“Πίστη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πού ‘σαι ζωή;

Μου λείπει ο πατέρας μου. Τα σιωπηλά «σ’ αγαπώ» του. Οι μεγάλες του αγκαλιές… Η φωνή του να με φωνάζει «μάτια μου». Ακόμα απεχθάνομαι τις μεγάλες του απουσίες. Στα κενά της μνήμης μου, ταξιδεύω πλαστικά γιωτ και μιμούμαι το θόρυβο της μηχανής τους. Μου λείπουν τα φροντισμένα λόγια, ήσυχα όπως η σιγαλιά της νύχτας, τ’ άφρισμα στην άκρη της θάλασσας, βέβαιο όπως το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή. Δεν τη μπορεί κανείς πια την παιδική μου αφέλεια -τη βρίσκει αταίριαστη με τα προχωρημένα μου χρόνια. Τώρα δεν έχει δεν πρόσεξα, δεν ήξερα, δεν είδα. Δεν έχει «Ε! Κάποιος συνθλίβεται, ανοίξτε τα μάτια!».

Δεν έχει πια πατέρα εδώ, σβήνω το παιδί; Δεν έχει παιδί, σβήνω τη μάνα; Δεν έχει δρόμους, σβήνουν οι λεωφόροι, οι  παράδρομοι, οι κατσικόδρομοι, τα βουνά; Δεν έχει καλοκαίρια, τελειώνουν οι θάλασσες; Δεν έχει νεότητα, τελειώνουν τα όνειρα κι οι αγάπες;

Αυτά τα τζιτζίκια, φορές μοιάζουν βελόνες. Βασανιστικά τρυπούν το δέρμα, γίνονται ένα με την  ακοή, όμως πάλι, αν πάψουν θα νομίζεις πως κάτι απόκοψε βίαια τα καλοκαίρια απ’ την απόδειξή τους.

Μου λείπουν, η απλή αποδοχή της σειράς -τα παπούτσια σου θα φορέσω κι εγώ, μαμά, το ξέρω, μα αυτή η εμμονή, η παραίτηση, τα χέρια ψηλά, παραδίνομαι στον άτονο ρυθμό σου, το πρωί να σηκωθώ, πώς και τι ώρα, τι θα φάμε μετά, έναν σκασμό, η μεσημεριάτικη σιέστα που βραδιάζει, τι θα φάμε μετά, πότε θα ξαπλώσω, αχ!, πώς θα σηκωθώ ξανά το άλλο πρωί και στα ενδιάμεσα, κρυφές σκέψεις, τσιγκούνικα λόγια, συρτά ψεύτικα βήματα, ζωή!, αυτό ζωή δεν το λες!

Όχι, δεν είμαι επαναστάτρια! Ίσα- ίσα.  Μου λείπουν η ήρεμη εναλλαγή των στιγμών, η ξεκούραση των ματιών στ’ απαλό λίκνισμα της κουρτίνας, η νεανική προσήλωση σ’ έναν σκοπό, το λαμπύρισμα της ευτυχίας στα μάτια.

Ετούτη η διάχυση μ’ εξουθενώνει. Πονάει πιο πολύ κι από την απομόνωση.

Λυπάμαι τα σπασμένα φτερά, τις μεγάλες ψευδαισθήσεις, το μυαλό που δικαιολογούσε στιγμές και βούλωνε σκέψεις για να βρίσκουν χώρο τα χρόνια.

Λυπάμαι τις νύχτες που όλοι στα όνειρά τους βαδίζουνε μόνοι, τα «αντίο», τα «καλή μας αντάμωση», τα σκληρά λόγια, τις θυμωμένες φωνές.

Αν ήταν όλα αλλιώς! Τα μαγικά ραβδάκια λύγισαν στην άκρη τους και νεράιδα δεν είμαι.

Άλλους τους καθορίζουν αυτά που τους λείπουν. Άλλους, πάλι, αυτά που έχουν.

Λοιπόν, όπου βγει…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη