«Ο χιονάνθρωπος», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

«-Τι να σου πω αφεντικό. Αν κάτι μου αρέσει σε σένα, κάτι που με τράβηξε στο να σε κάνω κατ΄ αρχάς φίλο και στα γεράματα συνέταιρο αλλά και εργοδότη, είναι η φρεσκάδα της σκέψης σου, το νεανικό της σφρίγος αλλά και το χιούμορ σου. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο άνθρωπος με αυτά τα χαρίσματα, δεν μπορεί παρά να έχει ψυχή παιδιού και πάντως αποκλείεται να είναι μοχθηρός γρουσούζης και ανέντιμος. Ο δε φίλος ενός τέτοιου ανθρώπου, είναι και αυτός ευλογημένος και τυχερός.

Φίλε μου, μέσα στις τόσες πρωτοβουλίες που μου έχεις επιτρέψει να πάρω και μάλιστα εν λευκώ, επίτρεψέ μου να πάρω ακόμη μία. Να βγάλουμε μία εφημεριδούλα, εβδομαδιαία στην αρχή, όπου ο όποιος πελάτης μας το επιθυμεί και αν διαθέτει βέβαια κάποιες προδιαγραφές να καταθέτει το κείμενό του όποια μορφή και αν αυτό έχει, από άρθρο και δοκίμιο μέχρι και γιατί όχι, διήγημα. Παρακαλείσαι πρωτίστως εσύ, να μας κάνεις την τιμή να μας χαρίζεις μια σου ιστορία, από αυτές που μας διηγείσαι κατά καιρούς και ευφραίνεται το φυλλοκάρδι μας. Μη νομίσεις… Και αυτό είναι ‘’φάρμακο’’ και μάλιστα όχι πικρό. Προτείνω λοιπόν: Εφημερίδα εβδομαδιαία. Τίτλος της: ‘’ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΥ’’»

 

Έτσι φίλοι μου άρχισαν όλα.

 

Ήταν που λέτε, ένας χειμώνας από τους χειρότερους που ζούσε η Πατρίδα. Καθημερινές καταιγίδες και αφόρητο κρύο που να θέλεις να πάρεις τη σόμπα αγκαλιά. Και λέω σόμπα γιατί τα καλοριφέρ όλα ήταν εκτός εδώ και καιρό.

Ένα πρωινό, λοιπόν, άνοιξα το Φαρμακείο μου σίγουρος ότι δεν θα ερχόταν ψυχή, όση ανάγκη και αν είχε. Πώς να τολμήσει κανείς να ξεμυτίσει, που εκτός από το διαβολόκρυο ήταν και το πάγωμα των δρόμων  που γλιστρούσαν σαν σε πίστα πατινάζ;

Και ξάφνου βλέπω τον μπάρμπα Θωμά τον περιπτερά, να έρχεται στο μαγαζί, ντυμένος με μια ποδήρη κατάλευκη κουβέρτα εν είδει μανδύα, και ένα σκούφο ολόλευκο και αυτόν με μία κόκκινη φούντα στην κορυφή. Την όλη εικόνα συμπλήρωνε ένα μακρύ σβηστό τσιμπούκι που κρεμόταν στην άκρη από το μισάνοικτο στόμα του, απ’ όπου η ανάσα του έβγαινε σαν σύννεφο δίνοντας την εντύπωση ότι κάπνιζε!!!

-Τι έγινε κυρ’ Θωμά μου; τον ρωτώ. Ποιος σε έντυσε σαν χιονάνθρωπο και γιατί;

Και  εκείνος με αλλόκοτη ρομποτική φωνή μού απαντά:

-Σκάσε Φαρμακοτρίφτη, δεν είμαι ο κυρ’ Θωμάς, αλλά ο Χιονάνθρωπος που ήρθε από το κρύο.

-Αμ το βλέπω, δεν το βλέπω λες; Και σαν τι θέλεις από εμένα Χιονάνθρωπε που ήρθες από το κρύο; Γιατί το βλέπω ότι κάτι  θέλεις.

-Θέλω να ζεσταθώ βρε άνθρωπε.

-Α μη μού λες χαζομάρες χιονάνθρωπος πράγμα. Μα αν ζεσταθείς θα λιώσεις. Δεν το γνωρίζεις αυτό;

-Καλύτερο το έχω να λιώσω, γιατί άλλο δεν το αντέχω αυτό το κρύο της κόλασης. Τι είπα μόλις τώρα; ΚΟΛΑΣΗΣ; Μια χαρά θα είναι εκεί, με τα καζάνια τους που βράζουν και απολαμβάνουν θαλπωρή της Γης οι κολασμένοι.

-Κι εγώ σαν τι να σου κάνω χιονάνθρωπέ μου; Κανένα κονέ δεν έχω κόλαση μεριά να μεσολαβήσω να πας εκεί αν αυτό υπαινίσσεσαι. Τη σόμπα μου αν θέλεις να την πάρεις, πάρε την, αλλά όχι εδώ μέσα και  μου γιομίσεις το μαγαζί νερά καθώς θα λιώνεις. Η Αγγελικούλα μόλις σφουγγάρισε και ποιος την ακούει μετά.

-Χμ ναι. Δώσε μου και σβέλτα ένα ποτηράκι κονιάκ, από κείνο το καλό σου που έχεις των  επτά αστέρων και  πέντε θαλασσών για τους εκλεκτούς σου πελάτες. Μόνο βιάσου, ξύλιασα, δεν με βλέπεις;

-Και με το κονιάκ θα φτιάξουν τα πράγματα, λες ε; Μα αν είναι να φτιάξουν, να σου δώσω όχι ένα ποτηράκι αλλά ολόκληρο το μπουκάλι. Έναν περιπτερά σε έχουμε,  έτσι που εξαφανίζεται και το δικό σου επάγγελμα μη χάσουμε και εσένα. Μα ένα θεματάκι το έχουμε με τούτη την αμφίεσή σου. Μήπως να σε βλέπαμε  με την κανονική σου φορεσιά με αυτήν που σε συνηθίσαμε τόσα χρόνια, με αυτήν που σε αγαπάμε;

-Τι μας λες έξυπνε Φαρμακοτρίφτη; Και τόσα χρόνια που με ξέρετε μπας και ξαναείδατε τέτοιο κρύο και εγώ δεν το χαμπάριασα; Όχι βέβαια. Που σημαίνει, ότι στο εμπόριο της Ένδυσης πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τη στολή που προτείνω, βελτιωμένη βέβαια και εφοδιασμένη με θερμαντική επένδυση. Αλλιώς, άτομα σαν εμένα, που δεν το αντέχουμε το τόσο κρύο, θα μας μαζεύει σε λίγο το κάρο της Δημαρχίας ψόφιους, από τη μέση του δρόμου.

-Αμ πες το μας λοιπόν κυρ’ Θωμά. Πρόταση κάνεις. Και τη κάνεις σε μένα; Και εγώ τι σχέση έχω με την εμπορία ένδυσης; Δεν λέω ‘’υπόδησης’’ γιατί με τον κλάδο αυτό μια συνάφεια την έχω(!) όσο να ‘ναι.

-Έχεις Φαρμακοποιέ. Το  μαγαζάκι σου δεν έχει να κάνει με την υγεία; Είναι  το μόνο μαγαζί που δουλεύει βρέξει χιονίσει. Αν εσύ λοιπόν από τη μεριά σου ανεβάσεις στο διαδίκτυο μήνυμα και πεις για την αναγκαιότητα των όσων σου εξέθεσα, οι φίλοι σου θα το λάβουν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τους. Είσαι διάσημος από αλλά και άλλα, λες να μην γίνεις ακόμη πιο διάσημος με την κελεμπία τούτη;

Κατάλαβες επιτέλους γιατί απευθύνθηκα σε εσένα; Να γιατί…

«βγήκα σήμερα στους δρόμους

με τέτοιον καιρό

με μάχεται το κρύο

και πώς το φοβάμαι.

Ανέμοι σφυρίζουν

και είναι χιονιάς,

πού πάω ο δόλιος

με κρύο φονιάς!!!»

(Μη νομίζεις… Κι εμείς οι περιπτεράδες κάτι ποιητάδες σαν τον Παπαντωνίου τους λατρεύουμε…)

Η πρόταση λοιπόν ΔΙΚΗ μου.

Η πατέντα ΔΙΚΗ μου.

Το copy right ΔΙΚΟ μου.

Αν  ανοίξεις και μία πτέρυγα στο κατάστημά σου με τέτοιες στολές θερμαντικές, θα είναι παγκόσμια πρωτοτυπία. Έχουμε και εμείς ιδέες Φαρμακοποιέ μου, όχι μόνον ο κύριος ΕΥΤΥΧΗΣ σου.

Άντε στην υγειά σου. Αγένειά μου που πίνω από το μπουκάλι, αλλά το κάνω να με προλάβω, μη με τρέχεις στα Νοσοκομεία ξυλιασμένο, γιατί, για να περιμένεις το 166 είναι μάταιο. Όλα τα αμάξια είναι εκτός, με τη μηχανή τους στην κατάψυξη, ακινητοποιημένα!!!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη