“Περί Επιθέτων και λοιπών εξαναγκασμών”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Επίθετο. Ανδρικό «προνόμιο». Καθαρά.

Το επίθετο είναι το μέρος του λόγου που, αν το δούμε ετυμολογικά, «προσθέτει» κάτι, μια ιδιότητα ή μια ποιότητα, που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό μιας πρότασης. Λογικό να σκεφτείτε «και πού κολλάνε οι άντρες σ’ αυτόν τον ορισμό;». Κολλάνε στο όνομα. Μάλιστα. Διότι από αρχαιοτάτων χρόνων, μόνο στα ανδρικά ονόματα κουμπώνανε κι από μια – δυό λέξεις ακόμα για να ξεχωρίζονται οι άντρες μεταξύ τους. Κι όταν λέω από αρχαιοτάτων, κυριολεκτώ. Το φαινόμενο έκανε την εμφάνισή του σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας κι έκτοτε έλαβε διαστάσεις επιδημίας! Οι αρχαίοι Έλληνες, παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιούσαν ένα είδος επωνύμου (όπως είναι και το ορθότερο να ονομάζεται) που είχε σχέση με το πατρώνυμο ή τον τόπο καταγωγής ή και τα δύο. Κάτι αιώνες αργότερα ακολούθησαν και οι Ρωμαίοι και, τελοσπάντων, φανταστείτε μόνοι σας τη διασπορά μην κάθομαι τώρα και σας αναπτύσσω τον παγκόσμιο χάρτη.

Τα επίθετα, στη μορφή που τα χρησιμοποιούμε σήμερα, καθιερώθηκαν έτσι κατά τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πρακτικά όμως, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι Τούρκοι έχουν αποχωρήσει, καθιερώνεται και θεσμικά η χρήση του επωνύμου στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Κι όλα αυτά πάντα μεταξύ αντρών, μιλημένα – ξηγημένα και παστρικά.

Μα, θα μου πείτε, και συ έχεις επίθετο. Έχω, θα σας απαντήσω. Και μάλιστα δύο, ζωή να ‘χω να τα χαίρομαι. Αλλά δεν είναι δικά μου. Το ένα το φέρει ο πατέρας μου και το άλλο ο σύζυγός μου, ζωή να ‘χουν κι αυτοί. Εγώ το… δανείζομαι. Όπως και όλες οι γυναίκες, σε όλον τον κόσμο, το δανείζονται από κάποιον άντρα. Σπάνια τα επώνυμα να είναι μητρωνυμικά, τουτέστιν να «κρατάνε» από το βαπτιστικό όνομα της μητέρας κάποιου.

Δανεικό κι αγύριστο, βέβαια, αιώνες τώρα. Όχι μόνο το δικό μου επώνυμο, όλων των γυναικών. Τί να κάνεις; Και δόξα Τω Θεώ να λέμε. Τουλάχιστον τώρα δεν θεωρούμαστε πια τόσο πράγματα ή κτήματα ενός άντρα, όσο παλιά. Και μετά, σου λέει, ήτανε πρακτικοί οι λόγοι που επικράτησε αυτή η συνήθεια, επώνυμο να έχουν πρωτίστως οι άντρες και ακολουθούν σύζυγοι και τέκνα. Ήταν και είναι θέμα τάξης. Να μην χάνουμε τον λογαριασμό. «Τίνους είσ’ι ‘συ;» ρωτάνε ακόμα στα μέρη μου και καλά κάνουν, πώς θα γνωριστούμε αλλιώς. Η απάντηση, όμως, είναι δεδομένη. Είσαι ή κάποιου πατέρα ή κάποιου συζύγου. Δεν φύτρωσες στα ραπανάκια, ούτε σ’ έκανε η μάνα σου μοναχή τ’ς! Α! Να τα λέμε κι αυτά!

Πολλές φορές, ακόμα και σήμερα, αν είσαι γυναίκα στην Ελλάδα και ζεις σε χωριό ή σε μικρή πόλη, μη σου πω δεν το χρειάζεσαι καν το επίθετο. Παίρνεις προσδιοριστικά το όνομα του άντρα σου. Είσαι, π.χ., η Κώσταινα. Ενίοτε, παίρνεις το όνομα της δουλειάς του άντρα σου. Είσαι, ας πούμε, η φουρνάρισσα. Και γιατί έχεις άντρα φούρναρη αλλά και γιατί η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, οπότε φέρνεις βόλτα το σπίτι, τα παιδιά, τον κήπο, τον σύζυγο αλλά βοηθάς και στο φούρνο. Πολυεργαλείο με εγγύηση εφ’ όρου ζωής.

Τελοσπάντων, γενικά τα επώνυμα διακρίνονται σύμφωνα με τη σημασία τους σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, που δηλώνουν αντίστοιχα ή βαπτιστικό όνομα, ή καταγωγή, ή επάγγελμα ή κάποιο παρατσούκλι.  Οι γυναίκες παίρνουν το επίθετο του άντρα τους, κάποτε ήθελαν δεν ήθελαν, τώρα πια αν θέλουν. Αν δεν θέλουν κρατούν το πατρικό τους. Όχι μόνο Σούλα. Σκέτο το όνομα δεν αποτελεί ταυτότητα. Μία Σαπφώ πέρασε άνευ επωνύμου κι αυτήν την λένε ακόμα Λεσβία. [1]

Αιτιολογημένη η προέλευση του επωνύμου, σε έναν κόσμο ανδρών, που οι γυναίκες λειτουργούσαν ως επί το πλείστον στην αφάνεια. Τώρα πια το θέμα τίθεται στο αν μια γυναίκα θα κρατήσει το πατρογονικό της επώνυμο ή θα υιοθετήσει του συζύγου της. Οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν στην μία ή την άλλη απόφαση πολλοί. Και ιδεολογικά αλλά και πρακτικά αν το δεις. Κυρίως δε αν αποκτήσεις παιδί. Θες να μην μπερδεύεται το παιδί σου. Θες να μην πλανιέται η φήμη στο σχολείο του παιδιού σου ότι είστε σε διάσταση με τον άντρα σου – τουλάχιστον.  Ή βαριέσαι να εξηγείς ολούθε ότι ναι μεν είσαι η γυναίκα του Νάσσου αλλά δεν σε λένε Κωλοφωτιά (ναι, επίθετο είναι). Όχι, σοβαρά, ξέρεις πόσον καιρό θα του πάρει του ταχυδρόμο να σου φέρει τα γράμματα στη σωστή διεύθυνση και να μην τα παραδίδει στο πατρικό σου ή να μην τα στέλνει από κει που ‘ρθανε απαράδοτα; Μετά, πες πως επιτέλους παντρεύτηκες αυτόν που κυνηγούσες, με συγχωρείτε, που αγαπούσες ήθελα να πω. Ε, να μην σε λένε μετά κυρία Κοκοβίκου με δόξα και τιμή; [2] Να μάθει ο κόσμος κι ο ντουνιάς ποιος το ‘χει ζώσει αυτό το βόδι;

Είναι πολλά τα θέματα. Απ’ τη μία θες να διατηρήσεις την ταυτότητά σου στον χώρο εργασίας σου, γιατί επί τριανταφεύγα συναπτά έτη έχεις συνηθίσει και συ, κι ένας σωρός κόσμος ακόμα, να σε φωνάζουν Βροντάκη και όχι Φουρτουνάκη. [3] Απ’ την άλλη, όμως, θες να κρατήσεις και τη συνοχή στην οικογένειά σου και τον συγγενικό όσο και φιλικό σας κύκλο. Ή απλά γουστάρεις να τιμήσεις τον άντρα σου γιατί τον έχεις κορώνα στο κεφάλι σου. Είναι, πες, ο άντρας σου από άλλη χώρα, θες να πας εκεί και να σε αναγνωρίζουν πιο εύκολα. Θες να ταξιδέψεις και θες να αποφύγεις διαφόρων ειδών προβλήματα, που μπορεί να δημιουργήσει ο μέσος πανέξυπνος υπάλληλος του γκισέ, ιδιαιτέρως δε αν τύχει και είσαι μόνη σου με τα παιδιά σου. Άστα. Άκρη δεν έχει ο ουρανός. Για μας τις γυναίκες είναι όλα…

Τα οικογενειακά μας ονόματα και η σημασία τους ή η ιστορία που φέρει το καθένα, προήλθαν και αναφέρονται σε προγόνους μας, χαρακτηρίζοντας το επάγγελμά τους, την καταγωγή τους, ίσως ακόμα και κάποιο ελάττωμά τους και έχουν ίσως συνδεθεί και με το ποιόν κάποιου προκατόχου τους. Αλλά δεν χαρακτηρίζουν απαραίτητα εμάς, εκτός και αν το επιλέξουμε να συνεχίσουμε την καλή ή την κακή οικογενειακή παράδοση!  Τον καθέναν από μας τον χαρακτηρίζουν μόνο οι πράξεις του. Οι πράξεις μας είναι που μας τοποθετούν στη συνείδηση των συνανθρώπων μας και του κοινωνικού συνόλου. Οι πράξεις μας μάς τοποθετούν στην ιστορία. Οι πράξεις μας στη Θεία Δίκη και Κρίση. Οι πράξεις μας στα μάτια τα δικά μας και των παιδιών μας. Οπότε, κατά κύριο λόγο είμαι μόνο η Κατερίνα. Και συ είσαι ο Κώστας. Είσαι η Μάχη. Είσαι ο Γιώργης. Μέσα μας. Και το μέσα μας είναι αυτό που έχει πάντα την βαρύνουσα σημασία.


[1] Σαπφώ: αποκαλούμενη και Σαπφώ η Λεσβία από τον τόπο καταγωγής της. Ελληνίδα λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τα ποιήματά της. Με το όνομά της έχει συνδεθεί και ο λεσβιακός έρωτας.

[2] Αναφορά στην ελληνική ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», μια ελληνική κωμική, αισθηματική, κινηματογραφική ταινία, του 1965, σε σκηνοθεσία Γεώργιου Τζαβέλλα και σε παραγωγή Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης, με πρωταγωνιστές τους Μάρω Κοντού και Γιώργο Κωνσταντίνου. Είναι μια από τις πιο επιτυχημένες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, με πλήθος αναφορών στη ζωή και στα προβλήματα της μικροαστικής τάξης στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. (Πηγή: el.wikipedia.org)

[3] Αναφορά στην ελληνική ταινία Η Νεράιδα και το Παλικάρι είναι τίτλος μιας ελληνικής αισθηματικής κωμικής ταινίες του 1969 σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, και σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη, με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τον Σπύρο Καλογήρου. (Πηγή: el.wikipedia.org)

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη