“Πύρρος”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πόσο καιρό αντέχουν οι καθρέφτες; Ραγίζουν απ’ τ’ αντιφέγγισμα, απ’ τις ματιές; Νερώνουν απ’ τα δάκρυα που βλέπουνε κρυμμένα;

Καθώς χνωτίζουν απ’ την ανάσα και το πανί περνάει από πάνω τους -δες πώς γυαλίζουν!- γυαλίζουν κι οι ζωές εκείνων που κοιτάχτηκαν; Κι οι φευγάτοι; Αυτών οι ψυχές αγαλλιάζουν;

Μια ολόκληρη ζωή μαζεμένη γύρω από ένα βιβλίο. Ένα μεγάλο «πρέπει» που ήξερε να μιλάει, να μετράει, να συλλογίζεται και να ξαστοχά.

Να έφταιγε η αυστηρή, κλειστή ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού, τόποι κλειστοί η καταγωγή, πού και πού κάτι κουτσουπιές, τόπος γεμάτος βάτα, αλλού ξερολιθιές, καμιά γκορτσιά και φίδια τα καλοκαίρια. Τον υπόλοιπο καιρό βροχές, τόσο πολλές που στο τέλος έσταζαν κι οι σκιές και τους χειμώνες κρύο και παγωτή. Πέτρα λαξεμένη σκεπές και τοίχοι, πέτρα και τα πρέπει του κόσμου. Κι οι ματιές!

Φωτεινό μυαλό εκείνος. Γλυκιά μιλιά. Ήσυχη προσέγγιση. Κι ονειροπόλα σχέδια. Για έναν κόσμο δίκαιο, μετρημένο, με πολιτική στάση στη ζωή. Ο καθένας με το μέτρημά του.   Κι ο κόσμος και τα έχεια δίκαια μοιρασμένα.

Όταν ήρθε ο έρωτας, τον καλοδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Ρίχτηκε μέσα του ολάκερος όπως η μέλισσα στην κερήθρα της. Να τη γεμίσει από το μέλι της και να χαθεί λιγάκι, να ξεχαστεί στη γλύκα του. Με την απόφαση της επισημοποίησης αρχίσανε τα καμπανάκια των «πρέπει».

Δεν το βουλώνουν  λιγάκι  κι αυτοί οι γονείς! Κάνουν παιδιά και τα χρησιμοποιούν σαν ένα ακόμη -πολύτιμο- μην είμαστε άδικοι, αντικείμενο που τους ανήκει. Τι σου ανήκει ρε άνθρωπε και πώς τ’ απόκτησες; Τα μάτια,  τα χέρια, το μυαλό, τη σκέψη πάλεψες να τ’ αποκτήσεις;

Να μείνουν, λέει, όλοι μαζί στο πατρικό το σπίτι.

Να ήταν οικονομικό το ζήτημα; Να ήταν σχεδιασμός κοινός; Να ήταν δειλία μπροστά στο καινούριο εγχείρημα;

Λάκισε η αγάπη. Τρόμαξε. Της κόπηκαν τα ήπατα. Σχόλασε ο γάμος. Κι έμεινε ο γαμπρός να κυνηγάει τη χαμένη του αγάπη. Κουκουλώθηκε πιο σφιχτά τα «πρέπει» του, μη μπαίνει παγωνιά -δεν θέλουν και πολύ, μόλις και σε βρουν μπόσικο σε πάνε τραίνο- κι αποφάσισε να αφιερώσει τον εαυτό του στους αριθμούς, αν χαθεί στους κόσμους της επιστήμης της Φυσικής και στην επιτυχία των μαθητών του. Πόσα παιδιά γίνονται παιδιά σου όταν σε φωνάξουν «δάσκαλε»;

Η έλλειψη της αγάπης, όταν δεν την είχες ή δεν την ένιωσες ποτέ, δεν πονάει τόσο πικρά όσο εκείνη που κάποτε ήταν και τώρα όχι πια. Κι όσες άλλες μορφές της, φιλική, αδελφική, συναδελφική, αγάπη για τον συνάνθρωπο, για το μαθητή, για την τέχνη ή τις επιστήμες, όποια απ’ αυτές κι αν κάνεις αντιγραφή και επικόλληση, καμιά τους δεν παίρνει μακριά τη θλίψη απ’ τα μάτια.

Την ευαισθησία του, τη δίπλωσε προσεκτικά σα χαρτάκι πολύτιμο, και το φύλαξε στη δεξιά τσέπη του πουκαμίσου του. Αυτήν τη περίσσια  που ξεχείλιζε, λέω. Την άλλη, αυτή που απόμεινε, την άφηνε στη διακριτική ευχέρεια των συνανθρώπων του. Αν ήθελαν κι έβλεπαν, αν ήθελαν και δεν εκμεταλλεύονταν, αν ήθελαν και μιλούσαν. Όλα κι ό,τι καλώς καμωμένα.

Μέρα τη μέρα άφηνε τον εαυτό του να κατρακυλάει σε μια ζωή που είχε τα ίδια πράγματα, ξανά και ξανά. Ευθύνη του, επιλογή του; Γιατί ποιος σας δεν το ‘κανε αυτό;

Αν ένας ονειροπόλος αρνηθεί τα’ όνειρά του, γίνεται σαν τον αητό που ξέχασε να πετάει ψηλά, ξέχασε πώς είναι να χάνεται στον ουρανό κι ύστερα να ‘ρχεται πάλι, βουτώντας, ζυγιάζοντας με αριστοτεχνικό τρόπο τα φτερά του  με τον άνεμο.

Κι αν, πάλι, του τ’ αρνηθούνε, για το πέταγμα λέω, τότε σπασμένα φτερά, μόνο πρέπει.

Το πιο σκληρό. Αυτό που φροντίζει όλους τους άλλους και κουράζεται για τον ίδιο.

Μέρα στη νύχτα, αργά, έκανε τη δουλειά σπίτι. Και το αχ του το μπούκωνε μέσα του, στρώματα το ένα πάνω στ’ άλλο, τα αχ, τα γιατί, τα νυχτέρια, οι παλιές φιλίες, η ξεχασμένη αγάπη, απόλυτη παράδοση σε αυτό που έβλεπε πως έρχεται κατά πάνω του. Πώς γίνονται οι τοίχοι λυτρωτές; Και το οριστικό φευγιό ελευθερία;

Πίσω του είχε κανονίσει τι θ’ αφήσει και σε ποιον. Αυτοί που φεύγουν κοιτάνε μπροστά, αυτοί που μένουν αναμασάνε το παρελθόν. Κι ακουμπάνε απουσίες.

«Ποιος Πύρρος; Ποια ζωή; Ποια νίκη; Ποια πυρά; Μια μέρα, θα καούν όλα τα πρέπει και στη θέση τους θα φυτρώσουνε κρίνα…»

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • George Tsamis
    22 Οκτωβρίου 2017 at 20:18

    Ευχατιστούμε πολύ Μαριάνα. Ήταν μια ωδή στο Νίκο, το φίλο, το συμμαθητή, το πιο ευαίσθητο παιδί της παρέας. Αυτοί συνήθως χαιρετούν και φεύγουν πρώτοι. Χωρίς ειδοποίηση χωρίς δεύτερη μιλιά, Χάνονται …κι εμείς που μένουμε κοιταζώμαστε αμήχανα…μα χάνονται οι άνθρωποι …κι όμως χάνονται ζωντανοί ή νεκροί χάνονται….όπως χάνονται όλα στο μάταιο κόσμο….μα του Νίκου δεν του πρέπουν μνημόσυνα…ήταν φίλος, άνθρωπος, αξιοπρεπής, αψεγάδιαστος, αλλά όχι σαν αυτούς τους ατσαλάκωτους που κυκλοφορούν σήμερα τριγύρω ….έφυγε μ ένα αχ σαν κι αυτό του πουφ που λέει κι ο ποιητής πως είν η ζωή μας σαν φεύγει έτσι ξαφνικά χωρίς πολλές φορές να προλάβουμε ν αναλογιστούμε “τι κάναμε” ” αυτό λοιπόν ήτανε” ….γι αυτό τους ανθρώπους που αγαπάμε πρέπει να τους το λέμε να τους το δείχνουμε κάθε στιγμή με κάθε τρόπο ….γιατί χάνονται οι άνθρωποι Μαριάνα μου …χάνονται όπως φεύγουν τα πουλιά τα διαβατάρικα …σας αγαπάμε ,,,,ευχαριστούμε

    • Μαριάννα Γληνού
      23 Οκτωβρίου 2017 at 14:43

      Χανόμαστε και χάνουμε με πολλούς τρόπους. Καθημερινά. Ζητούμενο να βρίσκουμε και να βρισκόμαστε πότε- πότε. Να γεμίζουμε όμορφα τις στιγμές. Σε ευχαριστώ κι εγώ. Χαίρομαι που κατάφερα να μιλήσω κοντά στην αλήθεια για έναν φίλο της καρδιάς σας. Να είσαι καλά και να μπορείς να λες πως αγαπάς. Φιλιά!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη