Εγώ να σας ευχαριστήσω, κυρία Ελένη..

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη