“Ο body guard”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η Σοφία, η όμορφη αστυνομικίνα μόλις έβγαινε από την περιστρεφόμενη πόρτα του πολυτελούς ξενοδοχείου όπου για πολλές ώρες παρέμεινε σε έναν χώρο του, περιμένοντας κάποιον που παρακολουθούσε, να φανεί. Το είχε πάρει προσωπικά το να ξεδιαλύνει μια περίεργη ιστορία που αφορούσε έναν αξιοπρεπή και πασίγνωστο επιχειρηματία τα έργα και ημέρες του οποίου την προβλημάτιζαν. Και ενώ τα έργα τούτα έκαναν κακό στους συμπολίτες της κανείς δεν γνώριζε τον… ποιούντα τα έργα και το κοινό εύρισκε την αφορμή που ζητούσε να τα βάζει με την ‘’ανίκανη’’ αστυνομία. Της έψελναν τον αναβαλλόμενο, ως συνήθως. Είμαστε όμως και ένας λαός βρε παιδί μου! Όταν η Ε.Λ.Α.Σ. κάνει κάτι το σπουδαίο εμείς τσιμουδιά. Ως εάν να είναι κάτι το αυτονόητο. Μα έτσι και ο άλλος κάνει ένα κακουργηματάκι και δεν βρεις ποιος είναι ο ποιών εντός 24 δευτερολέπτων, συγγνώμη, ωρών ήθελα να πω, χωρίς να αποκλείω και το προηγούμενο, μαύρο φίδι που την έφαγε την έρμη την Ε.Λ.Α.Σ.! Το τι ακούει δεν το λέω γιατί απεχθάνομαι την χυδαιολογία ακόμη και σαν μεταφορά λόγου. Και να πεις ότι ο χυδαιολόγος εκτελεί το βρωμερό του έργο επωνύμως; Α, μπα. Κατακλύζει το Facebook με τις χυδαιολογίες του υπό μορφή ΙΟΥ και έως ότου εσύ καταλάβεις περί τίνος πρόκειται ο ΙΟΣ έχει πετύχει το σκοπό του. Άντε και ύστερα να μη σου το κρατάνε οι μπάτσοι, ε; Να μην σου το μαυρίσουν το μάτι με καμιά ανάστροφη έτσι και πέσεις στην αγκαλίτσα τους! Εσύ δηλαδή αν ήσουν στην θέση τους σαν τι θα έκανες;

H Σοφία λοιπόν, η αστυνομικίνα με μιαν προικισμένη παρατηρητικότητα για βραβείο NOBEL, ή για βιβλίο ΓΚΙΝΕΣ,  ή για όπου αλλού τέλος πάντων βραβεύουν ανθρώπινες ικανότητες που ξεπερνούν τα εσκαμμένα, περπατούσε σαν υπνοβάτης από την κούραση, με μάτια κατακόκκινα από μια ολονύκτια αϋπνία στο παρατηρητήριό της. Καθώς όμως περνούσε την περιστρεφόμενη θεόρατη πόρτα του ξενοδοχείου, το alarm του μυαλού της άρχισε να κτυπά δαιμονιωδώς στην θέα ενός νεαρού άντρα που έμπαινε στο ξενοδοχείο από την αντίθετη πλευρά της ίδιας πόρτας. Τα βιονικά της μάτια θαρρείς και είχαν διαπεράσει το σώμα με ακτίνες Χ και διέκριναν πάνω του αν όχι ένα οπλοστάσιο, 3-4 όπλα το λιγότερο. Και η Σοφία αντί να βγει και να πάει στην ευχή της Παναγιάς που λένε, κάνει στροφή στην… στριφογυριστή πόρτα και μπαίνει πίσω από το νεαρό, στο ξενοδοχείο ξανά. Τον ακολουθεί κατά πόδας με το βίτσιο της του λαγωνικού στα όπα του και τον ακούει, Ύψιστε, να ρωτάει τον ρεσεψιονίστ το όνομα του ανθρώπου που κι εκείνη περίμενε εις μάτην τόσες ώρες. Να ‘ταν λες η τυχερή της μέρα;

Δεν μπόρεσε ν’ ακούσει περισσότερα αλλά καθώς φαίνεται ο υπάλληλος είπε στον νεαρό να καθίσει στο σαλόνι και ο κύριος θα ειδοποιηθεί, γιατί τον είδε να βαδίζει νωχελικά προς το σαλόνι όπου στο παχύ χαλί βούλιαζαν απολαυστικά τα παπούτσια του.

 ‘’Τι δυνατή vacuum cleaner θα έπρεπε να διαθέτει το μαγαζί για να καθαριστούν τέτοια χαλιά’’ σκέφτηκε μειδιώντας η Σοφία σαν καλή νοικοκυρά που ήταν. Μα τέλος πάντων υπήρχε και κάτι που να ήταν ‘’ΛΙΓΟ’’ αυτό το κορίτσι; Ναι υπήρχε. Ήταν λίγο τσιμπημένη coup de foudre με τον γοητευτικό νεαρό. Μα είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Ναι είναι.

Θαρρείς και της έκανε κάποιος μάγια. Θαρρείς και ήταν συνέχεια μιας σχέσης που διακόπηκε για λίγο και τώρα ξαναήρθε στη ζωή της εν ώρα υπηρεσίας! Συμβαίνουν κι’ αυτά και είναι παιχνίδια που αρέσουν στην ζωή για να μην πλήττει τόσο αυτή όσο και τα’ ανθρωπάκια που την ζουν. Ωχ Θεέ μου.

Κάθισε αυτός στο σαλόνι κάθισε και αυτή απέναντί του και κάνει να ανάψει  το τσιγάρο της που το έβγαλε από μια περίτεχνη χρυσή ταμπακέρα. Ο νεαρός κύριος αστραπιαία βρέθηκε μπροστά της με ένα μακρύ αναμμένο σπίρτο απ’ αυτά που χρησιμοποιούν για το άναμμα του τζακιού. Ευγενική η προσφορά του ευγενική και η αποδοχή της με ένα γοητευτικό αστραφτερό της χαμόγελο που το είχε πάντοτε για τέτοιες ιδιαίτερες τσιριμόνιες. Το ένστικτό της το αλάνθαστο της έλεγε ότι θα άρχιζε οσονούπω, τι ΘΑ άρχιζε, άρχισε ήδη να λες, μια ιστορία απ’ αυτές που της άρεσαν και που πλέον είχε γίνει εξπέρ στην διαχείρισή τους όσο και αν ήταν ολίγον προβληματικές στη λύση τους.

Μα και ο κομψευόμενος καθώς μαρτυρούσαν οι κινήσεις του δεν ήταν κανένας amateur του savoir vivre, αλλά ένας γερός γνώστης του αντικειμένου απ’ αυτούς που τείνουν πλέον να εκλείψουν από την πιάτσα. Γι’ αυτό και οι εναπομείναντες, πάντοτε εντυπωσιάζουν με την άψογη τζεντλεμανική τους συμπεριφορά.

«…Όχι δεν με ξέρετε από πουθενά, Δεν με έχετε ξαναδεί στη ζωή σας», λέει η Σοφία.

«Δεν είναι δυνατόν, μα πώς ξέρατε τι θα σας ρωτούσα;»

«Ε, και τα  γαλόνια– και κυριολεκτώ– γιατί τα έχουμε;»

«Τα γαλόνια είπατε; Τι γαλόνια αν επιτρέπεται;»

Αλλά την απάντηση δεν πρόφτασε να την εισπράξει γιατί ακριβώς τη στιγμή εκείνη έκανε την εμφάνισή του ο ένοικος του ξενοδοχείου που περίμενε.

«Συγγνώμη, Μάρκο, διακόπτω κάτι;» ρώτησε βλοσυρά.

«Ω όχι κύριε σας παρακαλώ. Με την κυρία ναι είχαμε μια κουβέντα που θα την συνεχίσουμε οπωσδήποτε μιαν άλλη στιγμή δεν είν’ έτσι Σύλβια;»

Ο νεοφερμένος κάτι μουρμούρισε, ένευσε ελαφρά με το κεφάλι του κάτι σαν ευγενικό χαιρετισμό, απ’ αυτούς που ακολουθούν μετά από μια γερή δόση μουρουνόλαδου (!) και βάδισε προς την έξοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου ακολουθούμενος από τον (πως τον είπε;) τον Μάρκο.

«Εσένα αγόρι μου αυτό το πάθος σου για τον ποδόγυρο θα σε φάει. Δεν μού λες, την ξέρεις την λεγάμενη; Όχι δεν την ξέρεις, πρώτον γιατί δεν την λένε Σύλβια αλλά Σοφία και δεύτερον γιατί δεν σε κόβω για τύπο που αρέσκεται να κάνει εν γνώσει του παρέα με αστυνομικίνες. Βάζω δε στοίχημα ότι η κυρία δεν βρέθηκε έτσι ανέμελα και τυχαία στον δρόμο σου να σου κρατά συντροφιά στο lobby ενός πολυτελούς ΗΟΤΕL.

O Mάρκος κατάλαβε τι εννοούσε η κοπέλα όταν μιλούσε για γαλόνια και είναι κάτι που ίσως και να μη μάθαινε ποτέ ακόμη και αν δεν διακόπτονταν η κουβέντα η σύντομη που είχε μαζί της.

‘’Σαν να συνεχίζεται άσχημα η μέρα μου’’ σκέφτηκε ο Μάρκος ο body guard του κυρίου όπως ίσως καταλάβατε.’’ Κρίμα και είχε αρχίσει  τόσο υπέροχα μ’ εκείνη την κοπέλα που ήταν του τύπου μου και που παραδόξως εξακολουθεί να είναι του γούστου μου ακόμη και αφού έμαθα το επάγγελμά της’’. Αυτός ήταν λοιπόν ο εσωτερικός του μονόλογος.

Είχε προσληφτεί σαν σωματοφύλακας του κυρίου Διογένη πράγμα που θεωρούσε μεγάλη τύχη γιατί το αφεντικό έμοιαζε για τίμιος άνθρωπος και επιχειρηματίας. Γι’ αυτό και δέχτηκε τη δουλειά. Μισούσε τα κακοποιά στοιχεία όπως και τις δοσοληψίες με την αστυνομία και τα σούρτα φέρτα με τις φυλακές.

Δεν είχε κάνει συμβόλαιο με την πρόσληψή του, οπότε την οιανδήποτε στιγμή που κάτι δεν του άρεσε ή δεν ταίριαζε με  την δική του ηθική μπορούσε να πάρει το καπελάκι του και να φύγει.

Το πρώτο καμπανάκι που κτύπησε στο μυαλό του δυνατά μετά την πρώτη έκπληξη στο άκουσμα του επαγγέλματος της κοπέλας ήταν ακριβώς αυτό. ΠΟΥ ήξερε ο κύριος  Διογένης ακόμη και το μικρό της όνομα; Και αφού το ήξερε πώς και δεν αντάλλαξε δυο εθιμοτυπικά λόγια μαζί της ως είθισται να κάνει ένας gentleman όπως υποτίθεται ήταν ο κύριος Διογένης;

Η μία σκέψη έφερε την άλλη και η άλλη την παρ’ άλλη και κατέληξε να πει μόνος του ‘’Ρε συ Μάρκο το νου σου αγόρι μου. Μη και η δουλειά που ανέλαβες να κάνεις δεν είναι και τόσο αθώα και βρεθείς μπλεγμένος σε ιστορίες γι’ αγρίους. Βρε λες το αφεντικό να έχει δοσοληψίες με αστυνομίες, τι είδους δεν ξέρω, θα μάθω. Βιάστηκα πού να πάρει να πιάσω τη δουλειά που μού συνέστησε ένας φίλος, χωρίς να ρωτήσω για το who is who του αφεντικού. Γι’ αυτό λοιπόν τα μάτια σου δέκα τέσσερα Μάρκο φίλε μου.’’ Αυτά σκεπτόταν ο body guard,βαδίζοντας ένα βήμα πίσω από το αφεντικό του.

Δεν πρόλαβαν να κάνουν δέκα βήματα και σφαίρες υπό τύπον Φθινοπωρινής μπόρας άρχισαν να πέφτουν κατά πάνω τους. Με ένα σάλτο ο νεαρός έπεσε πάνω στον Διογένη ρίχνοντάς τον στο πεζοδρόμιο την στιγμή που η πηγή της εξαπόλυσης των σφαιρών πλησίασε στην μικρότερη δυνατόν απόσταση από τους δύο. Ήταν ένα λευκό  βαν, Όπελ παλαιού τύπου. Κανένας δεν τραυματίστηκε ει μη μόνον η εμπιστοσύνη του Μάρκου για το ποιόν του Διογένη.

Το αποφάσισε. Θα έμενε στη δουλειά αν και εφ’ όσον ο Διογένης ήταν μεν καθαρός τις δε σφαίρες θα τις αντιμετώπιζε με το σκεπτικό ότι τέτοιου είδους προβλήματα θα υπήρχαν στους χώρους τους ανταγωνιστικούς των επιχειρήσεων.

Άδεια οπλοφορίας είχε.

Άδεια δύο συγκεκριμένου τύπου όπλων είχε.

Άδεια χρήσης  τους σε περίπτωση άμυνας και άδεια εξάσκησης επαγγέλματος  είχε. Και θα το εξασκούσε για δύο χρόνια έως ότου έδινε εξετάσεις για την εισαγωγή του σε Αστυνομική Σχολή. Είχε θεωρήσει ότι η εργασία του αυτή ότι δεν ήταν παρά μια μορφή εξάσκησης που αφ’ ενός    τον έβαζε στο κλίμα του αστυνομικού επαγγέλματος, αφ’ ετέρου έκανε πρακτική στα ανακλαστικά του. Μάθαινε τουτέστιν ο Μάρκος και καπάκι πληρωνόταν καλά για τις υπηρεσίες του, απείρως καλύτερα απ’ ό, τι ένας μπάτσος που ο μισθός του είναι πενιχρός όπως γνωρίζουμε καλά.

Δεν υπήρχε ψυχή στην περιοχή και πράγμα περίεργο κανείς δεν φάνηκε να αναρωτιέται τι σήμαιναν όλοι αυτοί οι πυροβολισμοί. Αδιαφορία; Συνήθεια; Ωχαδελφισμός; Εκείνοι ήταν καλά; Ε, στην τελική αυτό ήταν που μετρούσε.

Κάτωχρος ο Διογένης μπήκε στη θωρακισμένη Μερσέντες του που τους περίμενε με τον σωφέρ στο τιμόνι.

«Μάρκο μην πεις τίποτα. Θα σού πω όταν έρθει η στιγμή. ΌΧΙ τώρα», ψέλλισε ο Διογένης.

Με φουλ επιτρεπτή ταχύτητα έφτασαν στον προορισμό τους που ήταν τα  γραφεία τα κεντρικά μιας αλυσίδας επιχειρήσεων πολύ γνωστή στους πάντες.

Ο Μάρκος που δεν είχε πει λέξη μέχρι τότε, ακολούθησε το αφεντικό στο ασανσέρ και ανέβηκαν μέχρι τον τελευταίο όροφο που ‘’έξυνε‘’ όντως τον ουρανό. Εκεί, ένευσε του Μάρκου να αναμένει σε έναν χώρο μακριά απ’ αυτόν που μπήκε εκείνος και  το μόνο που πρόλαβε να δει με το άνοιγμα μιας τεράστιας συρτής πόρτας ήταν 5-6 άτομα όρθια κρατώντας από ένα ποτήρι  στο χέρι.

Για να περάσει την ώρα του, μπήκε στο ίντερνετ με ένα λαμπρό σήμα και άρχισε νε ψάχνει. Πώς την είπε το αφεντικό; Σοφία Γιούση; Και ω του θαύματος να’ την η κυρία στο fb της Στο άλμπουμ φωτογραφιών της χόρτασε να την βλέπει. Τι όμορφη που ήταν! Χόρτασε το μάτι του γοητεία και… όπλα!!! Η κοπέλα φανερό, δεν έκρυβε την ιδιότητά της τής αστυνομικού αν και σε καμία φωτογραφία της δεν ήταν με στολή. Πού σημαίνει ότι ναι μεν μπορεί να ήταν ερωτευμένη με το επάγγελμά της αλλά όχι με την στολή όπως κάνουν πολλές και πολλοί.

Έμαθε πολλά για κείνη και ας μην ήταν ‘’φίλος‘’ της.

«Θα της στείλω αίτημα φιλίας», σκέφτηκε.

‘’Ναι ε; ΚΑΙ πού θα καταλάβει ποιος είσαι και πώς να ψάξει στο χρονολόγιό σου αφού δεν ξέρει ονόματα και διευθύνσεις; Ζήτημα είναι αν συγκράτησε το όνομά σου όταν σε κάλεσε ο Διογένης μέσα από τα σφιγμένα του δόντια. Μα και τι έχω να χάσω; ’’Ξαναρώτησε τον εαυτό του. Καμιά φορά ο εαυτός  του αυτός θα τον ξαπόστελνε έτσι μπελάς που του είχε γίνει με τις ερωτήσεις και τις απορίες του. Συνήθεια και αυτή η δική του, σε συνεχή διάλογο με τον Μάρκο! Και να πεις ότι κάτι έβγαινε από τις ερωτήσεις του; Μόνος του  ρωτούσε μόνος του απαντούσε, το μόνο που έβγαινε από τον ιδιότυπο αυτόν διάλογο ήταν ότι οι απαντήσεις που ο ίδιος έδινε κατά κανόνα δεν ήταν αυτές που ήθελε να ακούσει αλλά οι σωστές, οι χωρίς κάντιο και μέλι πασαλειμμένες και όχι οι ήξεις αφήξεις και μου σου του. Τού άρεσαν δεν του άρεσαν ΑΥΤΕΣ ήταν.

Επρόκειτο για ένα παλικάρι με μεγάλη μυϊκή δύναμη, έξυπνο, μορφωμένο, μα ολίγον ρομαντικά αφελές. Αυτό το τελευταίο βγαίνει από το πώς και δεν κατάλαβε, πώς δεν πήρε χαμπάρι, με τι παλιόμουτρο είχε μπλέξει. Με μια κουκουβάγια που δρούσε στα σκοτεινά ενώ με το φως του ήλιου το έπαιζε δυναμικός και τίμιος επιχειρηματίας. Μα ο Διογένης έναν τέτοιο bodyguard επιθυμούσε να έχει για την φύλαξή του. Έναν αθώα αφελή που στόχο να μη δίνει γιατί αυτό μόνον οι τύποι… του στυλ του το πετυχαίνουν.

Το αφεντικό αργούσε να φανεί και ο Μάρκος είπε να κατέβει μέχρι το ισόγειο να πιει έναν καφέ. Τρώγοντας ένα λαχταριστό κρουασάν και πίνοντας έναν καφέ γλυκό σαν σιρόπι κοιτούσε στον δρόμο μέσα από την απαστράπτουσα από καθαριότητα τζαμαρία, όταν την είδε. Αποκλείεται να μην ήταν εκείνη. Πάλι στον δρόμο του λοιπόν. Τυχαίο; Σηκώνεται απότομα, χύνεται ο καφές στο τραπέζι, αφήνει ένα εικοσάρικο και πετάγεται στο δρόμο να την προλάβει. Στεκόταν στο περίπτερο καπνίζοντας και μιλώντας στο κινητό της.

«Σοφία»…

Η Κοπέλα κλείνει το κινητό και γυρίζει αργά προς τη φωνή που την κάλεσε.

«Τα, τς, τς για δες μόνο βουνό με βουνό δεν σμίγει. Τι κάνεις εδώ Μάρκο;»

‘’Θεέ μου θυμάται το όνομά μου. Και τι γλυκά που ακούγεται από το στοματάκι της!’’ άρχισε να συνδιαλέγεται κατά την προσφιλή του συνήθεια με τον εαυτό του.

«Σοφία, θα μού επιτρέψεις να σε κεράσω μία μπύρα; Ή δεν επιτρέπεται εν ώρα υπηρεσίας;»  ρώτησε αυτήν που τόσες ώρες τώρα πρωταγωνιστούσε στη σκέψη του και ναι ναι ναι στην καρδιά του.

Εκείνη κάτι πήγε να ρωτήσει, πώς και ήξερε δηλαδή ότι ήταν αστυνομικός,  αλλά θα ήταν αφελές. Ο Διογένης θα τον είχε ενημερώσει σίγουρα.

«Και βέβαια δεν επιτρέπεται, μα σήμερα λέω να κάνω μία παράβαση. Πάμε».

‘’Εαυτέ μου τ’ άκουσες; Θα κάνει παράβαση για το χατίρι μου…’’ Και φαίνεται ότι ο εαυτός του θα του είπε αυτή τη φορά αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, γιατί ένα πλατύ χαμόγελο καρφώθηκε στα χείλη του που έκανε και τα μάτια του να γελούν με ενθουσιασμό.

Κάθισαν στο καφέ και μιλούσαν σαν δυο καλοί φίλοι που γνωρίζονταν καιρό. Είναι αυτό που λένε για τη χημεία και το ότι μπορείς να νιώσεις οικεία με άτομο που γνώρισες χθες, ενώ νιώθεις άβολα με κάποιο άλλο που ξέρεις ακόμη και χρόνια. Αδύνατον να φανταστεί κανείς ότι στην ουσία ήταν η πρώτη φορά  που συναντιόντουσαν, γιατί η προηγούμενη δεν υπολογίζεται. Εκτός του ότι εκείνη ήταν τυχαία, ήταν και απελπιστικά σύντομη.

«Με τούτα και με κείνα Μάρκο δεν μού είπες πώς και βρέθηκες να εργάζεσαι μ’ αυτό το κτήνος;»

«Γιατί τόσο μίσος Σοφία μου; Τι έχει δηλαδή ο άνθρωπός και μιλάς τόσο απαξιωτικά  για πάρτη του; Μεγάλος επιχειρηματίας είναι και καλός εργοδότης».

«Έτσι νομίζεις ω καλό και αθώο αγόρι μου (απέφυγε να τον αποκαλέσει αφελές). Το αφεντικό σου είναι ένας μεγαλέμπορος ναρκωτικών και κάνει λαθρεμπόριο όπλων. Δεν μπορούμε να τον πιάσουμε είναι τετραπέρατος αλλά εγώ δεν θα ησυχάσω αν δεν βρω τρόπο να τον ξεσκεπάσω και να πάει να εγκατασταθεί όχι σε HOTEL πολυτελείας, αλλά σε ένα υγρό κελί φυλακής.

Θα μου πεις, και πώς εμπιστεύομαι τον σωματοφύλακά του λέγοντας αυτά τα φρικτά πράγματα; Τι να πω, το ρισκάρω. Αλλά και να του μεταφέρεις την κουβέντα μας δεν τρέχει τίποτα. Το τι εγώ πιστεύω για τα μούτρα του το ξέρει γι’ αυτό και με μισεί θανάσιμα. ΑΠΟΡΩ πώς και ήδη δεν έβαλε κάποιον από τα μπουμπούκια του να με καθαρίσουν. Να, π.χ. και συ αυτή τη στιγμή πιθανόν να εκτελείς διατεταγμένη υπηρεσία και μακάρι να κάνω λάθος».

«Σοφία δεν θα το πιστέψεις αλλά θα μπορούσα και να σκοτώσω κάποιον που επιβουλεύεται τη ζωή σου. Είναι απίστευτο μού συμβαίνει για πρώτη φορά. Το μεγαλύτερο δώρο που θα ζητούσα από τους ουρανούς θα ήταν να με θεωρείς φίλο σου.

Αν είναι έτσι που μού τα λες για τον Διογένη ειλικρινά θα παραιτηθώ. Δεν είμαι του σχοινιού και του παλουκιού καλή μου όπως ίσως νομίζεις».

«Άκου Μάρκο. Έχω εξασκηθεί από τη δουλειά μου να ξεχωρίζω το ψέμα από την αλήθεια. Σού ομολογώ ότι πιστεύω τα λόγια σου. Όχι να μην παραιτηθείς. Θα μας είσαι χρήσιμος να παραμείνεις στη θέση σου».

«Δηλαδή Σοφία μου μού λες να γίνω ρουφιάνος της αστυνομίας Αυτό δεν μού λες; Να παίρνω τα λεφτά του, να τρώω το ψωμί που μού προσφέρει και να τον μαχαιρώνω πισώπλατα. Αυτό μού ζητάς  να κάνω;

Λυπάμαι κορίτσι μου μα αυτό δεν μπορώ να το κάνω ούτε για χάρη σου».

Είπε ο Μάρκος  και σηκώθηκε από τη θέση του.

«Με συγχωρείς, είπα να λείψω για λίγο και ήδη έχω αργήσει πολύ. Απόλαυσα τη μπύρα και τη κουβέντα μας και θα χαρώ απίστευτα αν επαναλάβουμε και τα δυο. Θα μού δώσεις το τηλέφωνό σου;»

Αντάλλαξαν τηλέφωνα και χωρίστηκαν προβληματισμένοι και οι δύο. Καθ΄ ένας για τους δικούς του λόγους.

Η Σοφία ενδόμυχα χάρηκε για την άρνηση του Μάρκου να ρουφιανέψει ακόμη και ένα κάθαρμα. Αυτό έδειχνε τον ακέραιο κα ντόμπρο χαρακτήρα του νεαρού σωματοφύλακα που κάτι μέσα της τής έλεγε ότι κάποιον ρόλο θα έπαιζε στη ζωή της.

Ο δε Μάρκος, ελαφρώς απογοητευμένος γιατί με το να του ζητήσει η Σοφία ένα τέτοιο πράγμα σημαίνει απλά ότι δεν πίστευε στην τιμιότητά του ούτε και στην άγνοιά του για το ποιόν του αφεντικού του.

Πρώτη του προτεραιότητα λοιπόν η εξακρίβωση αυτή. Και αν η Σοφία  επιβεβαιωνόταν τότε ήξερε κι΄ αυτός τι θα έκανε…

Μόλις ο Μάρκος έφτασε στον ουρανοξύστη ο Διογένης έβγαινε από την συνεδριακή αίθουσα μαζί με τους άλλους να συζητούν χαμηλόφωνα.

Του έριξαν μια φευγαλέα ματιά και προχώρησαν αγνοώντας τον τελείως.

Ο Διογένης στράφηκε προς το μέρος το και του είπε μία λέξη μόνο ’’έλα’’.

Καθώς βάδιζαν εμπρός τ’ αφεντικό πίσω ο σωτοφύλακάς του πήρε το εξασκημένο μάτι αυτού του δεύτερου, το πιστόλι που φούσκωνε στην κωλότσεπη του πρώτου και το ίδιο στις τσέπες των άλλων. Τόσο σιδερικό, προς ΤΙ; Να δεις που η Σοφία είχε δίκιο με ό, τι μού είπε και εγώ ο βλαξ κάθομαι και παίζω τη ζωή μου κορώνα γράμματα εκτεθειμένος Κύριος οίδε σε τι κινδύνους. Μα και τέτοια γκαντεμιά και η δική μου βρε παιδί….

Α, όχι αφεντικό. Εγώ θα μάθω αν είσαι μπλεγμένος πουθενά και έτσι και είσαι την έβαψες. Ναι τα κάστρα εκ των έσω αλώνονται. Από μένα θα  το ‘βρεις αν η Σοφία επαληθευτεί’’ μουρμούρισε μόνος του κατά την προσφιλή του συνήθεια.

Σαν έφτασαν στο ξενοδοχείο ο Διογένης του είπε: «Βάλε κάνα-δυο αλλαξιές και δυο τρία πουκάμισα σε ένα σακ βουαγιάζ γιατί το πρωί φεύγουμε για Σικελία. Θα λείψουμε για 3-4 μέρες».

«Και τι θα κάνουμε στη ΣΙΚΕΛΙΑ ΑΦΕΝΤΙΚΟ;»

«Αν και δεν μού αρέσει να με ρωτάς εγώ θα σού το πω για να σε ευχαριστήσω που το πρωί με έσωσες από τους εχθρούς μου. Λοιπόν, θα συναντήσω το πιο σπουδαίο πρόσωπο του νησιού. Έχω δουλειές μαζί του».

«Με ποιον αφεντικό; Με τον δον Κορλεόνε; Γιατί απ’ ό,τι ακούγεται αυτός είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο εκεί, αυτός είναι που κάνει στην ουσία κουμάντο».

«Μ΄ αυτόν ακριβώς αγόρι μου, μ’ αυτόν ακριβώς. Είναι ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο, μια παρεξηγημένη προσωπικότητα, με μεγάλη προσφορά στην κοινωνία».

«Αφεντικό, εγώ μπήκα στην δούλεψή σου για να σε προστατεύσω υποτίθεται από τους ανταγωνιστές σου και όχι να σε δω να συνεργάζεσαι με την κόζα νόστρα. Σαν τι δουλειές μαζί της  αφεντικό; Ναρκωτικά; Λαθρεμπόριο όπλων; Γυναίκες; τι απ’ όλα κύριε;»

«Κοίτα το Μάρκο που ξάφνου έγινε λαλίστατος… Αν και δεν είμαι υποχρεωμένος να σού απαντήσω, να σού δώσω εξηγήσεις, θα σού πω…

Λοιπόν ΝΑΙ, πρόκειται για μερικές ποσότητες πολεμικού υλικού που θα μας δώσει το μεγάλο αφεντικό της Σικελίας να το προωθήσουμε στη Συρία, βοηθώντας έτσι το λαό που έχει ξεσηκωθεί».

«Και βέβαια θα το κάνεις με το αζημίωτο , έτσι αφεντικό; Λυπάμαι μα εγώ  παραιτούμαι».

«Παραιτείσαι μετά απ’ ό, τι μόλις τώρα σού είπα; Μα τόσο βλάκας είσαι λοιπόν; Έτσι και κάνεις πως φεύγεις, δεν θα προλάβεις να πεις κίμινο και θ’ ανήκεις σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει λύπη και στεναγμός. Όπως λένε οι παπάδες, έγινα κατανοητός; Κοίτα ο Μάρκος!!!»

‘’Ώχου Σοφία μου επαληθεύτηκες και μάλιστα χωρίς εγώ να ψάξω. Η μόνη περίπτωση που δεν έπαιξε η γάτα με το ποντίκι και η μόνη περίπτωση επίσης που δεν ισχύει η ρήση: ‘’αμαρτία εξομολογούμενη  μισή αμαρτία’’. Γιατί την αμαρτία τούτη δεν την ξεπλένει ο Πηνειός όλος. Σε κάθε περίπτωση πάντως εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι», μουρμούρισε στον εαυτό του κατά την προσφιλή του συνήθεια.

Την πήρε τηλέφωνο.

Όχι δεν σε πήρα γιατί δίψασα για μπύρα ή για ό, τι άλλο φανταστείς. Για ένα γεια σε πήρα. Φεύγουμε το πρωί για Σικελία νομίζω. Θα τα πούμε στην επιστροφή μου. Α, μη παραλείψω να σού πω ότι όντως έχει ‘’λάκκο η φάβα’’. Γεια σου όμορφη».

Η Σοφία σαΐνι καθώς ήταν κατάλαβε το μήνυμα που της πέρασε και που δεν θα την έλεγε κανείς ρουφιανά. Πιστός στις αρχές του άφησε την άλλη να μπει στο νόημα από τα συμφραζόμενα.

Έτσι το πρωί στο Ελ. Βενιζέλος η παλιοπαρέα που χθες ο Μάρκος συνάντησε στον ουρανοξύστη δεν μπήκε στο αεροπλάνο αλλά στην κλούβα της  αστυνομίας που καρτερικά τους περίμενε τόσον καιρό. Θα περνούσαν ένα αξέχαστο πρωινό στην Γ.Α.Δ.Α. και ο Μάρκος δεν κινδύνευσε από την Μαφία σαν καταδότης.

Έμεινε χωρίς δουλειά. Στα άμεσα σχέδιά του ήταν να εκμεταλλευτεί τον χρόνο του τον ελεύθερο διαβάζοντας για την Σχολή με την προσδοκία να πετύχει, μόνο και μόνο για ν’ ακούσει τη Σοφία να τον αποκαλεί ‘’συνάδελφο’’ή και ‘’αγάπη μου’’ που είναι στην ουσία το ίδιο!!!…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη