“Περί Ποίησης και λοιπών ατοπημάτων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

«Έχω έναν πόνο στην καρδιά,

Βαθιά πολύ με σφάζει,

Και συ έφτιασες γιουρτλού κεμπάπ,

Γιατί; Αφού με πειράζει!»

«Από ποιητές βρωμάει ο τόπος. Γράψε πεζό.» Κι αυτό μου το είπε φίλος μου ποιητής, γνωστός και καταξιωμένος. Τον ευχαριστώ. Όχι πως δεν σκαρώνω που και που κι από κάνα ποιηματάκι, καλή ώρα το αριστούργημα πιο πάνω, μεγάλος ο πειρασμός, πόσο να αντισταθεί πια ένας άνθρωπος; Αλλά μετά από αυτή τη «σφαλιάρα», ήρθα και ίσιωσα, που λένε. Και διερωτήθηκα, τι στην ευχή γράφω; Σε ποιόν απευθύνονται τα ποίηματά μου; Σε ποιόν αρέσουν; Μήπως να έγραφα κάτι άλλο; Μήπως να τα παράταγα γενικώς και να ‘πλενα κάνα πιάτο καλύτερα; Κι όχι πως ο δόλιος ο ποιητής δεν πίστευε πως γράφω καλά! Τουναντίον. Απλά, με τον τρόπο του, μου έδωσε μια γερή σπρωξιά να κάνω κι άλλα πράγματα, που διέβλεψε πως θα μου πηγαίνανε καλύτερα ίσως. Πως είχα, πιθανά, το τάλαντο να καταπιαστώ μαζί τους και να τα καταφέρω. Κι έτσι, μετά από μια κηδεία [1] έγραψα το πρώτο μου πεζό. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος. Όχι ο πεθαμένος, για όνομα! Ο φίλος ποιητής.

Συνήθως, μεταξύ ποιητών και λοιπών δημιουργών δεν υπάρχει και η απόλυτη ειλικρίνεια. Εκτός φυσικά κι αν τους δένουν φιλίες ή συγγένειες κι έχουνε τα θάρρητα να πούνε τα πράγματα με το όνομά τους. Αλλιώς, τι; Να της πεις της αλληνής «άστο βρε μανίτσα μου το γράψιμο, δεν το ‘χεις» και να σου ρίξει άνθρακα αντί για ζάχαρη άχνη στον κουραμπιέ; Α πα πα! Και στο κάτω-κάτω, που το ξέρεις εσύ ότι δεν το ΄χει; Μπορεί σε άλλους να αρέσει, γιατί; Δύσκολο το ‘χεις; Εδώ ένας Σουρής λένε πως έγραψε τους Μυρωμένους Στίχους κι ακόμα τους μνημονεύουμε. Έχει σημασία το πλαίσιο της γραφής, πότε γράφτηκε κάτι, γιατί, τι εννοούσε και τι υπονοούσε, αν σατίριζε και ποιόν. Και στο κάτω-κάτω το εν λόγω ποίημα είναι τουλάχιστον τεχνικά άρτιο. Βέβαια… Διότι, πλέον, ακόμα κι αυτόν τον σκόπελο τον πηδήξαμε. Με την καλή έννοια.

Κάποτε δεν νοούταν ποίημα χωρίς μια ομοιοκαταληξία, ένα μέτρημα, ένα μέτρο, ένα ρυθμό, κοσμητικά επίθετα, μεταφορές, παρομοιώσεις, κάτι τελοσπάντων. Τώρα πια έχουμε απελευθερωθεί. Γράφουμε άρτι-μπούρτσι και λουλάς, το βαφτίζουμε ποίημα ή ποιητική πρόζα και τρίζουνε μετά τα κοκκαλάκια πολλών ιερών τεράτων της τέχνης του λόγου, Ελλήνων και ξένων, αρχαίων και σύγχρονων… Θα μου πείτε, είναι ανάγκη να υπάρχουν κανόνες δηλαδή για να θεωρηθεί ένα ποίημα άρτιο και ωραίο; Ε, λοιπόν, όχι. Δεν είναι. Εκτός ίσως ενός κανόνα, τη σωστή ορθογραφία, το κέρατό μου!

Από αρχαιοτάτων χρόνων, η ποίηση, μία από τις δύο βασικές κατηγορίες του λόγου (κάποτε μόνο έμμετρου), έναντι του πεζού λόγου, ήταν δύσκολο να οριστεί και γι’ αυτό ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει ορισμός που να λειτουργεί αξιωματικά. Όμως, ως αναγνώστης, περιμένεις συνήθως από ένα ποίημα κάτι όμορφο. Κάτι που να αγγίξει την ψυχή σου, να σε εκφράσει, να σε συγκινήσει, να σου δημιουργήσει συναισθήματα. Τώρα, αν κάποιος διαβάζει «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, φέρε μου δυό πιτόγυρα γιατί βαράω μπιέλα» και συγκινείται, ε, τι να κάνουμε; Ανθρώπινα τα λάθη… ε, με συγχωρείτε, τα πάθη ήθελα να πω, τα πάθη! Μπορεί ο άνθρωπος να ήταν νηστικός και να τον συγκίνησαν τα πιτόγυρα, τι να πω;

Έγραψε ο άλλος «μείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος» και το έδωσε και το τραγούδησε ο Λε-Πα και έγινε ο κακός ο χαμός από το γαρύφαλλο στην πίστα. Διότι ποίημα μπορείς να πεις πως ήταν κι αυτό πριν μελοποιηθεί. Μάλιστα μανδάμ. Διότι υπάρχει και αυτή η κατηγορία των αναγνωστών, εν προκειμένω των μπουζουκόφιλων. Δεν κατάλαβα δηλαδή, ίσα πρέπει να ‘μαστε όλοι; Άμα του διαβάσεις αυτού του ανθρώπου (γιατί ίσως να μην γνωρίζει και να διαβάζει μοναχός του -φτυάρι θαψίματος νούμερο 44, το μεγάλο-) Καββαδία, θα σε κοιτάει σαν ροφός, γιατί μπορεί να μην την κατέχει και την ορολογία τη θαλασσινή, όχι πως δεν κατέχει από ποίηση κι είτε λίστα για ψώνια διαβάσει είτε Καβάφη, ας πούμε, ένα και το αυτό…

«Το κακό με τα ποιήματα δεν είναι μόνον που μας ρουφιανεύουν στα μάτια των άλλων είναι που και οι άλλοι μας ρουφιανεύουν στα μάτια μας…», τάδε έφη ο αγαπητός φίλος και ποιητής επίσης, Αλέξανδρος Αραμπατζής. Και πέστε μου, δεν έχει δίκιο ο άνθρωπος; Και όχι, δεν θα σας πω εγώ τι εννοεί ο ποιητής, να το καταλάβετε μόνοι σας, σιχτίρ δηλαδή ώρες-ώρες με τη μασημένη τροφή, νισάφι!

Έτσι είναι η ποίηση κατά βάση. Θέλει μια εμβάθυνση. Να μην στεκόμαστε μόνο στο προφανές. Προσφέρει μια ψυχική ανάταση, κάποιες φορές επιτάσσει μια υπέρβαση εαυτού για να την νιώσεις. Γιατί το βασικό είναι να την νιώσεις, κι ας μην την καταλαβαίνεις πάντα. Να, πάρτε παράδειγμα εμένα. Διαβάζω συχνά Ασημίνα Λαμπράκου κι ανάθεμά με αν καταλαβαίνω πάντα τι λέει. Πάντα όμως με συγκινεί. Μα πως γίνεται να σε συγκινεί βρε καρντάσι, θα μου πείτε, αφού δεν καταλαβαίνεις τι λέει. Εμ, να, εδώ είναι η επιτυχία!

Τα είδη της ποίησης πολλά. Επική, λυρική, ελεγειακή, βουκολική, δραματική, ρομαντική, Παρνασσιακή, συμβολική. [2] Ή ακόμα και περασμένη μέσα από τα Δημοτικά τραγούδια. Οι ποιητές πάμπολλοι παγκοσμίως και μπορούμε να παινευόμαστε πως έχουμε ένα καλό μερτικό μέσα σ’ αυτούς και μεις οι Έλληνες.

Δεν αρέσει σε όλους η ποίηση. Ίσως γιατί απαιτεί να της φερόμαστε με σεβασμό όπως και κάθε τι που προάγει τον πολιτισμό και εξευγενίζει τα ήθη. Όμως, αν και για κάθε ποίημα υπάρχει και το αντίστοιχο αναγνωστικό κοινό, όταν ο δημιουργός δεν έχει το γνώθι σ’ αυτόν και κάθεται και γράφει ό,τι να ‘ναι, τότε μόνο δράμα η κατάσταση, γιατί το αποτέλεσμα δεν είναι ποίημα, είναι ατόπημα. Και δεν φτάνει που τα γράφει, πάει και τα εκδίδει κιόλας! Και ποιος να τον μαζέψει αυτόν τον… καλλιτέχνη μετά; Ε;


[1] Αναφορά στο έργο της συγγραφέως «Μη λες αντίο».

[2] Η επική ποίηση είναι το αρχαιότερο είδος ποίησης. Τα έπη ασχολούνται με την περιγραφή και αφήγηση λόγων, πράξεων και κατορθωμάτων θεών (θρησκευτικό έπος) και ηρώων (ηρωικό έπος). Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου είναι τα αρχαιότερα ελληνικά έπη. Από τα σύγχρονα ξεχωρίζει ο Διάκος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Η λυρική ποίηση εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο του ποιητή (χαρά, λύπη, ενθουσιασμό κλπ). Αρχαία λυρικά ποιήματα ήταν οι ωδές, οι ύμνοι (μελική ποίηση) και οι διθύραμβοι, τα εγκώμια, οι παιάνες (χορική ποίηση). Από τα σύγχρονα μας ποιήματα τα πιο πολλά είναι λυρικά.

Η ελεγειακή ποίηση εκφράζει έντονα συναισθήματα λύπης, πένθους (θρηνητικά, πένθιμα ποιήματα).

Η βουκολική ποίηση υμνεί τη ζωή της υπαίθρου και αντλεί θέματα από τη φύση.

Η δραματική ποίηση συνταιριάζει έπος και λυρισμό σε μορφή θεατρική. Τέτοια είναι η αρχαία τραγωδία, κωμωδία και σάτιρα, οι τραγωδίες του Σαίξπηρ κλπ και από τα νεότερα οι τραγωδίες του Σικελιανού και του Καζαντζάκη.

Ανάλογα πάλι με το περιεχόμενο και την τεχνοτροπία του ποιητή, η ποίηση χωρίζεται στα εξής είδη:

Ρομαντική, όπου δεν κυριαρχεί η λογική αλλά το συναίσθημα. Τέτοια ποιήματα έγραψε ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βασιλειάδης κ.α.

Παρνασσιακή, όπου κυριαρχεί η προσπάθεια του ποιητή να πλάσει τέλειους στην εμφάνιση στίχους.

Συμβολική, όπου με τη μουσική επεξεργασία του στίχου (μουσικότητα, ρυθμός κλπ) σε συνδυασμό με το νόημα δημιουργείται συγκίνηση στον αναγνώστη. (πηγή: wikipedia.org)

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη