«Σε λίγο με σκοτώνουν!», ένα διήγημα της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Ήταν αργά, περασμένη η ώρα. Ερημιά στους δρόμους, ο κόσμος είχε πέσει πια ύπνο. Φως υπήρχε μόνο σε ένα σπίτι, σε εκείνο που ζούσε μία γυναίκα ώριμης ηλικίας,  που δεν κοιμόταν. Πηγαινοερχόταν, η καρδιά της ήταν έτοιμη να βγει έξω από το στήθος της. Μέσα της υπήρχε ένας μόνο φόβος και μία βεβαιότητα: πως εκείνο το βράδυ κάποιος θα τη δολοφονούσε. Ήταν σίγουρη, θα ήταν το επόμενο θύμα του παρανοϊκού δολοφόνου. Θα ήταν το τρίτο θύμο μετά από άλλες δύο γυναίκες, που έχασαν τη ζωή τους στα χέρια του με μία γραβάτα. Τον έβλεπε καθαρά, ήταν έξω από το σπίτι. Ήταν ένας αρκετά μυώδης άνδρας, μαυροντυμένος, κάπνιζε εκείνη τη στιγμή. Καθόταν στο φανάρι απέναντι, τον κοίταξε. Και εκείνος την είδε.

Κανένας δεν την πίστευε. Όλοι θεωρούσαν πως έχει εμμονές και φοβίες και πως θα ήταν καλύτερο για εκείνη να επισκεφτεί έναν ειδικό. Αλλά εκείνη ήταν σίγουρη, απόψε θα τη δολοφονούσαν. Κάτι μέσα της τη διαβεβαίωνε, μία εσωτερική φωνή τόσο δυνατή που θα μπορούσε να της σπάσει ακόμα και το κεφάλι. Αποφάσισε να τηλεφωνήσει σε μία ξαδέλφη της, να τη πει πως εκείνο το βράδυ θα τη δολοφονούσαν. Μα αντιμετώπισε και από εκείνη ειρωνεία. Πριν κλείσει το τηλέφωνο τής είπε πως την επόμενη μέρα που θα τη βρουν νεκρή θα μετανιώσουν που δεν την πίστεψαν. Αποφάσισε να καλέσει την αστυνομία, αλλά την τελευταία στιγμή δε μίλησε… έκλεισε το τηλέφωνο.

Πέρναγε η ώρα. Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα και εκείνη άρχισε να τρέμει. Ήταν ο σύζυγός  της με τον οποίο οι σχέσεις τους δεν πια ζεστές όπως τις πρώτες ημέρες. Έτρεξε να τον αγκαλιάσει, για να έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό βλέμμα του. Ήταν βιαστικός, ήρθε λέει να αλλάξει και να φύγει ξανά. Η γυναίκα όμως δεν τον πίστευε. Ήξερε, είχε καταλάβει πως μία άλλη γυναίκα είχε μπει στη ζωή του. Το ένοιωθε, έλειπε τα βράδια συνέχεια τον τελευταίο καιρό. Τον παρακάλεσε, του ζήτησε να μείνει αλλά εισέπραξε την αδιαφορία του. Ήθελε να του μιλήσει για τους φόβους της, για το γεγονός πως πίστευε πως κάποιος αυτό το βράδυ θα της αφαιρούσε τη ζωή. Αλλά σιώπησε…

Έμεινε πάλι μόνο, εγκαταλελειμμένη μέσα στους φόβους της. Κοίταξε από το παράθυρο και τον είδε! Αυτός ο άντρας με τα μαύρα ρούχα και το τσιγάρο στο χέρι ήταν εκεί ξανά! Σιγουρεύτηκε, ερχόταν για εκείνη. Θα τη σκότωνε , όπως τις άλλες δύο γυναίκες.

Έριξε ξανά μία ματιά και δεν τον είδε! Θεέ μου, σκέφτηκε, μήπως προσπαθεί να παραβιάσει το σπίτι και να με σκοτώσει; Μπορεί να προσπαθεί να ανοίξει την πίσω πόρτα  για να με αιφνιδιάσει. Ξαφνικά, το κουδούνι της πόρτας χτυπάει.

«Ήρθε η ώρα μου!» σκέφτηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Αλλά γιατί να παραδοθώ αμαχητί; Δεν πρέπει να κάνω κάτι , να προστατεύσω τον εαυτό μου; Θεέ μου, τι να κάνω τελικά; Να του ανοίξω ή τον αφήσω να χτυπάει;»

Ο άνδρας χτύπησε και άλλη φορά το κουδούνι και η γυναίκα αποφάσισε να νικήσει το φόβο της και να του ανοίξει. Ο άνδρας μπαίνει μέσα στο σπίτι και της κοιτάζει με ένα αυστηρό και απρόσιτο βλέμμα.

-Είστε μόνη στο σπίτι; ρωτάει.

-Ναι, αυτή τη στιγμή είμαι μόνη, ο σύζυγός μου έχει βγει για εξωτερικές δουλειές και είναι σίγουρο πως θα αργήσει να επιστρέψει ακόμα.

-Χαίρομαι που σας βρήκα μόνη. Πρέπει να σας μιλήσω, ήρθε η ώρα.

Η γυναίκα μέσα της προετοιμαζόταν για τον θάνατο που σε λίγο θα την έβρισκε. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθούσε να μη νοιώθει τίποτα. Αλλά μέσα της σκέφτηκε «θα τον αφήσω να με σκοτώσει; Ας υπερασπιστώ τον εαυτό μου.»

Ο άνδρας την πλησιάζει και εκείνη του ξεφεύγει ανεβαίνει τις σκάλες και κλειδώνεται μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Προσπαθεί να ηρεμήσει, δεν ξέρει τι να κάνει. Σίγουρα εκείνος θα τρέξει από πίσω της, θα προσπαθήσει να παραβιάσει την πόρτα και θα τη σκοτώσει. Κρύβει όλες τις γραβάτες , δε θέλει να τις βρει. Κάθισε το κρεβάτι και άρχισε να κλαίει δυνατά, αναλογιζόμενη τη ζωή της. Της έλειπε η κόρη της που είχε φύγει για Αυστραλία και θυμόταν πως ήθελε να πάει και εκείνη μαζί της. Έβλεπε στα μάτια της πως ο γάμος της δεν ήταν ευτυχισμένος, δεν ήταν χαρούμενη, ο κόσμος τη σχολίαζε. Εκείνη όμως το αρνήθηκε, έπρεπε να φροντίσει τον άνδρα της και να μείνει δίπλα του – μία ακόμα φουρτούνα στο γάμο τους είχε έρθει, όλα θα πήγαιναν καλά. Τη συμβούλευσε να μην ακούει τα λόγια και τις κακίες του κόσμου, πάντοτε ο κόσμος κάτι κακό θα έχει να πει.

Αλλά η κόρη της είχε δίκιο. Δεν ήταν ευτυχισμένη, τόσα χρόνια λαχταρούσε να νοιώσει από το σύζυγό της ένα χάδι, μία κουβέντα αγάπης, λίγο ενδιαφέρον. Αλλά τίποτα, τίποτα, τίποτα…

Σκεπτόμενη αυτά, έγειρε και αποκοιμήθηκε. Πρέπει να κοιμόταν δύο ώρες. Ξαφνικά, κάτι διέκοψε τον ύπνο της και την ανάγκασε να πεταχτεί δυνατά από το κρεβάτι. Η πόρτα, κάποιος της χτύπαγε την πόρτα! Τώρα όλα έφταναν στο τέλος τους , ο δολοφόνος θα τη στραγγάλιζε.

Αλλά, από την άλλη μεριά της πόρτας, ακούστηκε η φωνή του συζύγου της. Ναι, ήταν ο σύζυγός της και όχι ο δολοφόνος! Έτρεξε να του ανοίξει, ξεκλείδωσε την πόρτα. Ο σύζυγός της την κοίταξε βιαστικά – ήρθε να αλλάξει, είπε, και να ξαναφύγει.

«Να του μιλούσα για τους φόβους μου, για το κακό που σε λίγη ώρα θα μου συμβεί;» αναρωτιόταν η γυναίκα. «Μα είναι τόσο αδιάφορος, τόσο ψυχρός! Αν του μιλούσα για τους φόβους μου, μπορεί και εκείνος να ήθελε να με προστατεύσει, να μου έδινε λίγη σημασία. Η γυναίκα που έχει κλέψει την καρδιά του πρέπει να είναι πιο νέα , πιο όμορφη. Και εγώ μεγάλωσα πια…»

Εκείνος τη ρώτησε τι έχει, γιατί ήταν τόσο ταραγμένη. Και εκείνη, άρχισε να του εκφράζει φόβους, αγωνίες.

-Ποτέ δε νοιάστηκες για εμένα. Για τους φόβους, τις αγωνίες, τα θέλω μου. Μόνο αυτή η γυναίκα, τίποτε άλλο. Σου ζητώ να μείνεις μαζί μου αυτό το βράδυ, το έχω ανάγκη όσο δε φαντάζεσαι!

-Σε δουλειά πηγαίνω, αποκρίθηκε ο σύζυγος. Έχουμε κάποιες συναντήσεις το βράδυ, πόσες φορές πρέπει να στο πω; Ποιες είναι οι αγωνίες σου; Νομίζεις πως οι υπόλοιποι σύζυγοι κάνουν από εμένα κάτι παραπάνω;

-Σήμερα κάποιος θα με δολοφονήσει! απάντησε η γυναίκα. Το ξέρω, είμαι σίγουρη! Θα είμαι το επόμενο θύμο εκείνου του παρανοϊκού δολοφόνου που στραγγαλίζει γυναίκες και τους αφαιρεί τη ζωή! Ήρθε ο δολοφόνος, μπήκε στο σπίτι. Έτρεξα όμως, ανέβηκα και κλειδώθηκα εδώ. Ήταν ένας άνδρας μαυροντυμένος, με άγριο βλέμμα και όψη.

-Εγώ δεν είδα κανέναν πάντως. Μάλλον τα νεύρα σου δεν είναι καλά. Πού πήγαν οι γραβάτες που είχα εδώ;

Η γυναίκα κάθισε  στο κρεβάτι και αναρωτιόταν αν όλα αυτά ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας της. Πώς είναι δυνατόν ο σύζυγός της να μην είδε εκείνο τον μαυροντυμένο άντρα;  Αφού ήταν στο σπίτι όμως, τον είδε, του μίλησε. Ξαφνικά, ένοιωσε το λαιμό της να τον σφίγγει μία γραβάτα και είδε έναν άνδρα να εισβάλει στο δωμάτιό της. Δε μπορούσε να διακρίνει, έκλεισε τα μάτια για να μη βλέπει.

Άνοιξε τα μάτια της και είδε το σύζυγό της με εκείνον τον μαυροντυμένο άντρα να παλεύουν. «Θεέ μου!» σκεφτόταν από μέσα της, «με υπερασπίζεται για μία φορά, με προστατεύει από εκείνον που θέλει να μου κάνει κακό! Θεέ μου τον αδίκησα, θα του συγχωρέσω κάθε παράλειψη, κάθε σκληρότητα!»

Άνοιξε τα μάτια της και είδε το σύζυγό της ακινητοποιημένο με χειροπέδες στα χέρια του. Ο μαυροντυμένος άντρας την πλησίασε και της είπε:

-Ο σύζυγός σας  συλλαμβάνεται για τις δολοφονίες των γυναικών την τελευταία εβδομάδα. Τις παρακολουθούσε και τις έπνιγε με μία γραβάτα. Ήθελα να σας προειδοποιήσω για τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή σας αλλά φοβηθήκατε και κλειδωθήκατε εδώ.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του και η γυναίκα μην αντέχοντας την αλήθεια, έγειρε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της. Η καρδιά της δεν άντεξε την πικρή αλήθεια…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη