“Πελαγία”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Τα καλοκαίρια, λέω, πως γίνανε για τα παιδιά που περιμένουν στις αυλές στο σπίτι της γιαγιάς, καθισμένα ανακούρκουδα, τους γονείς τους να γυρίσουν απ’ το ψάρεμα ή απ’ το κυνήγι και τα δυο συνυφασμένα με την ενήλικη τους ανεμελιά, ο Θεός να την κάνει! Μια μικρή σιδερένια πόρτα βαμμένη σκούρο πράσινο, στο έμπα της αυλής, στα δεξιά μια βερικοκιά  να σημαδεύει την αρχή των καλοκαιριών και στα αριστερά η βρύση του κήπου, ντάλιες και τζίνια φυτεμένα απ’ τον παππού και πάνω απ’ το κεφάλι, πλεγμένες ανάμεσα στις καλαμιές νεροκολοκύθες να κρέμονται και ν’ αντηχούν την αληθινή παιδική αθωότητα.

Απ’ το μαρμάρινο πλατύσκαλο της κεντρικής πόρτας με τα πόδια υψωμένα τόσο όσο να μην χάνεται η ισορροπία, μια θάλασσα σε σταχτοπράσινο, «λάδι», δείγμα για τους μεγάλους πως θα κάνει ζέστη σήμερα. Οι μικροί δεν λογιάζουν τη ζέστη. Πλατσουρίζουν ατελείωτα, φτιάχνοντας μικρά κυματάκια στη θάλασσα που αρνείται το θυμό…  Χτίζουν πυργάκια στην άμμο, μεταφέροντας με το κουβαδάκι νερό για το ποτάμι της φαντασίας τους γύρω απ’ τον πύργο.

Τα καλοκαίρια γίνηκαν για τις απρόσμενες μυρωδιές, την ομελέτα της γειτόνισσας, την κουβεντούλα τ’ απογεματάκι στο σπίτι της κυρά-Δέσποινας κάτω απ’ τη μεγάλη ελιά στο κέντρο του κήπου, μια Δέσποινα με ήσυχη ματιά κι ήρεμο άγγιγμα και τον κυρ- Μιχάλη, έναν παππού καλοσύνης βουτηγμένο στη σιωπή.

Αυτά τα καλοκαίρια είχε στα παιδικάτα της η Πελαγία, με μπόλικα αναπάντητα ερωτηματικά, καθώς οι μεγάλοι δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγούν. Έτσι,  αργότερα σαν μεγάλοι τρέχουμε σε οφθαλμιάτρους, πρεσβυωπία σού λέει, σαν δεν μπορούν να καταμετρήσουν τα τόσα ερωτηματικά στα μάτια. Και συνταγογραφούν  γυαλιά για να μεγαλώνουν οι κουκίδες και τα γράμματα. Για τα ερωτηματικά, ούτε λόγος!

Μεγάλωσες πια, Πελαγία μου, τι κέρδος ν’ ορίζεις τα καλοκαίρια;

Και τους χειμώνες που τους  ήθελες χουχουλιάρικους, ζεσταμένους απ’ αγκαλιάσματα και τις άνοιξες που τις καρτερούσες στη μυγδαλιά της κυρά-Κούλας της μπακάλισσας και τα φθινόπωρα που τα περπατούσες γυρεύοντας τις λακκούβες στον χωματόδρομο να τις πατήσεις με τα καφέ σου μποτίνια και τα γέμιζες αγωνία και προσμονή για την καινούρια σχολική χρονιά, για τ’ αταίριαστο σου που ήξερες, ένιωθες και φαινόταν, τι κατάφερες Πελαγίτσα μου; Πελάγωσες λιγότερο; Πόσο από το πέλαγος αξιώθηκες; Πόσο απ’ αυτό ευχόσουν να γλυτώσεις;

Θέλουν συντήρηση τα καΐκια κι οι βάρκες και τα πανιά, λάδωμα οι μεντεσέδες, καλή μου, γιατί με τους χειμώνες, όταν θυμώνουν οι αέρηδες τρίζουν καθώς χτυπούν τα ξύλινα παντζούρια στους τοίχους του παραθύρου, χάσκουν πιο πολύ τα κενά, λείπουν πιο πολύ οι λέξεις, πονούν οι απουσίες που έπαψες ν’ αναφέρεις…

Στα κυματένια σου, καλά κρυμμένα, μαλλιά, πάνω εκεί στο άσπρο τους μετριούνται όλες οι μέρες, οι στιγμές, οι σκέψεις. Τα νυχτέρια σου πάνω από τις αγάπες της ζωής σου. Τι, τελικά, εξόν από τούτο το άσπρο του κυμάτου ήταν, ολότελα, δικό σου;

Τα καλοκαίρια, ακόμα μέσα σου μυρίζουν ζεσταμένο ρετσίνι, μια πλεγμένη μουσική απ’ το τραγούδι των τζιτζικιών και των πουλιών με την πρωινή ψαλμωδία που ‘ρχεται με τ’ απαλό αεράκι από μακριά, να μην ενοχλήσει τα βλέφαρα των ακόμα παραδομένων στον ύπνο… Μια φορά τέτοια ψυχή και τέτοιο βλέμμα στον κόσμο, για πάντα η ίδια… Σαν αυτό που κάποτε έλεγες χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνεις κι εσύ, ψάχνοντας να ‘βρεις δύναμη στις λέξεις, πως αν κάτι άξιζε για μια στιγμή μέσα στον χρόνο, αξίζει για μιαν αιωνιότητα…

Πόσο νερό κύλησε στο ποτάμι του χρόνου από τότε, πόσο άλλαξαν οι άνθρωποι, πόσο άνοιξαν τα μάτια; Απ’ όλο το πέλαγος μέσα σου, μια κουκίδα συμπυκνωμένη όνειρα κι αναμνήσεις ό,τι θ’ απομείνει από εσένα. Κι ας ήσουν ικανή , κι ας μπόραγες βοριάδες στ’ ανοιχτά του πελάγου κι αλατισμένο αέρα στο πρόσωπο…

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    19 Σεπτεμβρίου 2017 at 11:14

    “Τι, τελικά, εξόν από τούτο το άσπρο του κυμάτου ήταν, ολότελα, δικό σου;”
    Θεωρώ πως η απάντηση έχει ήδη δοθεί πιο πάνω: “Τα καλοκαίρια γίνηκαν για τις απρόσμενες μυρωδιές, την ομελέτα της γειτόνισσας, την κουβεντούλα τ’ απογεματάκι στο σπίτι της κυρά-Δέσποινας κάτω απ’ τη μεγάλη ελιά στο κέντρο του κήπου”
    Αυτά ήταν ολότελα δικά της!
    Πολύ όμορφο, το ευχαριστήθηκα Μαριάννα μου!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη